ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 863
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2851
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ,Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Δρος Καλλιόπης Αγαπίου Ιωσηφίδου και άλλων
Εφεσειόντω ν/Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών και
Συνεργατικής Ανάπτυξης
Εφεσιβλήτω ν/Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 12.10.2001Για τους εφεσείοντες: κα Γ. Χ»Μιχαήλ-Κορακοβούνη.
Για τους εφεσίβλητους: κα Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέττου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α.
- - - - - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Οι εφεσείοντες 1 έως 4 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μέλη της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αθηαίνου (ΣΠΕ Αθηαίνου). Ήταν επίσης μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου «Σύνδεσμος Προάσπισης και Αναγέννησης Αθηαίνου - ΝΕΑ ΣΠΑΘΗ» (το Σωματείο), που είναι ο εφεσείων 5.Με επιστολή τους ημερομηνίας 28.8.1997, και υπό την ιδιότητά τους ως Προέδρου και Γραμματέα, αντίστοιχα, του Σωματείου, οι εφεσείοντες 1 και 3 ζήτησαν από το Γραμματέα της ΣΠΕ Αθηαίνου να τους αποστείλει αντίγραφο των πρακτικών της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μελών της ΣΠΕ Αθηαίνου που πραγματοποιήθηκε στις 9.4.1997. Σε απάντηση, ο Γραμματέας της ΣΠΕ Αθηαίνου, με επιστολή του ημερομηνίας 1.9.1997, πληροφόρησε τους αιτητές ότι τα πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων αποτελούν έγγραφα της εταιρείας και δεν μπορούν να διανεμηθούν ή γνωστοποιηθούν.
Ακολούθως, με επιστολή τους ημερομηνίας 22.9.1997, οι ίδιοι οι εφεσείοντες και υπό την ίδια ιδιότητα, ζήτησαν από τον εφεσίβλητο Έφορο Συνεργατικής Εταιρείας και Συνεργατικής Ανάπτυξης να δώσει οδηγίες στο Γραμματέα της ΣΠΕ Αθηαίνου να τους προμηθεύσει με αντίγραφο των πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης των μελών της ΣΠΕ Αθηαίνου που πραγματοποιήθηκε στις 9.4.1997. Με άλλη επιστολή τους ημερομηνίας 27.9.1997, οι ίδιοι και πάλι εφεσείοντες και υπό την ίδια ιδιότητα, ζήτησαν από τον εφεσίβλητο να διατάξει τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη νέας Επιτροπής της ΣΠΕ Αθηαίνου ενόψει του ότι η θητεία της παλαιάς Επιτροπής θα έληγε στις 18.12.1997.
Εις απάντηση και των δύο επιστολών, ο εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερομηνίας 21.10.1997, ανέφερε τα ακόλουθα:
«α. Πάγια πολιτική του γραφείου μου είναι να διεξάγονται οι εκλογές για ανάδειξη νέας επιτροπείας έγκαιρα και σε λογικό χρονικό διάστημα από της λήξης τους. Δυνατό σε εξαιρετικές περιπτώσεις να υπάρξει αναβολή για σύντομο χρονικό διάστημα όταν συντρέχουν λόγοι που τη δικαιολογούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις η επιτροπεία της οποίας η θητεία έληξε συνεχίζει σύμφωνα με τους θεσμούς να κατέχει το αξίωμα της. Στην περίπτωση της ΣΠΕ Αθηαίνου θα αποφασίσω για το θέμα εκλογής της επιτροπείας όταν λήξει η θητεία της. Πληροφοριακά σας αναφέρω πως η γενική συνέλευση της εταιρείας προγραμματίζεται να γίνει εντός του Νοεμβρίου.
β. Το αίτημά σας για να σας παραχωρηθεί αντίγραφο των πρακτικών της τελευταίας ετήσιας γενικής συνέλευσης δεν δύναται να ικανοποιηθεί γιατί τα πρακτικά αποτελούν έγγραφα της εταιρείας και δεν δημοσιοποιούνται.»
Στις 27.11.1997 οι εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία, για τους λόγους που παρέθεταν, ζητούσαν την ακύρωση των υπό α. και β. αποφάσεων του εφεσίβλητου.
Στις 15.12.1997, ήτοι τρεις μέρες πριν τη λήξη της θητείας της παλαιάς Επιτροπής, ο Γραμματέας της ΣΠΕ Αθηαίνου πληροφόρησε με επιστολή του την εφεσείουσα 1, υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου του Σωματείου, ότι μπορούσε να προσέλθει στα γραφεία της ΣΠΕ Αθηαίνου για να λάβει γνώση των πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης που πραγματοποιήθηκε στις 9.4.1997.
Η θητεία της παλαιάς Επιτροπής της ΣΠΕ Αθηαίνου έληξε κανονικά στις 18.12.1997 και οι εκλογές για την ανάδειξη νέας Επιτροπής έγιναν στις 15.3.1998.
Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή την απέρριψε με το σκεπτικό ότι η υπό α. απόφαση του εφεσίβλητου δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση, ενώ η υπό β. απόφασή του, με την επιστολή του Γραμματέα της ΣΠΕ Αθηαίνου της 15.12.1997, κατέστη άνευ αντικειμένου. Υιοθετούμε κι εμείς την κρίση του. Τη μεταφέρουμε αυτούσια:
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα πράξης ή απόφασης συναρτάται από τα έννομα αποτελέσματα της πράξης. Αν η πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα, αυτή είναι εκτελεστή. Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 4 ΑΑΔ 26 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολουθώντας την πάγια κυπριακή νομολογία επί του θέματος, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση τις συναφείς αρχές της ελληνικής νομολογίας, διατύπωσε το σχετικό κριτήριο ως εξής:
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της."
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας εκτελεστές είναι οι πράξεις "διά των οποίων δηλούται βούληση διοικητικού οργάνου σκοπούσα την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων". Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236-237.
Πράξη με την οποία η διοίκηση είτε εκφράζει γνώμη προς τον διοικούμενο ή διατυπώνει πρόθεση "άνευ άμεσων αποτελεσμάτων" δεν είναι πράξη εκτελεστή. Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 239 και
Στην υπό κρίση υπόθεση ο καθ΄ου η αίτηση Εφορος Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης (στο εξής "ο Εφορος") με αναφορά στις επιστολές των αιτητών 1 και 3 που ενεργούσαν υπό την ιδιότητα της Προέδρου και γραμματέα του Σωματείου αντίστοιχα, παρέσχε σ΄ αυτούς πληροφορίες για τις προθέσεις του αναφορικά με το θέμα που αυτοί έθιξαν προηγουμένως. Τα όσα διαλαμβάνει το σχετικό μέρος της επιστολής του καθ΄ου η αίτηση - αντικείμενο της προσφυγής - δεν είναι ο,τιδήποτε άλλο παρά πληροφορίες και έκφραση προθέσεως "άνευ αμέσων αποτελεσμάτων" και συνεπώς δεν συνιστούν πράξη εκτελεστή εφόσον δεν δημιουργείται ίδιον έννομο αποτέλεσμα και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Βλ. Υπουργός Οικονομικών κα ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της επιστολής του Εφόρου που αναφέρεται στο αίτημα για χορήγηση των πρακτικών - αντικείμενο επίσης της παρούσας προσφυγής με την δεύτερη ζητούμενη θεραπεία - έστω και αν θεωρηθεί ως πράξη συναφής και συνεπώς εξεταστέα, έχω τη γνώμη ότι η προσφυγή αναφορικά με τη συγκεκριμένη ζητούμενη θεραπεία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου αφότου ο Γραμματέας της ΣΠΕ Αθηαίνου με επιστολή του ημερομηνίας 15.12.97 πληροφόρησε την αιτήτρια 1 ως Πρόεδρο του Σωματείου ότι θα μπορούσε να προσέλθει στο γραφείο της ΣΠΕ Αθηαίνου και να λάβει γνώση των πρακτικών της συνέλευσης ημερομηνίας 9.4.97, ικανοποιώντας έστι την επιθυμία της. Αποφαίνομαι πως δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την περαιτέρω εξέταση του θέματος.»
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ