ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 1
2 Ιανουαρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
MIGNON RESTAURANT LTD.,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ -
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2584)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση φόρου βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου ― Δεν εφαρμόζεται για το Φ.Π.Α. η αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων ― Διαφορές Φ.Π.Α. και άλλων φορολογιών, βάσει της νομολογίας.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση φόρου, βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου ― Εξουσίες του Εφόρου ― Διακριτική ευχέρεια ― Εφόσον ασκείται εύλογα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της, κατά της απόφασης του εφεσίβλητου Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας να της επιβάλει φόρο για χρονολογική περίοδο για την οποία σημειώθηκαν λάθη και παραλείψεις, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος της έφεσης, έχει ως έρεισμα το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης ότι ακολουθήθηκε επιτρεπτή μέθοδος υπολογισμού του φόρου. Επικρίθηκε ως λανθασμένο. Η εισήγηση είναι ότι το ποσοστό μικτού κέρδους για συγκεκριμένη περίοδο (1/7/92-31/12/92) για την οποία έγινε έλεγχος, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί και για άλλη περίοδο (1.7.93-30.6.94), λόγω αυτοτέλειας των χρήσεων, όπως αποφάσισε η Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (PP) Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1995) 4 A.A.Δ. 354.
Η υπόθεση Τριμιθιώτου, ανωτέρω, αφορούσε το φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται πάνω σε ετήσια βάση σε αντίθεση με το Φ.Π.Α., που καταλογίζεται για κάθε παράδοση ή παροχή που εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου [(Άρθρ. 5(4)]. Αυτή φαίνεται να είναι η ειδοποιός διαφορά, που αποκλείει εφαρμογή της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων στην περίπτωση του Φ.Π.Α..
Το θέμα έχει οριστικά κριθεί από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 A.A.Δ. 679, η οποία υιοθέτησε τις σχετικές πρωτόδικες αποφάσεις. Παράλληλα προέβη σε διαφοροποίηση μεταξύ του Φ.Π.Α. και άλλων φορολογιών, υποδεικνύοντας τις μεταξύ τους διαφορές και επισημαίνοντας ότι:
"ο Φ.Π.Α. δεν βαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τα πρόσωπα που συναλλάσσονται μ' αυτήν και η επιχείρηση ενεργεί στην πραγματικότητα ως εμπιστευματοδόχος του κράτους προς είσπραξη του οφειλομένου ποσού."
2. Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε με πειστικότητα γιατί βρήκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ήταν αναξιόπιστη και απορριπτέα. Και δεν υποδείχθηκε στο Δικαστήριο, λόγος ή βάσιμος λόγος για να επέμβει στην κρίση αυτή. Κατά συνέπεια δικαιολογημένα ο Έφορος, χρησιμοποίησε την εξουσία του κάτω από το Άρθρ. 34(1). Ο Έφορος υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα των βιβλίων, αρχείων ή άλλων στοιχείων, μόνο οσάκις τηρήθηκαν όλα τα υπό του νόμου προβλεπόμενα βιβλία, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και των κανονισμών. Αντίθετα, ο Έφορος υποχρεούται να μη λάβει υπόψη τα δεδομένα που προκύπτουν από βιβλία, αν, από τα στοιχεία που ο ίδιος κατέχει, προκύπτει ότι οι εγγραφές σ' αυτά είναι ανακριβείς και δεν εικονίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης.
Η ανάμειξη του Άρθρ. 6 της Σύμβασης της Ρώμης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δεν εξυπηρετεί την εφεσείουσα. Οι πρόνοιες της είναι άσχετες με τα υπό κρίση θέματα. Η διαδικασία του ελέγχου από τον Έφορο ήταν καθόλα νόμιμη. Δεν έχει τεκμηριωθεί η μομφή για κατάχρηση εξουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 354,
Στ. Αυγουστής & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 281/97, ημερ. 28/5/1999,
Ονουφρίου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 313/96, ημερ. 29/3/2000,
Καλός v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 409/97, ημερ. 31/7/2000,
Heli Med. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 818/98, ημερ. 2/11/2000,
Δημοκρατία v. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 Α.Α.Δ. 679,
Don Pasquale (a firm) v. Customs & Excise Commissioners [1990] S.T.C. 556.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 105/96), ημερομηνίας 22/12/97 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής εναντίον της πρόσθετης φορολογίας ΦΠΑ για £4.706,-.
Α. Ευσταθίου για Ε. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια εστιατορίου. Το λειτουργεί η ίδια για λογαριασμό της. Για την επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα υπόκειται στην πληρωμή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Ο φόρος επιβάλλεται με βάση τις διατάξεις του ομότιτλου νόμου του 1990, όπως διαμορφώθηκε με τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί.
Η προκείμενη περίπτωση αφορά τις φορολογικές περιόδους από 1/7/92 μέχρι 30/6/94. Ύστερα από την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων της εφεσείουσας, διενεργήθηκε επιτόπου έλεγχος από τον αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Φ.Π.Α. κ. Α. Καμένο. Διαπιστώθηκε, από πλευράς του, ότι η επιχείρηση δεν διατηρούσε ορισμένα έγγραφα και στοιχεία, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, με βάση τα οποία θα μπορούσε να ελεγχθεί η ειλικρίνεια και ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων. Ούτε λογαριασμό Φ.Π.Α. κρατούσε, όπως επιβάλλει η παράγρ. 7 του περί Φ.Π.Α. Διατάγματος του 1992.
Ο Έφορος Φ.Π.Α. με επιστολή του ημερ. 22/5/95 ζήτησε από την εταιρεία να προσκομίσει τα αντίγραφα αποδείξεων που εξέδωσε για την περίοδο μεταξύ 1/7/92 και 24/6/93. Η εκδοχή του Εφόρου ήταν ότι η εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε. Δεν έθεσε ποτέ το υλικό αυτό στη διάθεση του. Ο ισχυρισμός για παράλειψη συμμόρφωσης της εταιρείας αμφισβητήθηκε από την τελευταία. Ο πρωτόδικος δικαστής άκουσε μαρτυρία από τον κ. Α. Σαββίδη, το μόνο τότε διευθυντή της εταιρείας, που υποστήριξε ότι παρουσιάστηκαν κατά τον έλεγχο όλα τα σχετικά στοιχεία. Η μαρτυρία του όμως, στην οποία θα επανέλθουμε, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Ο πρωτόδικος δικαστής πίστεψε τον κ. Καμένο, ο οποίος επέμεινε πως δεν του παραδόθηκαν οι σχετικές αποδείξεις.
Ο Έφορος θεώρησε ότι οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσείουσας ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Κι αυτό γιατί: (α) δεν υπήρχαν στοιχεία για το διάστημα 1/7/92 και 24/6/93, και (β) δεν τηρήθηκε από την εταιρεία, για τον κρίσιμο χρόνο, ο λογαριασμός Φ.Π.Α. Συνέτρεχαν με άλλα λόγια οι προϋποθέσεις του άρθρ. 34(1) του ν. 246/90 για να προβεί σε βεβαίωση της φορολογίας χρησιμοποιώντας, κατά τη διατύπωση του νόμου, "με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ...........". Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθεί πρόσθετη φορολογία για £4.706. Οι λεπτομέρειες της φορολογίας στάληκαν στην εφεσείουσα με συνοδευτική επιστολή του Εφόρου ημερ. 30/11/95, που περιέχει και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε όλες τις αιτιάσεις της εφεσείουσας κατά της φορολογίας. Κατέληξε ότι:
"..........Ο υπολογισμός (του φόρου) έγινε με τη χρήση διεθνώς αναγνωρισμένης μεθόδου με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου ή διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που παρέχει στον Έφορο ο Νόμος."
Ο πρώτος λόγος της έφεσης έχει ως έρεισμα το παραπάνω συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης. Επικρίθηκε ως λανθασμένο. Η εισήγηση είναι ότι το ποσοστό μικτού κέρδους για συγκεκριμένη περίοδο (1/7/92-31/12/92) για την οποία έγινε έλεγχος δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί και για άλλη περίοδο (1.7.93-30.6.94) λόγω αυτοτέλειας των χρήσεων, όπως αποφάσισε η Αλεξάνδρα Τριμιθιώτου (PP) Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1995) 4 Α.Α.Δ. 354. Η μέθοδος ενεργείας του Εφόρου παραβιάζει τη σχετική αρχή και αυτό ήταν αρκετό για να επιφέρει ακύρωση της επίδικης φορολογίας.
Η υπόθεση όμως Τριμιθιώτου, ανωτέρω, αφορούσε το φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται πάνω σε ετήσια βάση σε αντίθεση με το Φ.Π.Α. που καταλογίζεται για κάθε παράδοση ή παροχή που εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου [(άρθρ. 5(4)]. Αυτή φαίνεται να είναι η ειδοποιός διαφορά που αποκλείει εφαρμογή της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων στην περίπτωση του Φ.Π.Α. Παραπέμπουμε στις προσφυγές με αριθμούς 281/97 Στ. Αυγουστής & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28/5/99, 313/96 Νεοφύτα Χρ. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29/3/2000, 409/97 Ιάκωβος Καλός ν. Δημοκρατίας, ημερ. 31/7/2000 και 814/98 Heli Med. Ltd. v. Δημοκρατίας, ημερ. 2/11/2000.
Το θέμα έχει οριστικά κριθεί από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 Α.Α.Δ. 679, η οποία υιοθέτησε τις παραπάνω πρωτόδικες αποφάσεις. Παράλληλα προέβη σε διαφοροποίηση μεταξύ του Φ.Π.Α. και άλλων φορολογιών, υποδεικνύοντας τις μεταξύ τους διαφορές και επισημαίνοντας ότι:
"ο Φ.Π.Α. δεν βαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τα πρόσωπα που συναλλάσσονται μ' αυτήν και η επιχείρηση ενεργεί στην πραγματικότητα ως εμπιστευματοδόχος του κράτους προς είσπραξη του οφειλομένου ποσού."
Θα μπορούσαμε, απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, να παραθέσουμε απόσπασμα από την απόφαση αγγλικού εφετείου στην υπόθεση Don Pasquale (a firm) v. Customs & Excise Commissioners [1990] S.T.C. 556 στη σελ. 562, που ισχυροποιεί την προσέγγιση μας. Στην ανάλογη εκείνη περίπτωση το εφετείο αποφάνθηκε:
"Τhere is no doubt on the authorities that though the administration of value added tax is normally dealt with by quarterly accounting and by the challenge of each quarter's accounts as necessary separately, the Crown has power to make a global assessment of tax due for a period which aggregates a number of prescribed accounting periods."
Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης (2 και 3) διατυπώνονται ως εξής:
"2. Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ευλόγου της ενέργειας των εφεσίβλητων είναι εσφαλμένη.
και
3. Εν όψει των ανωτέρω η αποδοχή εκ μέρους του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου της εκδοχής του μάρτυρα των εφεσίβλητων για τα πραγματικά γεγονότα είναι εσφαλμένη."
Οι λόγοι αυτοί παρουσιάζουν διαπλεκόμενη αιτιολογία με κοινό παρανομαστή τη μαρτυρία που δόθηκε στην υπόθεση. Ας σημειωθεί ότι υιοθετείται το περίγραμμα αγόρευσης που τίποτε το ουσιαστικό δεν προσθέτει σε ό,τι εκτίθεται στο εφετήριο. Προβάλλεται λοιπόν ο ισχυρισμός ότι με βάση τη μαρτυρία του κ. Α. Σταυρίδη, που λανθασμένα δεν έγινε δεκτή, προκύπτει ότι ο Έφορος προέβη σε βεβαίωση του φόρου κατά παράβαση του άρθρ. 34(1). Συνoπτικά η μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας ήταν ότι ο ελεγκτής της εταιρείας παρέδωσε, στην παρουσία του, κάθε τι που σχετιζόταν με τον έλεγχο στον κ. Καμένο. Όταν περατώθηκε ο έλεγχος, η καθαρίστρια του εστιατορίου συγκέντρωσε, κατόπιν οδηγιών του, όλα τα λογιστικά βιβλία, αποδείξεις κλπ και αφού τα τοποθέτησε σε σακούλα, τα αποθήκευσε. Κι αυτό εξαιτίας της ακαταστασίας που επικρατούσε τότε στο εστιατόριο, το οποίο ανακαίνιζε. Ας σημειωθεί ότι ο ελεγκτής δεν κλήθηκε να καταθέσει. Όταν ξαναζήτησαν, σε 6 μήνες, τα βιβλία και τα άλλα στοιχεία, παρά τις προσπάθειες του, δεν βρέθηκαν. Ο κ. Καμένος αρνήθηκε ότι του παραδόθηκαν ποτέ τα στοιχεία που ζήτησε.
Υπάρχει ένα ακόμη παράπονο. Στην παράγρ. 4 της ένορκης δήλωσης του, ο κ. Καμένος ανέφερε ότι ο πρώην συνδιευθυντής του μάρτυρα κ. Ξ. Σταυρίδης, κατάγγειλε στο Τμήμα Φ.Π.Α. τον Α. Σταυρίδη από τον Απρίλιο του 1994. Η καταγγελία αφορούσε τον ανορθόδοξο τρόπο έκδοσης από τον κ. Α. Σταυρίδη των αποδείξεων προς τους πελάτες και την παραποίηση στη συνέχεια, προς ζημία του δημοσίου, του περιεχομένου τους. Κατά το δικηγόρο της εφεσείουσας η παράλειψη του Εφόρου να ενημερώσει την εταιρεία για την εν λόγω καταγγελία παραβιάζει τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης. Και επίσης το άρθρ. 6 της Σύμβασης της Ρώμης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που κυρώθηκε από το ν. 39/62, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να πληροφορηθεί τη φύση και το λόγο κάθε κατηγορίας εναντίον του. Η προστασία δε που παρέχει η διάταξη επεκτείνεται και κατά το στάδιο της εξέτασης διάπραξης αδικήματος. Τέλος, ο δικηγόρος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι ο έλεγχος έγινε για αλλότριο σκοπό (δεν καθορίζεται), αφού η εφεσείουσα είχε δικαίωμα να πληροφορηθεί για τον ακριβή σκοπό της επίσκεψης λειτουργού του Τμήματος.
Στα παραπάνω επιχειρήματα αντιτάχθηκε ότι: (α) ορθά απορρίφθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή η μαρτυρία της εφεσείουσας ως αναξιόπιστη, (β) η υποχρέωση του Εφόρου ήταν να λάβει υπόψη τα βιβλία αρχεία και αποδείξεις αν τηρούνταν σύμφωνα με το νόμο και εδώ δικαίως τα παραγνώρισε, (γ) δεν υπάρχει εδώ κατάχρηση εξουσίας, αφού ο Έφορος άσκησε την εξουσία του για ένα ορισμένο σκοπό, την είσπραξη του οφειλόμενου Φ.Π.Α., και
(δ) ο Έφορος δεν είχε υποχρέωση να αποκαλύψει την καταγγελία στο πλαίσιο του διοικητικού φορολογικού ελέγχου που πραγματοποίησε και της αναζήτησης πληροφοριών με βάση την εξουσία που παρέχει το άρθρ. 40(2)(α) του νόμου.
Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε με πειστικότητα γιατί βρήκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ήταν αναξιόπιστη και απορριπτέα. Και δεν μας υποδείχθηκε λόγος ή βάσιμος λόγος για να επέμβουμε στην κρίση του αυτή. Κατά συνέπεια δικαιολογημένα χρησιμοποίησε την εξουσία του κάτω από το άρθρ. 34(1). Ο Έφορος υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα των βιβλίων, αρχείων ή άλλων στοιχείων μόνο οσάκις τηρήθηκαν όλα τα υπό του νόμου προβλεπόμενα βιβλία, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και των κανονισμών. Αντίθετα ο Έφορος υποχρεούται να μη λάβει υπόψη τα δεδομένα που προκύπτουν από βιβλία, αν, από τα στοιχεία που ο ίδιος κατέχει, προκύπτει ότι οι εγγραφές σ' αυτά είναι ανακριβείς και δεν εικονίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης.
Ως προς το άλλο θέμα είναι η γνώμη μας ότι η δικηγόρος του καθού το έχει θέσει πάνω στις ορθές του διαστάσεις. Η ανάμειξη του άρθρ. 6 της Σύμβασης δεν εξυπηρετεί την εφεσείουσα. Οι πρόνοιες της είναι άσχετες με τα υπό κρίση θέματα. Δε νομίζουμε ότι πρέπει να πούμε περισσότερα. Η διαδικασία του ελέγχου από τον Έφορο ήταν καθόλα νόμιμη. Δεν έχει τεκμηριωθεί η μομφή για κατάχρηση εξουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.