ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 266
26 Μαρτίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΜΑΟΥΡΗ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητου-Καθ'ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2712)
Έννομο Συμφέρον ― Μη αδειούχου να προσβάλει την απόφαση του Δήμου, για εκμετάλλευση του χώρου της παραλίας με τοποθέτηση ομπρέλλων και κρεβατιών ― Στερείται εννόμου συμφέροντος, παρά το γεγονός ότι για χρόνια εκμεταλλευόταν τον χώρο ο ίδιος, εφόσον οι ενέργειές του ήταν πάντοτε αυθαίρετες, χωρίς εξασφάλιση άδειας κατά παράβαση του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, Κεφ. 59.
Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου ― Κανόνας ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Ισχυρισμός πως τέτοια εξουσία δεν έχει το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, απορρίφθηκε ― Υιοθέτηση της Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124.
Ο εφεσείων διεξήγαγε επιχείρηση τοποθέτησης ομπρελλών και κρεβατιών θαλάσσης στην παραλία του Πρωταρά, μπροστά από το συγκρότημά του, χωρίς να εξασφαλίσει σχετική άδεια. Όταν ο Δήμος Παραλιμνίου τον πληροφόρησε πως θα εκμεταλλεύεται ο ίδιος την παραλία, καταχώρησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο εφεσείων δεν είχε εξασφαλίσει ποτέ άδεια για την παροχή υπηρεσιών ή την τοποθέτηση κρεβατιών και ομπρελών μπροστά από το συγκρότημά του. Ήταν ανέκαθεν αυθαίρετος. Το γεγονός ότι, μετά την εισαγωγή του τροποποιητικού Νόμου 75(Ι)/94, δεν τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο χρήσης της παραλίας, σύμφωνα με το Άρθρο 5Ζ, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην μπορεί να υποβάλει αίτηση για εξασφάλιση άδειας, δεν τον βοηθά. Δεν του προσδίδει, δηλαδή, έννομο συμφέρον εκεί όπου, ελλείψει ειδικής έννομης σχέσης, δεν είχε.
2. Σύμφωνα με τη νομολογία, η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα. Όσον αφορά την εισήγηση ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα, το Δικαστήριο παραπέμπει στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, όπου επιβεβαιώνεται ακριβώς το αντίθετο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,
Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρυσοστομής, Δ.) Αρ. Προσφυγής 417/97, ημερομηνίας 10/9/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του περιεχομένου επιστολής ημερ. 24/3/97 με την οποία επληροφορείτο ότι από την 1.4.1997, η παροχή υπηρεσιών, τοποθέτηση και ενοικίαση κρεβατιών και ομπρελών, στην παραλία μπροστά από το συγκρότημά του, θα γινόταν από τον ίδιο το Δήμο και, γι' αυτό το λόγο, κάλεσε τον εφεσείοντα όπως, από την 31.3.1997, σταματήσει να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες με την τοποθέτηση και ενοικίαση κρεβατιών και ομπρελών επί της εν λόγω παραλίας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μουαΐμης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης συγκροτήματος οργανωμένων διαμερισμάτων στον Πρωταρά, εντός των ορίων του εφεσίβλητου Δήμου Παραλιμνίου. Χωρίς να έχει εξασφαλίσει οποτεδήποτε άδεια, σύμφωνα με τον περί Προστασίας της Παραλίας Νόμο, Κεφ. 59, όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος), ο εφεσείων τοποθετούσε, για πολλά χρόνια, κρεβάτια και ομπρέλες επί της παραλίας μπροστά από το συγκρότημά του.
Με επιστολή του, ημερομηνίας 24.3.1997, ο εφεσίβλητος Δήμος πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι, από την 1.4.1997, η παροχή υπηρεσιών, τοποθέτηση και ενοικίαση κρεβατιών και ομπρελών, στην παραλία μπροστά από το συγκρότημά του, θα γινόταν από τον ίδιο το Δήμο και, γι' αυτό το λόγο, κάλεσε τον εφεσείοντα όπως, από την 31.3.1997, σταματήσει να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες με την τοποθέτηση και ενοικίαση κρεβατιών και ομπρελών επί της εν λόγω παραλίας.
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με την προσφυγή, η απορριπτική απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή αφού αποδέχθηκε προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε από τον εφεσίβλητο ότι ο εφεσείων εστερείτο εννόμου συμφέροντος. Έκρινε ότι, με την επίδικη απόφαση, δεν θίγηκε κανένα έννομο συμφέρον του εφεσείοντα, εφόσον αυτός ουδέποτε παρείχε υπηρεσίες ή τοποθετούσε κρεβάτια και ομπρέλες στην παραλία νόμιμα.
Με την έφεση, ο δικηγόρος του εφεσείοντα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζει ότι ο πελάτης του, με την πολυετή παρουσία του στην παραλία, και την τοποθέτηση κρεβατιών και ομπρελών, απέκτησε δικαιώματα και, επομένως, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση δεδομένου ότι αυτή επιφέρει συνέπειες «σε βάρος των κεκτημένων από χρόνια δικαιωμάτων του». Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αν και το άρθρο 5 Γ(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο «κανένα πρόσωπο δεν δύναται να προβαίνει σε παροχή υπηρεσιών ή διευκολύνσεων στην παραλία χωρίς την προηγούμενη άδεια της οικείας αρχής.», εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 75(Ι)/94, εν τούτοις, η πρόνοια για απαγόρευση παροχής υπηρεσιών ή τοποθέτησης κρεβατιών και ομπρελών στην παραλία, χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας τοπικής αρχής, εισήχθη από το 1987, με τον τροποποιητικό Νόμο 21/87. Ο εφεσείων δεν είχε εξασφαλίσει ποτέ άδεια για την παροχή υπηρεσιών ή την τοποθέτηση κρεβατιών και ομπρελών μπροστά από το συγκρότημά του. Ήταν ανέκαθεν αυθαίρετος. Το γεγονός ότι, μετά την εισαγωγή του τροποποιητικού Νόμου 75(Ι)/94, δεν τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο χρήσης της παραλίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 Ζ, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην μπορεί να υποβάλει αίτηση για εξασφάλιση άδειας, δεν τον βοηθά. Δεν του προσδίδει, δηλαδή, έννομο συμφέρον εκεί όπου, ελλείψει ειδικής έννομης σχέσης, δεν είχε. Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου ΙΙ του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 8η Έκδοση, 1997, σελίδα 467, παράγραφος 456, έχει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση του εφεσείοντα:
«Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως (Δ/μα 18/1989, άρθρο 47) υπάρχει όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή, να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 4037/1979, 86/1988)11. Π.χ. το πρόσωπο που ασκεί αυθαίρετα ορισμένη δραστηριότητα, δηλαδή, χωρίς τη διοικητική άδεια που προβλέπει η νομοθεσία (π.χ. εκτέλεση συγκοινωνίας από αυτοκινητιστή χωρίς άδεια) δεν έχει έννομο συμφέρον για ακύρωση της πράξης που το θίγει κατά την άσκηση μιάς τέτοιας δραστηριότητας (ΣΕ 628/1968)».
Προβάλλεται και λόγος έφεσης αναφορικά με τα έξοδα. Διατυπώνεται ως εξής:
«Εσφαλμένα η Δικαστική απόφαση αντιμετώπισε το θέμα εξόδων, χωρίς να υπάρχει αιτιολόγηση γιατί έπρεπε να τιμωρηθεί με έξοδα ο αιτητής σε μια υπόθεση όπου για πρώτη φορά εγείροντο τα τιθέμενα θέματα.
Τούτο γιατί η διαδικασία του άρθρου 146 αποβλέπει στην αναζήτηση του Νόμιμου και έγκυρου σε σχέση προς συγκεκριμένη διοικητική πράξη, η προσφυγή και το αποτέλεσμα της μέσα από την Δικαστική απόφαση επιφέρει τομή δικαίου προς επιβεβαίωση του Κράτους Δικαίου που δεν δικαιολογεί την καταδίκη του αιτητή γιατί οδηγεί σε διαμόρφωση της έννοιας ότι τα έξοδα οδηγούν στη μη δυνατότητα διεκδίκησης δικαστικά του δικαίου.
Ούτε αιτιολογία υπάρχει της διακριτικής αυτής εξουσίας αλλά κύρια ούτε αναφορά στο ότι το άρθρο 146(4) δεν παρέχει τέτοια εξουσία.»
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 23). Όσον αφορά την εισήγηση ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα, παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, όπου επιβεβαιώνεται ακριβώς το αντίθετο.
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.