ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 639

29 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2927)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Νομιμοποίηση Εφεσείοντος ― Ο επιτυχών αιτητής σε προσφυγή η οποία ακυρώθηκε, δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση έφεσης ― Έχει εκλείψει με την ακύρωση το αντικείμενο που είναι η διοικητική πράξη.

Ο εφεσείων ήταν επιτυχών αιτητής στην προσφυγή του.  Παρόλο τούτο καταχώρισε έφεση ζητώντας την ακύρωση της πράξης και για τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η αρχή, πως δεν χωρεί προσφυγή από επιτυχόντα αιτητή εναντίον πρωτοβάθμιων ακυρωτικών αποφάσεων, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Α.Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551.

     Πρόσθετα, η Δ.35 θ.4, που εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών, και στις αναθεωρητικές εφέσεις προβλέπει πως ο εφεσείων μπορεί με την ειδοποίηση του να εφεσιβάλει το σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος και η ειδοποίηση πρέπει να αναφέρει κατά πόσο προσβάλλεται το σύνολο ή μέρος μόνο της απόφασης ή του διατάγματος.  Εφόσον αντικείμενο της προσφυγής είναι η διοικητική πράξη, όταν αυτή ακυρωθεί πρωτοδίκως δεν υφίσταται ως αντικείμενο στην έφεση.

         Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε από το Δικαστήριο να μην επιδικάσει έξοδα εις βάρος του, σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης γιατί, κατά τη γνώμη του, ήγειρε σ΄ αυτή ένα καινούργιο νομικό ζήτημα.  Δεν υπάρχει λόγος να μην εφαρμοστεί ο συνήθης κανόνας, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως το θέμα καλυπτόταν από πάγια νομολογία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ζακχαίου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 1038/97) ημερομηνίας 5/10/99 με την οποία ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση και αποδέχθηκε την προσφυγή του χωρίς όμως να εξετάσει όλους τους λόγους τους οποίους πρόβαλε πρωτόδικα.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν επιτυχών αιτητής στην προσφυγή που δικάστηκε πρωτoδίκως.  Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώθηκε στις 5.10.99.  Ο δικαστής που επελήφθη της προσφυγής δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ακυρώσεως που πρότεινε ο εφεσείων.  Έκρινε πως ένας απ΄αυτούς ήταν βάσιμος, έλλειψη νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης διοικητικής απόφασης, και αποδεχόμενος την προσφυγή ακύρωσε την προσβληθείσα με αυτή πράξη.  Ο εφεσείων όμως θέλει να αναθεωρηθεί από την Ολομέλεια η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να εξεταστούν και αποφασιστούν όλοι οι λόγοι που πρόβαλε πρωτόδικα για την ακύρωση της διοικητικής πράξης.  Γι΄αυτό και καταχώρισε την παρούσα έφεση.  Με δεδομένη την πάγια νομική αρχή πως δεν χωρεί έφεση εναντίον ακυρωτικής απόφασης συζητήσαμε το θέμα προκαταρκτικά.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε μάλιστα  και παράταση του χρόνου καταχώρισης της γραπτής του αγόρευσης για να ερευνήσει το σημείο επισταμένως και να προβάλει τα επιχειρήματα του. Η γραπτή αγόρευση, που στο τέλος καταχώρισε, περιέχει ουσιαστικά μια μικρή παράγραφο. Στην επιχειρηματολογία του ενώπιον μας δέχθηκε τη νομική αρχή, παγιωμένη και ευθυγραμισμένη από τη νομολογία μας, ότι δεν χωρεί έφεση εναντίον ακυρωτικής απόφασης. Προτείνει όμως την ανατροπή της.  Εισηγείται πως το Δικαστήριο έχει συνταγματική υποχρέωση, βάσει των άρθρων 146 και 30 του Συντάγματος, να εξετάζει όλους τους ισχυρισμούς που εγείρει ο διάδικος ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον διατείνεται πως, όταν το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται όλων των λόγων ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής στην προσφυγή του, τούτο ενδεχομένως οδηγεί τη διοίκηση κατά την επανεξέταση σε διαδοχικά λάθη και επακόλουθες αλλεπάλληλες προσφυγές γιατί το διοικητικό όργανο πιθανό να θεωρεί πως η αρχική του απόφαση πάνω σ' αυτούς είναι ορθή.

Η αρχή, πως δεν χωρεί προσφυγή από επιτυχόντα αιτητή εναντίον πρωτοβάθμιων ακυρωτικών αποφάσεων, υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Α.Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551 όπου το Δικαστήριο είπε τα εξής:

«Η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου οριοθετείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το αντικείμενο της προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης.  Η Αναθεωρητική Έφεση έχει σκοπό να εξασφαλίσει στα μέρη το πλεονέκτημα της γνώμης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, η οποία, με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δόθηκε αποκλειστικά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και, κάτω από το Άρθρο 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις» Νόμου του 1964, (Αρ.33/64), ασκείται τώρα πρωτόδικα από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Δημοκρατία της Κύπρου ν. Γεώργιου Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452).

...........................................................................................................

Η ακυρωτική απόφαση εξαλείφει τη διοικητική πράξη ή απόφαση. Στην Έφεση το Δικαστήριο εξετάζει πάλιν τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Εφόσον η διοικητική πράξη, ή απόφαση ακυρώθηκε με την πρωτοβάθμια διαδικασία, η Έφεση είναι χωρίς αντικείμενο.

Με βάση τα πιο πάνω, δεν χωρεί Έφεση από επιτυχόντα διάδικο εναντίον πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης.».

Να παρατηρήσουμε, πρόσθετα, πως και η Δ.35 θ.4, που εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών, και στις αναθεωρητικές εφέσεις προβλέπει πως ο εφεσείων μπορεί με την ειδοποίηση του να εφεσιβάλει το σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος και η ειδοποίηση πρέπει να αναφέρει κατά πόσο προσβάλλεται το σύνολο ή μέρος μόνο της απόφασης ή του διατάγματος.  Εφόσον αντικείμενο της προσφυγής είναι η διοικητική πράξη, όταν αυτή ακυρωθεί πρωτοδίκως δεν υφίσταται ως αντικείμενο στην έφεση.

Να σχολιάσουμε, με λίγα λόγια, τις ανησυχίες που εξέφρασε ο δικηγόρος του αιτητή για τις δυσκολίες που ο ίδιος νιώθει  πως ενδεχομένως αντιμετωπίζει η διοίκηση, όταν το Δικαστήριο δεν εξετάζει όλους τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται από τον αιτητή στην προσφυγή του.  Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ΄αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση.  Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο.  Σ΄αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία  που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι:  η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας. 

Η έφεση απορρίπτεται. 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα μας ζήτησε να μην επιδικάσουμε έξοδα εις βάρος του, σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης γιατί, κατά τη γνώμη του, ήγειρε σ΄αυτή ένα καινούργιο νομικό ζήτημα.  Δεν βλέπουμε λόγο να μην εφαρμοστεί ο συνήθης κανόνας, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως το θέμα καλυπτόταν από πάγια νομολογία,  χωρίς να  ακούσουμε κάτι ενδιαφέρον.  Ο εφεσείων θα πληρώσει £600 έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο