ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 19
15 Ιανουαρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2549)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεδικασμένο ― Αφορά μόνο το κριθέν ζήτημα μεταξύ των ιδίων διαδίκων ― Ό,τι δεν ακυρώνεται δεν σημαίνει ότι επικυρώνεται.
Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Ερμηνεία ― Αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ ― Μη επέμβαση Δικαστηρίου σε εύλογες αποφάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Ελάττωμα στην απόφαση αναφορικά με ποιό από τα ακαδημαϊκά προσόντα θεωρήθηκε προσοντούχος αιτητής, δεν επέδρασε στη νομιμότητα, εφόσον κρίθηκε και προσοντούχος και ως κατέχων το πλεονέκτημα ― Βαρύτητα δόθηκε στην αξία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία περισσότερη βαρύτητα πρέπει να δίδεται στην αξία, παρά στην αρχαιότητα ― Εύλογη η απόφαση επιλογής των υπερτερούντων σε αξία.
Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου ― Επέμβαση εφετείου, μόνο όπου η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη ― Κανόνας πως ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Έκθεση Τμηματικής Επιτροπής ― Δυνατότητα της Ε.Δ.Υ να τις αγνοήσει με αιτιολογημένη απόφαση.
Ο εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους σε επανεξέταση, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το κριθέν, και μόνο, ζήτημα. Ως κριθέν δε ζήτημα θεωρείται εκείνο το οποίο, αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης. Από το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης, δεν απορρέει κανένα δεσμευτικό δεδικασμένο αναφορικά με την κατοχή από τον εφεσείοντα του απαιτούμενου προσόντος βάσει του πανεπιστημιακού, και όχι βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, όπως αποφάσισε η τότε Τμηματική Επιτροπή. Τέτοιο ζήτημα δεν διαγνώστηκε ούτε κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι η απόφαση της τότε Τμηματικής Επιτροπής ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος, βάσει του πανεπιστημιακού του διπλώματος δεν κρίθηκε από το Δικαστήριο ως άκυρη, δεν σημαίνει, και αντίστροφα, ότι κρίθηκε ως έγκυρη.
2. Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας, ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το δε Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του εν λόγω οργάνου παρά μόνο στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι αυτή δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την παράγραφο 3(1)(α) του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας, «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κ.λ.π. ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών», αποτελούσε απαραίτητο προσόν. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3(5) του ίδιου Σχεδίου «Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού/δημόσιας διοικήσεως/διευθύνσεως», αποτελούσε πλεονέκτημα. Από τη φύση των θεμάτων αυτών, καθίσταται πρόδηλο ότι η κρίση της εφεσίβλητης, ότι το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του εφεσείοντα στη Γεωπονική δεν ήταν σε κατάλληλο θέμα, ήταν, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύλογα επιτρεπτή.
3. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ελαττωματικότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν επηρέασε τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης, και τούτο για το λόγο ότι (α) δεν θίγηκε οποιοδήποτε συμφέρον του εφεσείοντα, εφόσον αυτός κρίθηκε τόσο ως προσοντούχος όσο και ως κατέχων το πλεονέκτημα και (β) δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η κρίση και τελική επιλογή των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση ως των καταλληλότερων υποψήφιων, δεν στηρίχθηκε στα ακαδημαϊκά τους προσόντα, αλλά στην ουσιαστική τους καταλληλότητα για επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, δεδομένου ότι αυτοί υπερείχαν του εφεσείοντα από πλευράς σχετικών εμπειριών ενώ, ταυτόχρονα, υπερτερούσαν σαφώς έναντί του σε αξία.
Κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή σε μια θέση τα τρία κριτήρια, δηλαδή η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους και να συνεκτιμούνται. Όμως, περισσότερη βαρύτητα πρέπει να δίδεται στο κριτήριο της αξίας και ολιγότερη στο κριτήριο της αρχαιότητας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλές στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Όσον αφορά τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε ο εφεσείων στη θέση Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας, αυτά τεκμηριώνουν πλήρως την κρίση της εφεσίβλητης, ότι οι εμπειρίες του περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας. Το γεγονός ότι ο εφεσείων παρακολούθησε σεμινάρια και επιμορφωτικά προγράμματα που σχετίζονταν και με άλλους τομείς της Δημόσιας Υπηρεσίας, και δη σχετικούς με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, δεν συνιστά, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του, στοιχείο το οποίο μπορεί να διαφοροποιήσει την πραγματικότητα, ότι οι πρακτικές εμπειρίες του εφεσείοντα όντως περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας και μόνο.
5. Το περιεχόμενο των φακέλων του εφεσείοντα, αφενός, και των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση, αφετέρου, όντως αποκαλύπτει και αιτιολογεί πλήρως αναντίλεκτη και σαφή υπεροχή τους έναντί του σε αξία.
6. Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε κρίση κατά πόσο η εφεσίβλητη μπορούσε ή δεν μπορούσε να αγνοήσει τις εκθέσεις της «νέας» Τμηματικής Επιτροπής, ήτοι εκείνης που συστάθηκε στα πλαίσια της επανεξέτασης του θέματος της πλήρωσης των δύο θέσεων, μετά την απόφαση στην Παναγιώτου. Εκθέτοντας το ιστορικό των γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην επίδικη απόφαση της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε απλώς ότι, κατά την επανεξέταση, «Η Επιτροπή έκρινε ασφαλέστερο να αγνοήσει τις εκθέσεις της νέας Τμηματικής Επιτροπής η οποία συστάθηκε, αφενός, διότι έκρινε ανεπαρκή τα σχόλια για τους υποψηφίους και, αφετέρου, λόγω της αλλαγής η οποία επήλθε στην υπηρεσιακή ιδιότητα δύο μελών διαρκούσης της επανεξέτασης».
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγιώτου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1837,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ 349,
Δημοκρατία κ.ά. v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,
Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 515/93, ημερ. 19.1.1998,
Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230,
Ektorides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2198,
Μιχαηλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1904,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 121/96) ημερομηνίας 6/11/97 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Καθ'ης η αίτηση.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστας Μακρίδης εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Καράτση εμφανίζεται η διαχειρίστρια της περιουσίας του, Ελένη Καράτση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή 542/88, που συνεκδικάστηκε με τις προσφυγές 520/88 (Κ. Παναγιώτου), 618/88 (Γ. Προύντζος) και 624/88 (Α. Καράτσης), ο εφεσείων πρόσβαλε την απόφαση της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 28.4.1988, με την οποία προήγαγε τη Γιόλα Δημητρίου και τον Κώστα Μακρίδη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από 15.5.1988.
Το Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι «Η ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις της ενώπιον της Τμηματικής Επιτροπής καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο και την αιτιολογία για την προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ του λόγου αυτού, ανεπαρκή.». (Βλέπε, Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1837, στη σελίδα 1857).
Σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη, σε συνεδρίασή της ημερομηνίας 22.11.1995, επανεξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης των δύο θέσεων σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 15.5.1988.
Κατά την εξέταση των τυπικών προσόντων των υποψηφίων, η εφεσίβλητη σημείωσε ότι το πρώτο ακαδημαϊκό δίπλωμα του εφεσείοντα στη Γεωπονική δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε όμως ότι αυτός ήταν προσοντούχος βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος (MSc in Agricultural Extension) το οποίο ενέπιπτε στις κοινωνικές επιστήμες και το οποίο κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Έκρινε επίσης ότι ο εφεσείων κατείχε το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας ήτοι «μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού / δημόσιας διοικήσεως / διευθύνσεως».
Κατά την εξέταση της ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων να εκτελέσουν τα καθήκοντα της θέσης, η εφεσίβλητη, αναφερόμενη στους Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση, αφενός, και τον εφεσείοντα, αφετέρου, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Καράτσης Ανδρέας: Υπηρετούσε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού (Κλ. Α11), από 1.3.86. Κατείχε Πτυχίο Εμπορικών και μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση. Ήταν τοποθετημένος στην Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και είχε μακρόχρονη και ευδόκιμη υπηρεσία και πείρα στον τομέα που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Οι αξιολογήσεις του ήταν «εξαίρετες». Διέθετε το πλεονέκτημα.»
«Μακρίδης Κώστας: Υπηρετούσε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού (Κλ. Α11), από 1.3.86. Κατείχε Πτυχίο Νομικής και Master of Public Administration. Ήταν τοποθετημένος στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και είχε μακρόχρονη και ευδόκιμη υπηρεσία και πείρα στον τομέα που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Οι αξιολογήσεις του ήταν «εξαίρετες», ενώ για το έτος 1983 δεν υπάρχει αξιολόγηση γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Διέθετε το πλεονέκτημα.»
«Χατζηχάννας Βραχίμης: Υπηρετούσε στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄, Τμήμα Γεωργίας (Κλ. Α11/Α12), από 15.11.82. Κατείχε Πτυχίο Γεωπονικής, Master of Science in Agricultural Extension και μεταπτυχιακό δίπλωμα «Comprehensive Regional Development Planning». Επίσης, κατείχε Master of Public Administration, το οποίο όμως απέκτησε μετά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο. Οι εμπειρίες του περιορίζοντο στο Τμήμα Γεωργίας και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στο σχέδιο ανάπτυξης Πιτσιλιάς. Οι αξιολογήσεις του ήταν για ένα χρόνο στο επίπεδο του «Εξαίρετος» και για πέντε χρόνια «Λίαν Καλός», ενώ για τα χρόνια 1986 και 1987 δεν υπάρχουν αξιολογήσεις γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Διέθετε το πλεονέκτημα.»
Ακολούθως η εφεσίβλητη, αφού τόνισε ότι οι Κ. Μακρίδης και Α. Καράτσης κατείχαν μεταπτυχιακό δίπλωμα, είχαν εξαίρετες αξιολογήσεις, διέθεταν το πλεονέκτημα, οι δε εμπειρίες τους είχαν άμεση σχέση με τα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων, έκρινε ότι αυτοί υπερείχαν του εφεσείοντα και ήσαν, επομένως, καταλληλότεροι για προαγωγή, παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν αρχαιότερος. Η εφεσίβλητη έκρινε ότι το στοιχείο της αρχαιότητας του εφεσείοντα δεν μπορούσε, μεμονωμένα, να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση η οποία προέκυπτε από τη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων. Διευκρίνισε, μάλιστα, με ειδική αναφορά στον εφεσείοντα, ότι η πείρα και οι εμπειρίες του δεν σχετίζονταν άμεσα με τα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων ενώ, ταυτόχρονα, υστερούσε ουσιαστικά των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση σε αξία, όπως αυτή διαφαινόταν από τις ετήσιες αξιολογήσεις.
Στη συνέχεια η εφεσίβλητη αποφάσισε να προάξει, και προήγαγε, τους Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Η πιο πάνω απόφαση της εφεσίβλητης προσβλήθηκε με την προσφυγή 121/96 η απορριπτική απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απέρρεε «δεσμευτικό δεδικασμένο» από την απόφαση στην Παναγιώτου αναφορικά με την κατοχή από μέρους του αιτητή των απαιτούμενων για τη θέση προσόντων βάσει του πανεπιστημιακού, και όχι βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, και τούτο γιατί η ακυρωτική απόφαση «δεν είχε επηρεάσει τις κρίσεις της τότε Τμηματικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή των προσόντων των υποψηφίων, καθότι το τμήμα εκείνο της διοικητικής αποφάσεως δεν έπασχε, ούτε κρίθηκε άκυρο». Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το κριθέν, και μόνο, ζήτημα. Ως κριθέν δε ζήτημα θεωρείται εκείνο το οποίο, αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης. (Βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 515/93, 19.1.1998, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, και Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230). Στην προκείμενη περίπτωση, στην Παναγιώτου, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης με το σκεπτικό, όπως αναφέραμε, ότι η ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις ενώπιον Τμηματικής Επιτροπής καθιστούσε τον δικαστικό έλεγχο αδύνατο και την αιτιολογία για την προσβαλλόμενη πράξη ανεπαρκή. Από το σκεπτικό αυτό δεν απορρέει κανένα δεσμευτικό δεδικασμένο αναφορικά με την κατοχή από τον εφεσείοντα του απαιτούμενου προσόντος βάσει του πανεπιστημιακού, και όχι βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, όπως αποφάσισε η τότε Τμηματική Επιτροπή. Τέτοιο ζήτημα δεν διαγνώστηκε ούτε κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι η απόφαση της τότε Τμηματικής Επιτροπής ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος βάσει του πανεπιστημιακού του διπλώματος δεν κρίθηκε από το Δικαστήριο ως άκυρη δεν σημαίνει, και αντίστροφα, ότι κρίθηκε ως έγκυρη.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση της εφεσίβλητης ότι «το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή δεν ήταν σε κατάλληλο θέμα». Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το δε Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του εν λόγω οργάνου παρά μόνο στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι αυτή δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την παράγραφο 3(1)(α) του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας, «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κ.λ.π. ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών», αποτελούσε απαραίτητο προσόν. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3(5) του ίδιου Σχεδίου «Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού/δημόσιας διοικήσεως/διευθύνσεως», αποτελούσε πλεονέκτημα. Από τη φύση των θεμάτων αυτών, καθίσταται πρόδηλο ότι η κρίση της εφεσίβλητης ότι το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του εφεσείοντα στη Γεωπονική δεν ήταν σε κατάλληλο θέμα ήταν, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύλογα επιτρεπτή.
Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «η ελαττωματικότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν επηρέασε εν προκειμένω τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ελαττωματικότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν επηρέασε τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης, και τούτο για το λόγο ότι (α) δεν θίγηκε οποιοδήποτε συμφέρον του εφεσείοντα, εφόσον αυτός κρίθηκε τόσο ως προσοντούχος όσο και ως κατέχων το πλεονέκτημα και (β) δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η κρίση και τελική επιλογή των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση ως των καταλληλότερων υποψήφιων δεν στηρίχθηκε στα ακαδημαϊκά τους προσόντα, αλλά στην ουσιαστική τους καταλληλότητα για επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, δεδομένου ότι αυτοί υπερείχαν του εφεσείοντα από πλευράς σχετικών εμπειριών ενώ, ταυτόχρονα, υπερτερούσαν σαφώς έναντί του σε αξία.
Άλλοι λόγοι έφεσης που προβάλλονται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ρυθμιστική βαρύτητα του κριτηρίου της αρχαιότητας είναι περιορισμένη και, επίσης, ότι οι εμπειρίες του εφεσείοντα περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας. Ούτε και αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή σε μια θέση τα τρία κριτήρια, δηλαδή η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους και να συνεκτιμούνται. Όμως, περισσότερη βαρύτητα πρέπει να δίδεται στο κριτήριο της αξίας και ολιγότερη στο κριτήριο της αρχαιότητας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλές στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως στην προκείμενη περίπτωση. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Ektorides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2198, 2202 και Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1904, 1923). Όσον αφορά τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε ο εφεσείων στη θέση Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας, αυτά τεκμηριώνουν πλήρως την κρίση της εφεσίβλητης ότι οι εμπειρίες του περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας. Το γεγονός ότι ο εφεσείων παρακολούθησε σεμινάρια και επιμορφωτικά προγράμματα που σχετίζονταν και με άλλους τομείς της Δημόσιας Υπηρεσίας, και δη σχετικούς με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, δεν συνιστά, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του, στοιχείο το οποίο μπορεί να διαφοροποιήσει την πραγματικότητα ότι οι πρακτικές εμπειρίες του εφεσείοντα όντως περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας και μόνο.
Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «Από αντιπαραβολή των αντίστοιχων στοιχείων των φακέλων του αιτητή προκύπτει γενική υπεροχή των ενδ. μερών έναντι αυτού σε αξία και πιστοποιείται η συμφωνία των κρίσεων και αξιολογήσεων της Επιτροπής με τα στοιχεία των φακέλων.». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το περιεχόμενο των φακέλων του εφεσείοντα, αφενός, και των Κ. Μακρίδη και Α. Καράτση, αφετέρου, όντως αποκαλύπτει και αιτιολογεί πλήρως αναντίλεκτη και σαφή υπεροχή τους έναντί του σε αξία.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα εναντίον του εφεσείοντα «γιατί είναι προφανές από τα δεδομένα ότι ο αιτητής είχε πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ του, τα οποία επ'ουδενί λόγο δεν δικαιολογούσαν το να επιβαρυνθεί με τα έξοδα, σε μια διαδικασία επανεξέτασης μάλιστα, όπου αναζητεί το Δικαστήριο εκ δευτέρου το νόμιμο και/ή τέμνει το δίκαιο, στο χώρο του δημοσίου δικαίου». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.)
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα θεώρησε ότι μπορούσε η ΕΔΥ να αγνοήσει τις εκθέσεις της νέας Τμηματικής Επιτροπής». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Διότι στερείται υπόβαθρου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε κρίση κατά πόσο η εφεσίβλητη μπορούσε ή δεν μπορούσε να αγνοήσει τις εκθέσεις της «νέας» Τμηματικής Επιτροπής, ήτοι εκείνης που συστάθηκε στα πλαίσια της επανεξέτασης του θέματος της πλήρωσης των δύο θέσεων μετά την απόφαση στην Παναγιώτου. Εκθέτοντας το ιστορικό των γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην επίδικη απόφαση της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε απλώς ότι, κατά την επανεξέταση, «Η Επιτροπή έκρινε ασφαλέστερο να αγνοήσει τις εκθέσεις της νέας Τμηματικής Επιτροπής η οποία συστάθηκε, αφενός, διότι έκρινε ανεπαρκή τα σχόλια για τους υποψηφίους και, αφετέρου, λόγω της αλλαγής η οποία επήλθε στην υπηρεσιακή ιδιότητα δύο μελών διαρκούσης της επανεξέτασης».
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.