ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 402
30 Απριλίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
PIERRE-HENRI ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2806)
Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτηση επαναφοράς έφεσης που απορρίφθηκε, λόγω παράλειψης εμφάνισης του δικηγόρου του εφεσείοντος ― Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογία ― Αίτηση απορρίφθηκε εν προκειμένω.
Ο εφεσείων ζήτησε με αίτησή του, επαναφορά της έφεσής του, που είχε απορριφθεί, λόγω μη εμφάνισης στο στάδιο της ακρόασης, είτε του ιδίου, είτε δικηγόρου του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση, με απόφαση πλειοψηφίας (απόφαση Νικήτα Δ., συμφωνούντων των Αρτέμη, Κραμβή και Χ'Χαμπή Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:
Η αίτηση εδράζεται στη Δ.35 θ. 11 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Ο θεσμός αυτός καθορίζει την τύχη έφεσης στην περίπτωση που κανένας διάδικος δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο κατά την ακρόαση έφεσης. Ο θ. 13 αφορά την ακρόαση έφεσης όταν υπάρχει παράσταση στο δικαστήριο από τον εφεσίβλητο όχι όμως και τον εφεσείοντα. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την έφεση ή να τη χειρισθεί διαφορετικά, όπως κρίνει πρέπον. Ας σημειωθεί ότι στις 27/11/98 υπήρξε τροποποίηση και προβλέφθηκε ρητά εξουσία επαναφοράς οσάκις η μη εμφάνιση εφεσείοντα οφείλεται "σε λόγο πέραν των δυνάμεων του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της (έφεσης) να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί."
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η θεσμική διάταξη που αφορά άμεσα την κρινόμενη περίπτωση (στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος στην προφορική του αγόρευση) είναι ο καν. 11, που θέτει, για δυσδιάκριτο λόγο, ένα κάπως ηπιότερο κριτήριο. Το δικαστήριο μπορεί να την επαναφέρει αν το κρίνει πρέπον.
Η συμπεριφορά δικηγόρου σε τέτοια θέματα αλλά και του ίδιου του διαδίκου τέθηκαν κάτω από το νυστέρι της νομολογίας. Τηρήθηκε αυστηρή γραμμή.
Ο εφεσείων εδώ δεν επέδειξε, σε οποιαδήποτε περίπτωση και παρά τις μακρινές αναβολές, προσωπικό ενδιαφέρον για την υπόθεση του. Ούτε ο πατέρας του νομιμοποίησε την εμφάνιση του. Περαιτέρω, η παρεξήγηση ή το λάθος του δικηγόρου, που καλά καλά δεν εξηγήθηκε, δεν αποτελεί εδώ πειστικό λόγο ότι είναι "πρέπον" να εκδοθεί διαταγή για επαναφορά της έφεσης.
Ο Δικαστής Νικολάου, εξέδωσε δική του διϊστάμενη απόφαση.
Η αίτηση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Τουβλοποιεία Παλαίκυθρου «Γίγας» Λτδ v. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,
Ρουβανιάς Λτδ v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191,
Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698,
Πέτρου v. Διευθυντή Κτηματολογίου Λεμεσού κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 184,
Lindos Constructions Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1993) 1 Α.Α.Δ. 17.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή για επαναφορά στον πίνακα ακροάσεων της πιο πάνω έφεσης η οποία απορρίφθηκε από την Ολομέλεια στις 16/5/2000 και η οποία ασκήθηκε κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 609/97), ημερ. 26/2/99.
Σ. Σπυριδάκις, για τον Αιτητή-Εφεσείοντα.
Δ. Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση-Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με την απόφαση που θα δώσω, συμφωνούν οι δικαστές Αρτέμης, Κραμβής και Χ"Χαμπής. Ο δικαστής Νικολάου θα δώσει χωριστή και διϊστάμενη απόφαση.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Έχουμε ενώπιον μας αίτηση για επαναφορά στον πίνακα ακροάσεων, της αναθεωρητικής αυτής έφεσης, που απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας (με άλλη σύνθεση) στις 16/5/00. Η πορεία της υπόθεσης έχει σημασία. Προκύπτει από το φάκελο της διαδικασίας. Η έφεση καταχωρήθηκε στις 26/3/99 από τον πατέρα του εφεσείοντα, που υπογράφει το εφετήριο ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του. Φαίνεται πως ο εφεσείων έλειπε ή έμενε μόνιμα στο εξωτερικό.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο πατέρας του εφεσείοντα μέχρι και την απόρριψη της. Ήταν με την εντύπωση ότι είχε τέτοιο δικαίωμα. Το θέμα νόμιμης εκπροσώπησης του εφεσείοντα ηγέρθη στις 14/2/00, όταν η υπόθεση ορίστηκε για προδικασία. Και αφέθηκε για ακρόαση στις 16/3/00. Το δικαστήριο υπέδειξε τότε, στη διάρκεια της συζήτησης, τον ορθό και νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο κ. Γεωργιάδης (πατέρας) μπορούσε, κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 30 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, υπό την ιδιότητα του στενού συγγενή, να αντιπροσωπεύσει τον εφεσείοντα. Κατά τη νέα δικάσιμο, στις 10/4/00, εμφανίστηκε πάλιν ο κ. Γεωργιάδης. Χωρίς ωστόσο να προσκομίσει το έγγραφο-εξουσιοδότηση από το γιό του, που του ζητήθηκε. Δόθηκε αναβολή για τις 16/5/00. Προηγουμένως, ο κ. Γεωργιάδης εκδήλωσε την πρόθεση του να διορίσει δικηγόρο, διότι ο ίδιος θα απουσιάζε από την Κύπρο. Το δικαστήριο τον βεβαίωσε ότι μπορούσε να το πράξει.
Στις 16/5/00 η Ολομέλεια προχώρησε σε απόρριψη της έφεσης. Μόνο η δικηγόρος της Δημοκρατίας είχε εμφανιστεί. Η απόρριψη ήταν το αποτέλεσμα της έλλειψης οποιασδήποτε εμφάνισης εκ μέρους του εφεσείοντα και έγινε στο πλαίσιο και με βάση τις εξουσίες που παρέχονται από τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων κ.λ.π.) Διαδικαστικό Κανονισμό της 22/3/96.
Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι ο δικηγόρος στον οποίο ο κ. Γεωργιάδης ανέθεσε την υπόθεση δεν εμφανίστηκε στις 16/5/00, παράλειψη που ο ίδιος αποδίδει (βλ. ένορκη δήλωση του) σε "λάθος ή παρεξήγηση" του εν λόγω δικηγόρου. Δεν παρασχέθηκαν άλλες λεπτομέρειες.
Η αίτηση εδράζεται στη Δ.35 θ. 11 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Ο θεσμός αυτός καθορίζει την τύχη έφεσης στην περίπτωση που κανένας διάδικος δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο κατά την ακρόαση έφεσης. Κατά τη συζήτηση, ο κ. Σπυριδάκις μάς παρέπεμψε και στους επόμενους θεσμούς. Ο θ. 13 αφορά την ακρόαση έφεσης όταν υπάρχει παράσταση στο δικαστήριο από τον εφεσίβλητο όχι όμως και τον εφεσείοντα. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την έφεση ή να τη χειρισθεί διαφορετικά όπως κρίνει πρέπον. Ας σημειωθεί ότι στις 27/11/98 υπήρξε τροποποίηση και προβλέφθηκε ρητά εξουσία επαναφοράς οσάκις η μη εμφάνιση εφεσείοντα οφείλεται "σε λόγο πέραν των δυνάμεων του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της (έφεσης) να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί."
Η θέσπιση τέτοιου κανονισμού ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαίκυθρου "Γίγας" Λτδ. ν. Ουστά (Aρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109. Κρίθηκε ότι, παρά την έλλειψη σχετικής πρόνοιας στον κανονισμό, το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία επαναφοράς αν το μέτρο "έχει ως λόγο την διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.3(β) του Συντάγματος". Ο καν. 13(ε) του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού θέτει ουσιαστικά το ίδιο κριτήριο για επαναφορά έφεσης μετά την απόρριψη της για μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η θεσμική διάταξη που αφορά άμεσα την κρινόμενη περίπτωση (στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος στην προφορική του αγόρευση) είναι ο καν. 11, που θέτει, για δυσδιάκριτο λόγο, ένα κάπως ηπιότερο κριτήριο. Το δικαστήριο μπορεί να την επαναφέρει αν το κρίνει πρέπον. Παραθέτουμε τις δυο σχετικές υποπαραγράφους του καν. 11:
"11 (α) ..........................................................................................
(β) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία. Αν υπάρχει αντέφεση, το Εφετείο, εκτός όπου κρίνεται επιβεβλημένη η αναβολή της έφεσης, επιλαμβάνεται της αντέφεσης και εκδίδει την πρέπουσα διαταγή και παρέχει τις αρμόζουσες οδηγίες.
(γ) ...........................................................................................
(δ) Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάση του (α), (β), (γ), ανωτέρω μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση διά κλήσεως, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον."
Η συμπεριφορά δικηγόρου σε τέτοια θέματα αλλά και του ίδιου του διαδίκου τέθηκαν κάτω από το νυστέρι της νομολογίας. Τηρήθηκε αυστηρή γραμμή. Δεν είναι παράξενο. Διακυβεύεται η οριστικότητα στον τερματισμό των δικαστικών διαδικασιών. Όπως τονίσαμε στην απόφαση μας στην Ρουβανιάς Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191:
"............διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς."
Η στάση της νομολογίας προκύπτει με σαφήνεια από την απόφαση στην Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698:
"Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της."
Παράδειγμα εφαρμογής της ίδιας υπόθεσης προσφέρει η πρόσφατη απόφαση του Γαβριηλίδη Δ. στην Κ. Πέτρου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου Λεμεσού κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 184:
"Έχουμε την άποψη ότι οι πιο πάνω αρχές θα πρέπει να εφαρμοστούν και στην ενώπιον μας αίτηση. Κατά μείζονα λόγο μάλιστα. Και τούτο γιατί εκείνο που προβάλλεται ως πραγματικό υπόβαθρο για να δικαιολογηθεί το αίτημα για επαναφορά της έφεσης δεν είναι το λάθος ή η αβλεψία ή η αμέλεια του δικηγόρου της εφεσείουσας, αλλά το λάθος και η αβλεψία της υπαλλήλου του δικηγόρου της εφεσείουσας. Δεν θεωρούμε ότι θα ήταν πρέπον να διατάξουμε την επαναφορά της έφεσης πάνω σε τέτοια βάση."
Ο εφεσείων εδώ δεν επέδειξε, σε οποιαδήποτε περίπτωση και παρά τις μακρινές αναβολές, προσωπικό ενδιαφέρον για την υπόθεση του. Ούτε ο πατέρας του νομιμοποίησε την εμφάνιση του. Περαιτέρω, η παρεξήγηση ή το λάθος του δικηγόρου, που καλά καλά δεν μας εξηγήθηκε, δεν αποτελεί εδώ πειστικό λόγο ότι είναι "πρέπον" να διατάξουμε επαναφορά της έφεσης.
Πέραν τούτου, διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις για την εγκυρότητα της έφεσης, που υπέγραψε ο πατέρας, ενόψει της απόφασης Lindos Constructions Ltd. v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1993) 1 Α.Α.Δ. 17. Το θέμα τέθηκε, αλλά κανένας δεν το συζήτησε. Το βάρος δόθηκε στα παραπάνω θέματα που εξετάσαμε.
Η αίτηση, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 14 Φεβρουαρίου 2000, πρώτη ημερομηνία κατά την οποία η έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, παρέστη στο Δικαστήριο ο μεγάλης ηλικίας πατέρας του εφεσείοντος, ο κ. Λεύκος Γεωργιάδης, για να τον αντιπροσωπεύσει. Ανέφερε ότι ήταν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντος που βρισκόταν μόνιμα στο εξωτερικό. Του υποδείχθηκε ότι το άρθρο 30 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 (όπως τροποποιήθηκε), θέτει ως όρο για την αντιπροσώπευση από στενό συγγενή να την έχει ζητήσει ο ίδιος ο διάδικος, "με προσωπική αίτηση". Αναβλήθηκε η προδικασία για διευθέτηση του ζητήματος της αντιπροσώπευσης και εν συνεχεία δόθηκαν ακόμα δύο αναβολές για τον ίδιο σκοπό. Στις 16 Μαΐου 2000, τελευταία ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για προδικασία, ενώ εμφανίστηκε δικηγόρος για τον εφεσίβλητο δεν υπήρξε εμφάνιση για τον εφεσείοντα ούτε και παρέστη ο πατέρας του ο οποίος κατά την προηγούμενη ημερομηνία, την 10 Απριλίου 2000, είχε αναφέρει ότι θα βρισκόταν στο εξωτερικό και άφησε να εννοηθεί ότι θα εμφανιζόταν δικηγόρος. Η Ολομέλεια απέρριψε τότε την έφεση με έξοδα. Ο Καν. 11, παράγραφοι (β) και (δ), του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 προνοεί ότι:
"11.(α) ........................................................................................
(β) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσειόντος κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία. Αν υπάρχει αντέφεση, το Εφετείο, εκτός όπου κρίνεται επιβεβλημένη η αναβολή της έφεσης, επιλαμβάνεται της αντέφεσης και εκδίδει την πρέπουσα διαταγή και παρέχει τις αρμόζουσες οδηγίες.
(γ) ........................................................................................
(δ) Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάσει του (α), (β), (γ) ανωτέρω μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση διά κλήσεως, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον."
Στις 7 Ιουλίου 2000 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση για επαναφορά της έφεσης. Στην ένορκη δήλωση της ίδιας ημερομηνίας του κ. Λ. Γεωργιάδη, αναφέρεται ότι από λάθος ή παρεξήγηση ο δικηγόρος στον οποίο είχαν δοθεί οδηγίες για να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2000 δεν το έπραξε και ότι κατέστη γνωστή η απόρριψη της έφεσης μετά που επιδόθηκε ο κατάλογος εξόδων στις 27 Ιουνίου 2000 οπότε καταχωρήθηκε η αίτηση. Η συνήγορος της Δημοκρατίας δεν αμφισβήτησε ότι δόθηκαν οδηγίες σε δικηγόρο ο οποίος όμως δεν εμφανίστηκε αλλά εισηγήθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η νομολογία δεν επέτρεπε την επαναφορά.
Προβλέπεται η απόρριψη εφέσεων, ένεκα παράλειψης προώθησής τους, σε διάφορες περιπτώσεις: στο στάδιο ετοιμασίας των πρακτικών (Δ.35 θ.22)· στο στάδιο της προδικασίας (Καν. 11 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996)· και στο στάδιο της ακρόασης (Δ.35 θ.11 και 13). Η δυνατότητα επαναφοράς δεν ρυθμίζεται σε όλες τις περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο. Στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας υπήρχε εξ αρχής ρητή πρόνοια για επαναφορά κατόπιν απόρριψης στο στάδιο τόσο της ετοιμασίας των πρακτικών (βλ. Δ.35 θ.22) όσο και της ακρόασης όπου κανείς εκ των διαδίκων δεν εμφανίζεται (βλ. Δ.35 θ.11). Σε τέτοιες περιπτώσεις η έφεση επαναφερόταν εφόσον το Εφετείο το θεωρούσε πρέπον και υπό τους όρους που θα έκρινε δίκαιο να επιβάλει. Παραθέτω ενδεικτικά την Δ.35 θ.11:
"Where at the time fixed for the hearing of any appeal neither party appears, the appeal shall be struck out; but the Court of Appeal may give leave for reinstatement of the appeal if it so thinks fit and on such terms as may be just."
Είναι αξιοσημείωτο ότι, βάσει των Θεσμών, στην περίπτωση απόρριψης έφεσης όπου, και πάλι στο στάδιο της ακρόασης, εμφανιζόταν ο εφεσίβλητος ενώ δεν εμφανιζόταν ο εφεσείων, δεν γινόταν πρόνοια για επαναφορά. Όπως άλλωστε δεν γινόταν πρόνοια για την περίπτωση απόρριψης έφεσης βάσει του Καν. 13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 στο στάδιο της προδικασίας. Στις δύο αυτές περιπτώσεις προσετέθη, με αντίστοιχες τροποποιήσεις κατά το 1998, πρόνοια που είναι στην ουσία η ίδια και για τις δύο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτών των τελευταίων τροποποιήσεων προηγήθηκε νομολογία σύμφωνα με την οποία, παρά την έλλειψη πρόνοιας στους Θεσμούς, το ίδιο το Σύνταγμα επέβαλλε τη δυνατότητα επαναφοράς όπου αλλιώς θα παραβιαζόταν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί. Αυτή η εξέλιξη φωτίζεται από δύο αποσπάσματα της σημαντικής απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 την οποία έδωσε ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε):
"Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν παρέχουν εξουσία για την επαναφορά έφεσης που απορρίπτεται βάσει της Δ.35 θ.13. Η απουσία πρόνοιας για την επαναφορά έφεσης που απορρίπτεται κάτω από τις συνθήκες που προβλέπονται από τη Δ.35 θ.13, δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ηθελημένη, αναλογιζόμενοι ότι σ' άλλες περιπτώσεις απόρριψης έφεσης, όπως στην περίπτωση που προβλέπεται από τη Δ.35 θ.11 (απουσία και των δύο μερών), παρέχεται εξουσία για την επαναφορά της έφεσης υπό όρους τους οποίους το δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει.
...................................................................................................Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι υφίσταντο κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, υπόκεινται κατά την εφαρμογή τους (Άρθρο 188.1) σε εναρμονισμό προς το Σύνταγμα [βλ. μεταξύ άλλων, The United Bible Societies (Gulf) ν. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395]. Η προσαρμογή αυτή περιορίζει την εξουσία για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίπτεται βάσει της Δ.35 θ.13 στις περιπτώσεις που η επαναφορά έχει ως λόγο της διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος."
Η αναφερθείσα τροποποίηση, τόσο της Δ.35 θ.13 όσο και του Καν. 13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού, αποτύπωνε λοιπόν αυτή τη θέση. Παρεθέτω ενδεικτικά, ως προς τους όρους, την πρώτη:
"Νοείται ότι έφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεών του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί."
Αποφάσεις μετά την Τουβλ. Γίγας Λτδ (ανωτέρω) προσδιόρισαν με ακρίβεια πλέον τις περιστάσεις υπό τις οποίες καθίσταται δυνατή η επαναφορά βάσει του κριτηρίου που τέθηκε στην Τουβλ. Γίγας Λτδ (ανωτέρω). Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στη Μανώλη ν. Ελευθερίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2034, γίνεται σύντομη ανασκόπηση της νομολογίας που περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου η απόρριψη οφειλόταν σε παράλειψη δικηγόρου. Στη Ξενοφώντος ν. Χ"Αράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221, υποδείχθηκε με απόφαση που έδωσε ο Αρτεμίδης Δ., ότι:
"Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια "πέραν των δυνάμεων του εφεσίοντα" που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στη συνήθη ανθρώπινη λειτουργία."
Έπειτα, καθώς λέχθηκε στη Βαρδιάνου ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698, με απόφαση που έδωσε ο Νικήτας Δ.:
"Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών."
Η ίδια πτυχή απασχόλησε και σε περιπτώσεις παράτασης χρόνου για καταχώριση έφεσης. Οι θεσμοί παρέχουν εξουσία την οποία δεν υποβάλλουν σε περιορισμούς. Συνεπώς, αυτές οι περιπτώσεις προσεγγίστηκαν ως επί το πλείστον με λιγότερη αυστηρότητα. Χρήσιμο παράδειγμα του γενικού μέτρου παρέχει η Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, η οποία αφορούσε καθυστέρηση μερικών ημερών στην καταχώριση έφεσης. Εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, με την οποία εγκρίθηκε η παράταση, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν), ανέφερε τα εξής:
"Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε εκτενής αναφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ' αυτό τον τομέα δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελιώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. [Βλ. The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. Lutfi Kiamil & Another (1973) 1 C.L.R. 1, Erini Costa HadjiMichael v. Maria Karamichael and two Others (1967) 1 C.L.R. 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ ν. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, Σολιάτης & Συνεργάται ν. Α. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και Λεύκιος Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1569].
Την ίδια ευρεία διακριτική ευχέρεια παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο και η Δ.35. θ.11, βάσει της οποίας κρίνεται η υπό εξέταση αίτηση. Κι αυτό σε αντίθεση με τις περιπτώσεις όπου η εξουσία προδιαγράφεται περιοριστικά, όπως στις επιφυλάξεις οι οποίες προστέθηκαν στη Δ.35 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στον Καν. 13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, παρόλον που στην Πέτρου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 184, το Εφετείο δεν προέβη σε αυτή τη διάκριση.
Με τη δική μου θεώρηση, σε περίπτωση όπως την παρούσα, το λάθος του διαδίκου ή του δικηγόρου ή η μεταξύ τους ανεπαρκής συνεννόηση δεν αποκλείει την άσκηση της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επαναφέρει την έφεση στο στάδιο της προδικασίας. Το κατά πόσο βέβαια δικαιολογείται να ασκηθεί η εξουσία προς όφελος του διαδίκου ο οποίος την επικαλείται, αποτελεί ενίοτε ζήτημα λεπτό και δύσκολο.
Ο εφεσείων όφειλε εξ αρχής να μεριμνούσε για δέουσα αντιπροσώπευσή του ενώπιον της Ολομέλειας. Και δεν το έπραξε. Η ευθύνη ήταν βέβαια δική του και όχι του πατέρα του. Φαίνεται να μην απέδωσε τη δέουσα σημασία. Φαίνεται όμως ταυτόχρονα πως η αρχική διευθέτηση είχε ως λόγο την εντύπωση του για τη δυνατότητα αντιπροσώπευσής του από τον πατέρα του τον οποίο είχε καταστήσει γενικό πληρεξούσιο. Το κρίσιμο πρόβλημα προέκυψε πάντως στο τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο εμφιλοχώρησε το απροσδόκητο ανθρώπινο λάθος. Για το οποίο ο σχετικός Κανονισμός αφήνει περιθώριο. Ο αιτητής κινήθηκε, μόλις έλαβε γνώση, για να ζητήσει τη συνδρομή του Δικαστηρίου. Κατά την κρίση μου δικαιολογείται η επιεικέστερη λύση. Θεωρώ πως θα ήταν πρέπον να επαναφερόταν η έφεση. Γι' αυτό θα ενέκρινα την αίτηση.
Η�αίτηση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.