ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 1104

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2897

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

 

Μεταξύ:

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθυντή Τεχνικού Εθνικής Φρουράς,

Εφεσειόντων

- και -

Δημήτρη Ζηνιέρη,

Εφεσίβλητου

------------------------

30 Νοεμβρίου, 2001

Για τους Εφεσείοντες: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τον Εφεσίβλητο: Σ. Οικονομίδης.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος υπηρετεί στο Τεχνικό Σώμα του Κυπριακού Στρατού και φέρει το βαθμό του Ταγματάρχη. Είναι αποσπασμένος στην Εθνική Φρουρά, προϊστάμενος του Τρίτου Γραφείου του Τμήματος Επιστράτευσης της Διεύθυνσης Τεχνικού Προσωπικού του ΓΕΕΦ.

Στις 12 Μαρτίου, 1998, τιμωρήθηκε από το Διευθυντή της Υπηρεσίας του με τετραήμερη κράτηση, κριθείς ένοχος πειθαρχικά αξιόποινης διαγωγής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Οι κατηγορίες που του προσάφθηκαν, προφανώς δύο, δε στοιχειοθετήθηκαν κατά το πρότυπο του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 - με το διαχωρισμό της έκθεσης του αδικήματος από τις λεπτομέρειες των γεγονότων που το συνθέτουν. Αναφορά γίνεται μόνο στις πειθαρχικά κολάσιμες πράξεις και το απαράδεκτό τους, κατά τα κρατούντα στο στράτευμα.

Με την καταδίκη, καταλογιζόταν στον εφεσίβλητο:-

(α) Η σπατάλη πολύτιμου χρόνου, προκληθείσα από τις επανειλημμένες αναφορές του στην προϊστάμενη αρχή για διοικητικά θέματα της αρμοδιότητάς του, κατά παράβαση των οδηγιών του Διευθυντή της υπηρεσίας του για την υποβολή των αναφορών του προφορικά και σε συνεννόηση διά ζώσης με τον προϊστάμενό του.

(β) Συμπεριφορά απολήγουσα σε ολιγωρία ή έλλειψη ενδιαφέροντος για την επίβλεψη υφιστάμενου προσωπικού, επιφορτισμένου με τη δακτυλο-γράφηση εγγράφων.

Την επαύριο της καταδίκης του, στις 13 Μαρτίου, 1998, κινήθηκε νέα πειθαρχική δίωξη εναντίον του εφεσίβλητου για παρόμοιας φύσης, με την πρώτη καταδίκη του, μεμπτή συμπεριφορά. Στο προοίμιο του κατηγορητηρίου μνημονεύονται, ως σχετικές με τη δίωξη, και οι προηγούμενες αναφορές του, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της καταδίκης της 12ης Μαρτίου, 1998, καθώς και μία νέα αναφορά, που υποβλήθηκε την προτεραία της καταδίκης του.

Στις 28 Μαρτίου, 1998, ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος για τα πειθαρχικά αδικήματα που κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε εξαήμερη κράτηση. Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου της πειθαρχικής απόφασης, σημειώνεται ότι παρέκκλιση από τις οδηγίες ανωτέρου συνιστά παράπτωμα, συγκείμενο στην επίδειξη αναξιοπρεπούς και ανοικείας συμπεριφοράς, προκαλούσας αταξία και προσβολή της υπόληψης της Διοίκησης.

Τόσο στη δεύτερη, όσο και στην πρώτη καταδικαστική απόφαση, οι κολάσιμες πράξεις του εφεσείοντος προσδιορίζονται σε δύο ξεχωριστές παραγράφους - «α» και «β».

Ο εφεσίβλητος προσέβαλε τη δεύτερη καταδίκη του με προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή θεμελιώνεται, εν μέρει, στα γεγονότα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρώτης πειθαρχικής καταδίκης του. Στο συμπέρασμα αυτό άχθηκε, αντιπαραβάλλοντας τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνονται, αντίστοιχα, οι δύο καταδίκες. ΄Οπως διαπίστωσε (το Δικαστήριο), τα γεγονότα, που αποτέλεσαν το βάθρο της πρώτης, υπεισήλθαν στη στοιχειοθέτηση και της δεύτερης καταδίκης του εφεσίβλητου. Τούτου δοθέντος, η καταδίκη και, συν αυτή, η διοικητική απόφαση στην οποία θεμελιώνεται, καταρρίπτονται, ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, (οι «Κανονισμοί») που αποκλείουν, στην απουσία ρητής διάταξης περί του αντιθέτου, την καταδίκη επί τω αυτώ δις, αλλά και ενόψει της θεμελιακής αρχής που κατοχυρώνει το Σύνταγμα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 12.2, που αποκλείει την εκ δευτέρου δίκη ατόμου για το αυτό αδίκημα ή για την ίδια πράξη ή παράλειψη.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, η Δημοκρατία άσκησε έφεση. Προσβάλλεται η διαπίστωση ή το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι δύο καταδίκες βασίζονται, εν μέρει έστω, στα ίδια γεγονότα. Υποστηρίζεται ότι η αναφορά σε προηγούμενα γεγονότα στην επίδικη απόφαση είχε ως μοναδικό λόγο τη συνάρτηση της ποινής με το προηγούμενο του εφεσίβλητου. Διευκρινίστηκε, όμως, ότι δεν αμφισβητείται το συνταγματικά και νομικά απαράδεκτο της πειθαρχικής καταδίκης ατόμου για περισσότερες φορές της μιας για το ίδιο αδίκημα ή πράξη.

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι, πασιφανώς, οι δύο καταδίκες του βασίζονται, ουσιαστικά, στα ίδια γεγονότα.

Δικό μας έργο είναι η αντιπαραβολή του βάθρου, στο οποίο εδράζονται οι δύο καταδίκες. Από αυτή τη σύγκριση θα προκύψει και το αποτέλεσμα της έφεσης.

΄Ενα από τα δύο κρίσιμα ευρήματα, τα οποία προσδιορίζονται κάτω από το στοιχείο «β» στην υπό κρίση απόφαση, έχει ως ακολούθως:-

«β. 'Συνεχίζετε να υποβάλλετε αναφορές [(ζ) σχετικό] παρά τις κατ'επανάληψη συστάσεις μου προφορικές και έγγραφες και μάλιστα μετά από το (στ) σχετικό.'»

Κάτω από το γράμμα «(ζ)», που προσδιορίζεται ως σχετικό στο προοίμιο της απόφασης, μνημονεύεται η Υπηρεσιακή Αναφορά της 11ης Μαρτίου, 1998, η οποία δεν απαριθμείται στα καθοριζόμενα ως σχετικά στο προοίμιο της πρώτης πειθαρχικής καταδίκης. Η κατηγορία και, συναφώς, η καταδίκη δεν περιορίζονται σ' αυτή την αναφορά. Η μεμπτότητά της συσχετίζεται με τις, κατ' επανάληψη, συστάσεις του προϊσταμένου - προφορικές και έγγραφες. Συνεπώς, το απαράδεκτο της συμπεριφοράς προκύπτει από την παραβίαση των, κατ' επανάληψη, οδηγιών του Διευθυντή να αποφεύγονται οι γραπτές αναφορές, που αποτέλεσαν το βάθρο της πρώτης καταδίκης. Η αναφορά της 11ης Μαρτίου, 1998, δεν εξειδικεύεται ως, αφ' εαυτής, κολάσιμη. Η παραπομπή, στο προοίμιο, στις προηγούμενες αναφορές του εφεσίβλητου, ως σχετικών με το υπό εκδίκαση παράπτωμα, δεν έχει άλλο αντικείμενο, από του να καταδείξει ότι και η νέα καταδίκη αναφέρεται στο ίδιο πλέγμα γεγονότων.

Το πειθαρχικό παράπτωμα, κάτω από το στοιχείο «α» στην πρώτη καταδίκη του εφεσίβλητου, συνίστατο στην, κατά συρροή, υποβολή, εκ μέρους του, αναφορών (πέντε), παρά τις συστάσεις της προϊσταμένης αρχής περί του αντιθέτου.

Αντίθετα προς την εισήγηση των εφεσειόντων, δεν υπάρχει τίποτε που να καταδεικνύει ότι η παραπομπή στο κατηγορητήριο και στην καταδικαστική απόφαση στις αναφορές του εφεσίβλητου, ως σχετικών με τα παραπτώματα της δεύτερης καταδίκης, είχαν ως αντικείμενο το επιβαρυντικό της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου για τους σκοπούς της τιμωρίας. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αναφορές παρατίθενται ως σχετικές με τη στοιχειοθέτηση των παραπτωμάτων. Εάν σκοπός της παραπομπής στις κολάσιμες πράξεις του εφεσίβλητου ήταν η υπόμνηση της προηγούμενης καταδίκης του, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με άμεση αναφορά σ' αυτή.

Το άλλο σκέλος των γεγονότων, στα οποία θεμελιώνεται η καταδίκη της 28ης Μαρτίου, 1998, κάτω από το γράμμα «α», αναφέρεται στα ίδια, κατ' ουσίαν, γεγονότα, που αποτέλεσαν τη βάση του δεύτερου σκέλους των γεγονότων για τα οποία καταδικάστηκε στις 12 Μαρτίου, 1998. Η κολάσιμη συμπεριφορά, και στις δύο περιπτώσεις, περιστρέφεται γύρω από τη δακτυλογράφηση κειμένων 170 σελίδων, με τη μόνη διαφορά ότι, στην περίπτωση της δεύτερης καταδίκης, προστίθεται ότι η ελλειμματική επίβλεψη των υφισταμένων του εφεσίβλητου είχε ως αποτέλεσμα και την παράταση της απόσπασης ενός λοχία για τέσσερις ημέρες, προς δακτυλογράφηση εγγράφων, χωρίς μάλιστα το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Και σ' αυτή την περίπτωση, η διαπίστωσή μας είναι ότι τα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν το υπόβαθρο των δύο καταδικών, κάτω από τα στοιχεία «α» και «β», αντίστοιχα, είναι, κατά το πλείστον, τα ίδια.

Με όσα έχουμε εκθέσει, αναντίλεκτη φαίνεται να είναι η διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου - ότι η δεύτερη καταδίκη στοιχειοθετείται εν μέρει, ακριβέστερα κατά το πλείστον, στα ίδια γεγονότα που αποτέλεσαν το βάθρο της πρώτης καταδίκης και εδράζεται στο ίδιο νομικό βάθρο. Συμπέρασμα, η δεύτερη καταδίκη ήταν νομικά απαράδεκτη. Προσκρούει στο αξίωμα της δικαιοσύνης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος - (βλ. Pernell κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6148, 6149 και 6150, 9/7/98 και Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθαρχική ΄Εφεση Αρ. 2/99, 21/11/00) - και, για το λόγο αυτό, η απόφαση αντίκειται προς το Σύνταγμα, που αποτελεί τον πρώτο λόγο για τον οποίο διοικητική απόφαση καθίσταται άκυρη, κατά το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος. Η ίδια αρχή ενσωματώνεται και στον Κανόνα 4(2) των Κανονισμών, τον οποίο, επίσης παραβιάζει η επίδικη διοικητική απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Γ.Μ. Πικής, Π.

Π. Αρτέμης, Δ.

Γ. Νικολάου, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Μ. Κρονίδης, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο