ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 711
18 Ιουλίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ANTENNA T.V. LIMITED,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2772)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Αναδρομικότητα ― Επανεξέταση ― Ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο και η νέα απόφαση έχει αναδρομική ισχύ.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Αρμόδιο όργανο ― Κατ' εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα, αν ο νόμος τροποποιήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, προβλέποντας νέο όργανο ως αρμόδιο, η επανεξέταση γίνεται από αυτό.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Ουσιώδες νομικό καθεστώς ― Εφόσον πρόκειται για διαδικαστικές διατάξεις έχουν αναδρομική ισχύ ― Περίπτωση ακύρωσης λόγω κωλύματος που προέκυπτε από συμμετοχή σε Συμβουλευτική Επιτροπή και επανεξέτασης όπου κατά το χρόνο της η διάταξη περί της ύπαρξης Συμβουλευτικής είχε καταργηθεί.
Οι εφεσείοντες επιχείρησαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση την ακύρωση της απόφασης έγκρισης αιτήματος για άδεια λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο γνωστός κανόνας ότι η διοικητική απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ κάμπτεται στη περίπτωση επανεξέτασης, όταν γίνεται σε συμμόρφωση ακυρωτικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου. Η συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας είναι υποχρεωτική, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 95 του Συντάγματος της Ελλάδος. Το Σύνταγμα μας έχει πανομοιότυπη πρόνοια. Την παράρ.5 του Άρθρου 146. Η αναδρομική ισχύς που δόθηκε στην επίδικη απόφαση ήταν, επομένως, υποχρεωτική γιατί απέβλεπε στην πραγμάτωση του αποτελέσματος της ακυρωτικής απόφασης. Η περί του αντιθέτου, εισήγηση των δικηγόρων του ΑΝΤΕΝΝΑ είναι εσφαλμένη.
2. Οι εφεσείοντες διατείνονται, διαζευκτικά, πως, εφόσον η επανεξέταση γίνεται στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης, την αίτηση θα έπρεπε να είχε εξετάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή, που όφειλε να επανασυσταθεί γι' αυτό το σκοπό, και το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως πρόβλεπε ο Νόμος 29(1)/92, και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος, σύμφωνα, με το Άρθρο 56(2) του Ν.7(1)/98 ασκούσε προσωρινά τις αρμοδιότητες και εξουσίες της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.
Ο Νομοθέτης με τον Ν.7(1)/98, καθιδρύει την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην οποία δίδονται διευρυμένες εξουσίες, διαδικαστικές και ουσιαστικές, που προηγουμένως ασκούσε το Υπουργικό Συμβούλιο, βάσει του καταργηθέντος Νόμου 29(1)/92. Ο Υπουργός Εσωτερικών, βάσει του άρθρου 10 του Ν.7(1)/98 έχει το δικαίωμα να δίδει προς την Αρχή οδηγίες γενικής φύσεως σχετικά με την άσκηση της αρμοδιότητας της, που κρίνονται αναγκαίες για το γενικό συμφέρον της Δημοκρατίας.
Οι δικηγόροι του ΑΝΤΕΝΝΑ εισηγήθηκαν πως η ανάθεση της πιο πάνω προσωρινής αρμοδιότητας στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών είναι αντισυνταγματική, γιατί η έκδοση τέτοιων αδειών εναποτίθεται, από τις διατάξεις της παράγρ.5 του άρθρου 19, του Συντάγματος στη Δημοκρατία. Ισχυρίστηκαν πως εφόσον πρόκειται για άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας, αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εντεταλμένου προς τούτο οργάνου, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η πάνω εισήγηση θα εξεταστεί περιοριστικά, και σε αναφορά μόνο, με την προσωρινή αρμοδιότητα που δίδεται από το Νόμο στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος έλαβε και την επίδικη απόφαση. Η φράση της παραγρ.5 του άρθρου 19 του Συντάγματος: «ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρο εμποδίζει τη Δημοκρατία να απαιτεί ..............», σαφώς αναφέρεται στη γενική και αφηρημένη αόριστη υπόσταση της πολιτείας, όχι σε οποιαδήποτε συγκεκριμένα όργανα που συνθέτουν τις τρεις εξουσίες σ' αυτή. Η διοικητική λειτουργία έχει ανατεθεί προσωρινά στο Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, που ασφαλώς ασκεί από το υψηλό δημόσιο του αξίωμα διοικητική λειτουργία. Εξ' ου και η απόφαση του προσεβλήθη με προσφυγή.
3. Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη πως ο Γενικός Διευθυντής, εξετάζοντας την αίτηση που είχε ενώπιον του, συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Αναφορικά με τον άλλο λόγο, για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη συμμετοχή του ενός των διευθυντών της Lumiere, κ. Οικονομίδη, στη Συμβουλευτική Επιτροπή που προέβλεπε ο Νόμος 29(1)/92, αυτή η Επιτροπή καταργήθηκε από το Ν.7(1)/98. Δεν υπήρχε δηλαδή κατά το χρόνο της επανεξέτασης της αίτησης από το Γενικό Διευθυντή. Πρόθεση του νομοθέτη με τη νέα νομοθεσία ήταν να καταργήσει την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ως εκ τούτου δεν αναβιώνει ούτε επανασυντίθεται σε περίπτωση επανεξέτασης. Η ρητή κατάργηση του προηγούμενου Νόμου (Άρθρο 55(3) του Ν.7(1)/98), καθώς επίσης και οι μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 55 και 56 σαφώς αποδεικνύουν πως ο Νομοθέτης ήθελε να αλλάξει εξ ολοκλήρου τη διαδικασία έκδοσης των αδειών. Και η λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εμπίπτει στο διαδικαστικό μέρος του Νόμου, όχι το ουσιαστικό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Lumiere Television Ltd v. Ραδιοτηλεοπτικών Υπηρεσιών Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ και Άλλων (1998) 3 Α.Α.Δ. 242,
Δημοκρατία v. Ραδιοτηλεοπτικών Υπηρεσιών Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 255.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές, αδειούχους τηλεοπτικού σταθμού εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 280/98) ημερομηνίας 22/1/99 με την οποία πρόσβαλαν πρωτοδίκως αλλά ανεπιτυχώς την απόφαση του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών - εφεσίβλητου/καθ΄ου η αίτηση, ημερ. 10.3.98, με την οποία εκδόθηκε άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος Lumiere Television TV., στο εξής Lumiere, για εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος με αναδρομική ισχύ από 19.11.92.
Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, για τους Εφεσίβλητους.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-αιτητές, στη συνέχεια ο ΑΝΤΕΝΝΑ, αδειούχοι τηλεοπτικού σταθμού που λειτουργεί στην Κύπρο, πρόσβαλαν πρωτοδίκως αλλά ανεπιτυχώς την απόφαση του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών - εφεσίβλητου/καθ΄ου η αίτηση, ημερ. 10.3.98, με την οποία εκδόθηκε άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος Lumiere Television TV., στο εξής Lumiere, για εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος με αναδρομική ισχύ από 19.11.92.
Η επίδικη απόφαση ελήφθη σε διαδικασία επανεξέτασης, μετά που η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε πρωτοδίκως στις 14.12.94 (προσφυγή 135/93), και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πλειοψηφία, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στις 27.2.98. (Lumiere Television Ltd, ή Lumiere T.V. Ltd ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες ΑΝΤΕΝΝΑ Ρ.Τ.ΛΙΜΙΤΕΔ, και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (1998) 3 Α.Α.Δ. 242.) Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, που θα μας οδηγήσουν στη συζήτηση της έφεσης ακολουθούν:
Στις 21.4.92 η ενδιαφερόμενη Lumiere υπέβαλε αίτηση για να της χορηγηθεί άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος. Αίτηση για να του δοθεί άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού υπέβαλε στις 2.10.92 και ο ΑΝΤΕΝΝΑ. Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την αίτηση της Lumiere στις 19.11.92 και καθόρισε τη λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού της, στις συχνότητες 26 και 23. Στις 17.3.93 εγκρίθηκε και η αίτηση του ΑΝΤΕΝΝΑ για λειτουργία στις συχνότητες 48, 65, 60, 35 και 42. Η έκδοση των αδειών έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1992, 29(1)/92, που τέθηκε σε ισχύ στις 23.4.92.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε ως προκαταρκτικό ζήτημα κατά πόσο ο ΑΝΤΕΝΝΑ είχε έννομο συμφέρον, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 146.2 του Συντάγματος, να προσβάλει την επίδικη απόφαση, της χορήγησης δηλαδή της άδειας στη Lumiere. Διαφωνούντος του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πική, οι υπόλοιποι δικαστές (Χ΄Τσαγκάρης, Νικολαϊδης, Νικολάου και Ηλιάδης) έκριναν πως ο ΑΝΤΕΝΝΑ είχε τέτοιο έννομο συμφέρον, και στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Ο δικαστής ενώπιον του οποίου συζητήθηκε πρωτόδικα η προσφυγή (Π.Αρτέμης) ακύρωσε την απόφαση για δυο λόγους:
(α) Έκρινε πως δεν έγινε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, για να διακριβωθεί κατά πόσο η αίτηση της Lumiere πληρούσε τις πρόνοιες του εδαφίου 3 του άρθρου 9 του Νόμου που προβλέπει:
«9.(3) Δεν εκδίδεται άδεια σε οποιαδήποτε εταιρεία αν μεταξύ των μετόχων της υπάρχει πρόσωπο φυσικό ή νομικό που κατέχει πέραν του 25% του καταβεβλημένου κεφαλαίου της ή το οποίο μαζί με τη σύζυγο ή άλλο συγγενή του μέχρι και του τρίτου βαθμού κατέχει τέτοιο ποσοστό ή το οποίο ελέγχει εξαρτημένες από αυτό εταιρείες που κατέχουν μαζί τέτοιο ποσοστό.»
(β) Διαπίστωσε πως ένας από τους διευθυντές της Lumiere, ο Χριστόδουλος Οικονομίδης, συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοφωνίας που, σύμφωνα με το Νόμο 29(1)/92, είχε αρμοδιότητα να συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο για τη χορήγηση, ανάκληση, ανανέωση ή τροποποίηση των αδειών. Κρίθηκε πως η συμμετοχή αυτή παραβίαζε τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Ραδιοφωνικών Σταθμών Νόμου του 1990, που απαγορεύει να διορίζεται μέλος αυτής της Επιτροπής πρόσωπο που είχε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση ραδιοφωνίας ή τηλεόρασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στον πρώτο λόγο μόνο. Απέρριψε επίσης την αντέφεση του ΑΝΤΕΝΝΑ, στην οποία εγειρόταν η διαφωνία του με την κρίση του πρωτόδικου δικαστή πως ορισμένοι λόγοι που πρόβαλε για την ακύρωση της επίδικης πράξης αφορούσαν παραβιάσεις επουσιωδών τύπων στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης, και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν στο ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είπε τα πιο κάτω, αναλύοντας την κατάληξη της για έλλειψη δέουσας έρευνας, αναφορικά με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του Ν.29(1)/92:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Εταιρειών επίσημα πιστοποιητικά τα οποία θα έδειχναν τα ονόματα, ποσοστά και καταβληθέν κεφάλαιο των μετοχών στις ημερομηνίες που ενδιέφεραν. Χαρακτηριστικά θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι από το πιστοποιητικό της Εφόρου Εταιρειών της 12.1.93 (που παρουσίασε η ΑΝΤΕΝΝΑ) φαίνεται ότι η LUMIERE είχε ως μόνους μετόχους το Χριστόδουλο Οικονομίδη (με μια μετοχή) και τη LUMIERE SERVICES LTD (με μια μετοχή). Τούτο εξυπακούει ότι το ποσοστό που κατείχε κάθε ένας από τους μετόχους της LUMIERE ήταν 50%, που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο ποσοστό του 25%.
Επίσης η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την Έφορο Εταιρειών αντίγραφα του Καταστατικού της εταιρείας που θα έδειχναν την πραγματική εικόνα των μετόχων, έχοντας υπόψη τη διαφοροποίηση των μετοχών σε τρεις διαφορετικές τάξεις και τα διαφορετικά δικαιώματα των μετόχων.
Επιπρόσθετα η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη έγγραφες δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τους ελεγκτές και νομικούς συμβούλους της εταιρείας που είχαν βασιστεί σε πληροφορίες που είχαν δοθεί από τρίτα πρόσωπα στους πιο πάνω χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητα των πληροφοριών και παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχαν μέτοχοι που καταστρατηγούσαν την πρόνοια για τη μη κατοχή των μετοχών από πρόσωπα που ήταν συγγενείς μέχρι τρίτου βαθμού.
Η έγγραφη δήλωση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας της 27.10.92 ότι η κατανομή του κεφαλαίου δεν αντιβαίνει τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) ουσιαστικά παραμένει μετέωρη αφού η γνωμάτευση δόθηκε με την επιφύλαξη ότι ο πιο πάνω δικηγόρος δεν γνώριζε το βαθμό συγγενείας μεταξύ των μετόχων αλλά θεώρησε προς τούτο τις πληροφορίες που είχαν δοθεί από τη LUMIERE ως ορθές.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι η χορήγηση της άδειας ίδρυσης τηλεοπτικού σταθμού είναι διαφορετική πράξη από εκείνη της χορήγησης των συχνοτήτων από τις οποίες θα εξέπεμπε ο σταθμός, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα αφού ο καθορισμός της συχνότητας είναι το άμεσο επακόλουθο της χορήγησης της άδειας. Προσβολή της σχετικής απόφασης θα μπορούσε να επιφέρει συνολική και όχι μερική ακυρότητα.»
Μετά την κατ' έφεση επιβεβαίωση της ακύρωσης της επίδικης πράξης η Lumiere ζήτησε από τη διοίκηση να επανεξεταστεί η αίτηση της. Προς τούτο έδωσε και στοιχεία, που αφορούσαν στον ουσιώδη χρόνο, για να στηρίξει τη θέση της πως η αίτηση της συμμορφωνόταν με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του Νόμου.
Στις 30.1.98, και προτού επανεξεταστεί η αίτηση, εφόσον οι εφέσεις είχαν απορριφθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 27.2.98, τέθηκε σε ισχύ ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998, Ν.7(1)/98 ο οποίος ρητά με το άρθρο 56(3) καταργεί τον περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 29(1)/92. Με το Νόμο του 1998 καθιδρύεται Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, στην οποία δίδεται η εξουσία έκδοσης τηλεοπτικών αδειών, την οποία είχε προηγουμένως, με βάση το Νόμο που καταργήθηκε (29(1)/92), το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο νέος Νόμος του 1998 περιέχει διαδικαστικές διατάξεις με διευρυμένο περιεχόμενο που αφορούν στο διορισμό και σύνθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, η οποία καθιδρύεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, τη διαδικασία διορισμού των μερών της καθώς επίσης και τις λειτουργίες της. Καθιδρύεται επίσης νέα Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης, (άρθρο 11). Στο ουσιαστικό μέρος του ο Νόμος καθορίζει τους σκοπούς ίδρυσης των τηλεοπτικών σταθμών και αναφέρεται στην εν γένει ποιότητα των έργων που παρουσιάζονται, την προστασία των ανηλίκων και της γλώσσας, τις διαφημίσεις, την τηλεμπορία, τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών από δυσφήμιση, την ισότιμη μεταχείριση των πολιτικών κομμάτων και πολλά άλλα. Αναφερόμαστε στο περιεχόμενο του νέου Νόμου γιατί έχει σημασία σ΄αυτά που θα πούμε παρακάτω.
Το άρθρο 56(2) του Νόμου του 1998 προβλέπει πως μέχρι το διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο του Προέδρου και των μελών της Αρχής, η αρμοδιότητα και εξουσίες της θα ασκούνται προσωρινά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Είναι ο αξιωματούχος που επανεξέτασε την αίτηση της Lumiere και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι λόγοι που προβάλλονται για την ακύρωση της είναι πολλοί. Διατυπώνονται σε έκταση στην αίτηση ακυρώσεως και στο εφετήριο. Απαριθμούνται επίσης και στην πρωτόδικη απόφαση.
Δεν θα τους παραθέσουμε ή συζητήσουμε ένα προς ένα γιατί οι περισσότεροι από αυτούς διαπλέκονται. Ολόκληρη η επιχειρηματολογία των δικηγόρων του ΑΝΤΕΝΝΑ στηρίζεται στη γενική εισήγηση πως έχουν παραβιαστεί οι βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου που άπτονται της επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, η οποία, ως γνωστό, γίνεται με αναγωγή στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης. Εισηγούνται επίσης, διαζευκτικά, πως στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε επανεξέταση της αρχικής αίτησης της Lumiere, αλλά απόφαση επί νέας αιτήσεως που υπέβαλαν, και επομένως η έγκριση της δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ.
Οι δικηγόροι των μερών κάνουν εκτεταμένη αναφορά στις αγορεύσεις τους στις νομολογιακές αρχές που αφορούν στο θέμα της επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, με παραπομπές σε αποφάσεις του Δικαστηρίου μας και σε συγγράμματα διακεκριμένων Ελλήνων νομικών, όπου σημειώνονται και σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας. Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει κατά το πλείστον τα ισχύοντα στην Ελλάδα. Χωρίς να υποτιμούμε την ενδιαφέρουσα εργασία των δικηγόρων δεν θα αναφερθούμε σε όλη τη νομική γραμματεία. Εξάλλου διαπιστώνεται ομοφωνία πάνω στο ζήτημα. Ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε στο σύγγραμμα, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, όπου και απαντούνται όλα τα ερωτήματα που ανακύπτουν στην υπόθεση που μας απασχολεί.
Ο γνωστός κανόνας ότι η διοικητική απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ κάμπτεται στη περίπτωση επανεξέτασης, όταν γίνεται σε συμμόρφωση ακυρωτικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου. Η συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας είναι υποχρεωτική, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος της Ελλάδος. Το Σύνταγμα μας έχει πανομοιότυπη πρόνοια. Η παράρ.5 του άρθρου 146 προβλέπει:
«5. Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην».
Στην παράγραφο 569, σελ.584, του πιο πάνω συγγράμματος διαβάζουμε:
«Η υποχρέωση της Διοίκησης για συμμόρφωση συνίσταται στην έκδοση των αναγκαίων διοικητικών πράξεων: α) για την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που θα υπήρχε, εάν η πράξη που ακυρώθηκε δεν είχε εκδοθεί ή η παράλειψη που ακυρώθηκε δεν είχε συντελεσθεί και β) για τη δημιουργία των νομικών καταστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου, των οποίων η παράβαση επέφερε την ακύρωση της πράξης ή της παράλειψης, (ΣΕ 1383/1982).»
Η αναδρομική ισχύς που δόθηκε στην επίδικη απόφαση ήταν, επομένως, υποχρεωτική γιατί απέβλεπε στην πραγμάτωση του αποτελέσματος της ακυρωτικής απόφασης. Η περί του αντιθέτου, εισήγηση των δικηγόρων του ΑΝΤΕΝΝΑ είναι εσφαλμένη.
Να προχωρήσουμε όμως στην πιο πάνω σοβαρή εισήγηση τους. Διατείνονται, διαζευκτικά, πως, εφόσον η επανεξέταση γίνεται στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης, την αίτηση θα έπρεπε να είχε εξετάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή, που όφειλε να επανασυσταθεί γι΄αυτό το σκοπό, και το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως πρόβλεπε ο Νόμος 29(1)/92, και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος, σύμφωνα, με το άρθρο 56(2) του Ν.7(1)/98 ασκούσε προσωρινά τις αρμοδιότητες και εξουσίες της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.
Και αυτό το ζήτημα συζητείται στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου. Διαβάζουμε στην παράγραφο 570, σελ.586 και 587:
«.. ......................................................................................................
Εάν το όργανο το οποίο είχε εκδώσει την πράξη που ακυρώθηκε δεν υπάρχει πλέον, συνιστάται και πάλι, για την έκδοση της νέας πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από νεότερες διατάξεις η αρμοδιότητα άλλου οργάνου (ΣΕ 2668/1977, 2938/1981).»
(Η υπογράμμιση δική μας).
Και αυτό ακριβώς έχει γίνει στην υπόθεση που εξετάζουμε. Ο Νομοθέτης με τον Ν.7(1)/98 καθιδρύει την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην οποία δίδονται διευρυμένες εξουσίες, διαδικαστικές και ουσιαστικές, που προηγουμένως ασκούσε το Υπουργικό Συμβούλιο, βάσει του καταργηθέντος Νόμου 29(1)/92. Το άρθρο 19 του Συντάγματος, που διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και ελευθερίας έκφρασης, διαλαμβάνει, στην παράγραφο 5, πως η Δημοκρατία δεν εμποδίζεται να απαιτεί την έκδοση άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως. Ο Υπουργός Εσωτερικών, βάσει του άρθρου 10 του Ν.7(1)/98 έχει το δικαίωμα να δίδει προς την Αρχή οδηγίες γενικής φύσεως σχετικά με την άσκηση της αρμοδιότητας της, που κρίνονται αναγκαίες για το γενικό συμφέρον της Δημοκρατίας.
Οι δικηγόροι του ΑΝΤΕΝΝΑ εισηγούνται πως η ανάθεση της πιο πάνω προσωρινής αρμοδιότητας στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών είναι αντισυνταγματική, γιατί η έκδοση τέτοιων αδειών εναποτίθεται, από τις διατάξεις της παράγρ.5 του άρθρου 19, του Συντάγματος στη Δημοκρατία. Λέγουν δηλαδή πως εφόσον πρόκειται για άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας, αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εντεταλμένου προς τούτο οργάνου, δηλαδή του Υπουργικού Συμβουλίου.
Την πιο πάνω εισήγηση θα εξετάσουμε περιοριστικά, και σε αναφορά μόνο, με την προσωρινή αρμοδιότητα που δίδεται από το Νόμο στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος έλαβε και την επίδικη απόφαση, και όχι σε συνάρτηση με την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης, ζήτημα που δεν εγείρεται στην υπόθεση που εξετάζουμε. Η φράση της παραγρ.5 του άρθρου 19 του Συντάγματος: «ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρο εμποδίζει τη Δημοκρατία να απαιτεί ..............», σαφώς αναφέρεται στη γενική και αφηρημένη αόριστη υπόσταση της πολιτείας, όχι σε οποιαδήποτε συγκεκριμένα όργανα που συνθέτουν τις τρεις εξουσίες σ΄αυτή. Η Δημοκρατία, ως εκ τούτου, μπορεί να θεσμοθετήσει τη λειτουργία του δικαιώματος που της αποδίδεται στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος. Η πράξη της έκδοσης βεβαίως των αδειών που προβλέπονται στη συνταγματική διάταξη συνιστά διοικητική λειτουργία. Αυτή έχει ανατεθεί προσωρινά στο Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, που ασφαλώς ασκεί από το υψηλό δημόσιο του αξίωμα διοικητική λειτουργία. Εξ ου και η απόφαση του προσεβλήθη με προσφυγή.
Προχωρούμε να εξετάσουμε τώρα την ουσία της επίδικης απόφασης με τους συναφείς ισχυρισμούς πως είναι πάλιν προϊόν ελλιπούς έρευνας και αναιτιολόγητη. Δεν ευσταθούν οι πιο πάνω ισχυρισμοί. Στην αρχή της απόφασης ο Γενικός Διευθυντής κάνει μνεία για το ακυρωτικό αποτέλεσμα των δυο εφέσεων (ΑΕ2025 και 2032). Προχωρεί να αναφέρει πως διεξήλθε και μελέτησε όλα τα έγγραφα του σχετικού φακέλου, και αυτά που έθεσε ενώπιον του η Lumiere, που αφορούσαν τις λεπτομέρειες των μετόχων της εταιρείας, δηλαδή τα ποσοστά των μετοχών τους, τη μόνιμη διαμονή τους, και τη συγγένεια μεταξύ τους, με αναγωγή στον ουσιώδη χρόνο, όπως ρητά αναφέρεται στην επόμενη παράγραφο της επίδικης απόφασης. Σημειώνεται επίσης πως είχε ενώπιον του και την ετήσια έκθεση της Lumiere, όπως ήταν καταχωρημένη στο γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, και βεβαίωση του ελεγκτή της αναφορικά με το καταβεβλημένο κεφάλαιο της Lumiere και το ποσοστό κατοχής τους από κάθε ένα από τους μετόχους. Μ΄αυτά τα στοιχεία ο Γενικός Διευθυντής αποφάσισε πως κατά τον ουσιώδη χρόνο παραχώρησης άδειας στη Lumiere, από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή στις 19.11.92, είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του Ν.29(1)/92, του νομοθετήματος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Τέλος αναφέρει πως αποφάσισε να εκδοθεί η προσωρινή άδεια στη Lumiere για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος, με αναδρομική ισχύ από 19.11.92.
Έχουμε τη γνώμη πως ο Γενικός Διευθυντής, εξετάζοντας την αίτηση που είχε ενώπιον του, συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αναφορικά με τον άλλο λόγο, για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη συμμετοχή του ενός των διευθυντών της Lumiere, κ.Οικονομίδη, στη Συμβουλευτική Επιτροπή που προέβλεπε ο Νόμος 29(1)/92, αυτή η Επιτροπή καταργήθηκε από το Ν.7(1)/98. Δεν υπήρχε δηλαδή κατά το χρόνο της επανεξέτασης της αίτησης από το Γενικό Διευθυντή. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη νομική πτυχή του ζητήματος πιο πάνω, για να υποδείξουμε πως, πρόθεση του νομοθέτη με τη νέα νομοθεσία ήταν να καταργήσει την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ως εκ τούτου δεν αναβιώνει ούτε επανασυντίθεται σε περίπτωση επανεξέτασης. Η ρητή κατάργηση του προηγούμενου Νόμου (άρθρο 55(3) του Ν.7(1)/98), καθώς επίσης και οι μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 55 και 56 σαφώς αποδεικνύουν πως ο Νομοθέτης ήθελε να αλλάξει εξ ολοκλήρου τη διαδικασία έκδοσης των αδειών. Και η λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εμπίπτει στο διαδικαστικό μέρος του Νόμου, όχι το ουσιαστικό.
Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με ΛΚ.400 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και ΛΚ.400 υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.