ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 139
27 Φεβρουαρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθερωτική Έφεση Αρ. 2689)
Νομοθεσία ― Εγκύκλιος ― Αποτελεί εσωτερικό κανόνα και δε δημιουργεί δικαιώματα ― Απόφαση βασισμένη σε εγκύκλιο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πρακτική ― Αποδεκτή ως οδηγός για διοικητικές ενέργειες, εφόσον διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια του Νόμου και δεν αντίκειται προς τις νομοθετικές πρόνοιες.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Ωρομίσθιοι ― Υπό προϋποθέσεις θεωρούνται «δημόσιοι υπάλληλοι» ― Νομολογία.
Η εφεσείουσα Συντεχνία Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού του Υπουργείου Άμυνας, εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει προσφυγή κατά της απόφασης των εφεσίβλητων να απορρίψουν αίτημά της, για αποκοπή από το μισθό των μελών της, των σχετικών συνδρομών προς όφελός της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Έρεισμα της απόφασης αποτέλεσε εγκύκλιος που αποτελεί εσωτερικό κανόνα και δε δημιουργεί δικαιώματα. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή. Καμιά νομοθετική ή κανονιστική διάταξη δεν παρείχε δικαίωμα στη Διοίκηση, να προβεί σε αποκοπή της μισθοδοσίας των μελών της Συντεχνίας.
2. Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την υπό εξέταση απόφαση ως αντισυνταγματική, γιατί πλήττει την αρχή της ισότητας. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί εφόσον διαπιστώνεται ότι ο Νόμος δεν παρείχε έρεισμα για αποκοπή μισθού, ούτε αντανακλούσε διοικητική πρακτική διαμορφωμένη μέσα στα πλαίσια του Νόμου.
Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν επίσης προς υποστήριξη των θέσεων τους την απόφαση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 908/99 της 27/11/2000) όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αιτητής, που ήταν μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού του Τμήματος Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, θεωρήθηκε "δημόσιος υπάλληλος" μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 122 του Συντάγματος, αφού απασχολείτο τακτικά ως εργάτης σε έργα που εκτελούσε η Δημοκρατία. Η πιο πάνω απόφαση δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τις θέσεις των εφεσειόντων, αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο αιτητή και όχι σε ένα καθορισμένο σύνολο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 908/99, ημερ. 27.11.2000.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 593/94), ημερομηνίας 9/6/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης του αιτήματος τους για αποκοπή από τη μισθοδοσία των μελών της Συντεχνίας των σχετικών συνδρομών προς όφελος της Συντεχνίας, νοουμένου ότι θα εδημιουργείτο προς τούτο η κατάλληλη υποδομή στο πρόγραμμα μισθοδοσίας του ωρομίσθιου προσωπικού.
Μιχ. Πιερίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η Συντεχνία Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού του Υπουργείου Αμυνας, που έχει εγγραφεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Συντεχνιών Νόμου, υπέβαλε αίτημα στον Πρώτο Λογιστή του Κλάδου Λογαριασμών του Γενικού Λογιστηρίου για αποκοπή από τη μισθοδοσία των μελών της Συντεχνίας των σχετικών συνδρομών προς όφελος της Συντεχνίας, νοουμένου ότι θα εδημιουργείτο προς τούτο η κατάλληλη υποδομή στο πρόγραμμα μισθοδοσίας του ωρομίσθιου προσωπικού. Ο Γενικός Λογιστής με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 30/4/1996 πληροφόρησε τους αιτητές ότι το αίτημα τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Οι αιτητές προσέβαλαν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενοι μεταξύ άλλων ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καθ' υπέρβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, ότι υπήρξε κατάχρηση εξουσίας και ότι η σχετική απόφαση ήταν αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το αίτημα των εφεσειόντων συνιστούσε διάβημα το οποίο δεν προβλεπόταν από το Νόμο. Ηταν θέμα που η ρύθμιση του μπορούσε να ενταχθεί μέσα στα πλαίσια ιδιωτικής συμφωνίας μεταξύ του Κράτους και της εφεσείουσας συντεχνίας. Η σχετική απορριπτική απόφαση δεν αποτελούσε αποτέλεσμα διοικητικής λειτουργίας του Κράτους που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενοι ότι,
(α) Η σχετική διοικητική απόφαση βασίζεται πάνω σε κανονισμούς που ψηφίσθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και ισχύουν από το Φεβρουάριο του 1993 και όχι πάνω σε εγκύκλιο και ότι
(β) Η απόρριψη του αιτήματος των αιτητών ισοδυναμεί με δυσμενή διάκριση σε βάρος τους αφού η Διοίκηση αποκόπτει συνδρομές κυβερνητικών υπαλλήλων για άλλες συντεχνίες.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και πολύ ορθά εγκαταλείφθηκε κατά την προφορική ακρόαση της έφεσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, αφού διαπιστώθηκε ότι η περί ου ο λόγος απόφαση βασίζεται πάνω σε εγκύκλιο και όχι πάνω σε οποιοδήποτε νόμο ή διάταξη κανονιστικού περιεχομένου που θα έδινε στο Δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εξετάσει την ορθότητα της. Ερεισμα της απόφασης αποτέλεσε εγκύκλιος που αποτελεί εσωτερικό κανόνα και δε δημιουργεί δικαιώματα. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή. Καμιά νομοθετική ή κανονιστική διάταξη δεν παρείχε τέτοιο δικαίωμα στη Διοίκηση.
Όπως ορθά υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία,
"Η διαμόρφωση πολιτικής και η καθιέρωση διοικητικής πρακτικής είναι παραδεκτή ως οδηγός για διοικητικές ενέργειες εφόσον διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια του Νόμου και δεν αντίκειται προς τις πρόνοιες του." (Δημοκρατία ν. Παπαφώτης (1997) 3 Α.Α.Δ. 191. Ίδε επίσης Vorkas and others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 757).
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την υπό εξέταση απόφαση ως αντισυνταγματική γιατί πλήττει την αρχή της ισότητας. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί εφόσον διαπιστώνεται ότι ο Νόμος δεν παρείχε έρεισμα για αποκοπή μισθού ούτε αντανακλούσε διοικητική πρακτική διαμορφωμένη μέσα στα πλαίσια του Νόμου.
Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν επίσης προς υποστήριξη των θέσεων τους την απόφαση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 908/99 της 27/11/2000) όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αιτητής, που ήταν μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού του Τμήματος Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εργων, θεωρήθηκε "δημόσιος υπάλληλος" μέσα στα πλαίσια του άρθρου 122 του Συντάγματος, αφού απασχολείτο τακτικά ως εργάτης σε έργα που εκτελούσε η Δημοκρατία. Η πιο πάνω απόφαση δεν μπορεί να ενισχύσει τις θέσεις των εφεσειόντων αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο αιτητή και όχι σε ένα καθορισμένο σύνολο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.