ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 149
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2703
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.
1. Σύλβια Παναγιώτη Χαραλάμπους
2.
Ηλιάνα Παναγιώτη ΧαραλάμπουςΕφεσείoυσες
- και -
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
1. Υπουργού Εσωτερικών
2. Υπουργικού Συμβουλίου
Εφεσίβλητοι
_______
27 Φεβρουαρίου, 2001
Για τις εφεσείουσες : κα Α. Κορακίδου Μακρίδου.
Για τους εφεσίβλητους : κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
_______
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει οΦρ. Νικολαΐδης, Δ.
_______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες δύο τεμαχίων που βρίσκονται στη Λεωφόρο Αθηνών στην Πάφο. Από το 1982 και τα δύο τεμάχια επηρεάζονταν σε κάποιο βαθμό, 90 τ.μ. το ένα και 192 τ.μ. το άλλο, από δεσμευτική ρυμοτομία (Α.Δ.Π. 1480/82). Με τη
Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 1730, ημερ. 20.11.1987 και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 198, ημερ. 19.2.1988, οι καθ΄ ων η αίτηση απαλλοτρίωσαν μέρος των πιο πάνω τεμαχίων με σκοπό τη διαπλάτυνση του δημόσιου δρόμου. Οι εργασίες της διαπλάτυνσης προχώρησαν με βάση διαδοχικά διατάγματα επίταξης που εκδόθηκαν.
Στις 27.10.1990 οι εφεσείουσες υπέβαλαν στο Δήμο Πάφου αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. ΄Ορος της άδειας οικοδομής που εκδόθηκε στις 26.7.1991 αξίωνε όπως το τμήμα των ακινήτων που επηρεαζόταν από τη ρυμοτομία παραχωρηθεί στο Δήμο. Οι εφεσείουσες συναίνεσαν.
Στις 6.12.1991 οι εφεσείουσες καταχώρησαν παραπομπές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αξιώνοντας αποζημίωση για το μέρος των τεμαχίων τους που είχε απαλλοτριωθεί. Στις 14.2.1997 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, γιατί κρίθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης. Εναντίον της πιο πάνω ανάκλησης οι αιτήτριες καταχώρησαν προσφυγή η οποία και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στην παρούσα έφεση οι εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν ότι η απαλλοτριούσα αρχή είχε υποχρέωση πληρωμής αποζημίωσης προς τις εφεσείουσες και ότι το απαλλοτριωθέν μέρος ήταν σε ένα από τα επηρεαζόμενα τεμάχια, το τεμάχιο 106/5, 90 τ.μ., σε αντίθεση με την έκταση της ρυμοτομίας η οποία ανερχόταν στα 88 τ.μ. Σημειώνεται ότι στο τεμάχιο 106/6 τόσο το απαλλοτριωθέν, όσο και το κομμάτι που επηρεαζόταν από ρυμοτομία ήταν έκτασης 192 τ.μ.
Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι δικαιούνται αποζημίωσης γιατί η έκταση που επηρεάζεται από ρυμοτομία είναι τέτοια που δημιουργεί βλάβη (βλέπε επιφύλαξη του άρθρου 13(1) του Κεφ. 96 και Κυπριανίδη κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Π.Ε. 8925, ημερ. 23.5.1997 και Christodoulides v. The Mayor, The Deputy Mayor, Councillors and Townsmen of the Municipal Corporation of Famagusta (1963) 2 C.L.R. 35). Ενώ το απαλλοτριωθέν μέρος των οικοπέδων, συνεχίζει η επιχειρηματολογία τους, καταλήφθηκε από τη Δημοκρατία και κατασκευάστηκε σ΄ αυτό δρόμος, με την ανάκληση της απαλλοτρίωσης την αποζημίωση θα κληθεί να καταβάλει βάσει του άρθρου 13 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, ο Δήμος Πάφου και όχι η Δημοκρατία. Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι η ανάκληση έγινε για να αποφευχθεί η καταβολή της αποζημίωσης από τη Δημοκρατία, που θα βαρύνει πλέον το Δήμο Πάφου.
Η νομολογία έχει αναγνωρίσει στη διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων. Εφ΄ όσον μάλιστα προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης το δικαίωμα αυτό κρίθηκε ότι προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης (Αυγουστή κ.α. ν. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496).
Οι εφεσείουσες με δική τους απόφαση παραχώρησαν στο Δήμο Πάφου το συγκεκριμένο μέρος συναινώντας στον όρο που τους τέθηκε για την έκδοση άδειας οικοδομής. Η συναίνεση για την παραχώρηση του συγκεκριμένου τεμαχίου δόθηκε ενώ η ιδιοκτησία του ήταν ακόμα εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι των εφεσειουσών, μια και η διαδικασία καταβολής της σχετικής αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μέχρι τότε οι εφεσείουσες δεν είχαν καν προσφύγει στο δικαστήριο με καταχώρηση παραπομπής προς υπολογισμό των αποζημιώσεων που δυνατόν να δικαιούνταν, παρά το ότι η απαλλοτρίωση είχε πραγματοποιηθεί χρόνια προηγουμένως και η απαλλοτριούσα αρχή, με βάση διάταγμα επίταξης, είχε λάβει κατοχή και προχώρησε στην κατασκευή του έργου. Παραπομπές καταχώρησαν μόλις στις 6.12.1991, μήνες δηλαδή μετά και την έκδοση της άδειας οικοδομής.
Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι καθ΄ ων η αίτηση ήταν και η μόνη ορθή, αφού το συγκεκριμένο τεμάχιο είχε ήδη παραχωρηθεί από τις εφεσείουσες στο Δήμο Πάφου λόγω δεσμευτικής ρυμοτομίας και συνεπώς δεν μπορούσε να συνέχιζε να αποτελεί και αντικείμενο απαλλοτρίωσης.
Καμιά άδεια οικοδομής δεν εκδίδεται από την αρμόδια αρχή παρά μόνο σύμφωνα με τα σχέδια που δείχνουν το πλάτος της οδού στην οποία βρίσκεται (άρθρο 12(3) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96). Σύμφωνα με το άρθρο 9 κατά τη χορήγηση άδειας, η αρμόδια αρχή, στην παρούσα περίπτωση ο Δήμος Πάφου, έχει εξουσία να επιβάλει όρους σχετικά με τη διάνοιξη ή διαίρεση γης για οικοδομικούς σκοπούς, όρους αναφορικά με τη διεύρυνση οποιασδήποτε οδού με την οποία συνορεύει η γη στην οποία αναφέρεται η αίτηση. Είναι εντελώς άνευ σημασίας αν με τον τρόπο αυτό οι καθ΄ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση απαλλάσσονται από την καταβολή τυχόν οφειλόμενης αποζημίωσης την οποία δυνατόν να κληθεί να πληρώσει άλλη αρχή.
Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν ποια αρχή αποφάσισε την απαλλοτρίωση και ποια την ανάκλησή της. Είναι η θέση τους ότι ενώ την απαλλοτρίωση φαίνεται ότι αποφάσισε εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος υπογράφει και τη Γνωστοποίηση, την απόφαση για ανάκληση έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο, άνκαι τέτοια απόφαση δεν φαίνεται καν να ελήφθη από αυτό.
Ούτε η θέση αυτή ευσταθεί. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την αρμοδιότητά του τόσο για την έκδοση διαταγμάτων απαλλοτρίωσης, όταν απαλλοτριούσα αρχή είναι η Δημοκρατία, όσο και την έκδοση διαταγμάτων ανάκλησης στον αρμόδιο υπουργό (Κ.Δ.Π. 28/95). Στο Διάταγμα Ανάκλησης που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 135, ημερ. 10.2.1997, σαφώς αναφέρεται ότι η απαλλοτριούσα
αρχή, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται από το άρθρο 7 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, ανακαλεί τη Γνωστοποίηση υπ΄αρ. 1730 και το Διάταγμα αρ. 198, στην έκταση που αυτά αφορούν την ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσειουσών. Από την άλλη στο φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών υπ΄αρ. 115/83/3 φαίνεται η έγκριση από τον αρμόδιο υπουργό της δημοσίευσης του διατάγματος ανάκλησης. Η σημείωση αυτή καταρρίπτει και τον ισχυρισμό ότι δεν φαίνεται ποιος έλαβε την απόφαση ανάκλησης.Οι εφεσείουσες προβάλλουν εξάλλου ως λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε τελείως τη δικαιολογία που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι για την ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Είναι η θέση τους ότι ενώ στην ανάκληση αναφέρεται ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς της δημόσιας ωφέλειας που αναφέρεται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, παραγνωρίζεται ότι το απαλλοτριωθέν τεμάχιο, είχε καταληφθεί από το 1988 και αφού ασφαλτοστρώθηκε, χρησιμοποιείται έκτοτε ως δημόσιος δρόμος.
Κι΄αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί. Του συγκεκριμένου τεμάχιου η απαλλοτριούσα αρχή έλαβε κατοχή, ουχί δυνάμει του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, αλλά διαταγμάτων επίταξης τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν. Η αναφορά στο γεγονός ότι η περιουσία δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρεται στη Γνωστοποίηση, είναι φανερό ότι έγινε γιατί η απαλλοτρίωση δεν ήταν πλέον αναγκαία για σκοπούς εγγραφής του συγκεκριμένου τεμαχίου ως δημόσιου δρόμου, μια και το τεμάχιο δόθηκε στο Δήμο από τις εφεσείουσες κατά την
έκδοση της άδειας οικοδομής.Το νομικό καθεστώς μεταβλήθηκε με τη βούληση των εφεσειουσών οι οποίες παραχώρησαν το επηρεαζόμενο τμήμα του ακίνητού τους στο Δήμο Πάφου. Οι εφεσίβλητοι, καμιά ανάμειξη δεν είχαν σ΄ αυτό. Ουσιαστικά ακολούθησαν τη μόνη ανοικτή διέξοδο που είχαν για να τηρήσουν τις νόμιμες διαδικασίες, μια και δεν θα ήταν νοητό να συνεχίσουν τη διαδικασία απαλλοτρίωσης τεμαχίου το οποίο δεν ανήκε πλέον στις εφεσείουσες, αλλά που είχε παραχωρηθεί με τη δική τους συναίνεση στο Δήμο Πάφου.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι πιθανόν να τίθεται και θέμα εννόμου συμφέροντος αφού οι εφεσείουσες δεν είναι πλέον ιδιοκτήτριες του συγκεκριμένου τεμαχίου. Δυνατόν να στερούνται εννόμου συμφέροντος μια και η πριν την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης
απώλεια της νομικής κατάστασης ή ιδιότητας που προβάλλει αιτητής ως βάση του εννόμου συμφέροντός του που έχει θιγεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από την προσβαλλόμενη πράξη καθιστά άνευ αντικειμένου την αίτηση, αφού η τυχόν συζήτηση και αποδοχή της καμιά συνέπεια δεν θα είχαν στην κατάσταση ή ιδιότητα που είχε και απώλεσε στο σύνολό της από άλλη νομική αιτία ο αιτητής (Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.α, Α.Ε. 1738, ημερ. 27.2.1998). Πολύ δε περισσότερο όταν η ιδιότητα αυτή δεν υπήρχε καν κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής. ΄Ομως επειδή το θέμα δεν τέθηκε στους διάδικους για να έχουμε την άποψή τους, αποφασίσαμε να μην το εξετάσουμε.Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι με την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης η ιδιοκτησία των συγκεκριμένων ακινήτων δεν μεταβλήθηκε. Απλώς άρχισε η διαδικασία για την απόκτησή της από τη Δημοκρατία. Από τη στιγμή που το συγκεκριμένο τμήμα της ακίνητης περιουσίας των εφεσειουσών άλλαξε ιδιοκτησία και περιήλθε στο Δήμο Πάφου, δεν υπήρχε καν νόημα συνέχισης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης.
΄Οπως είδαμε στην αρχή ήταν πλέον καθήκον της απαλλοτριούσας αρχής να ανακαλέσει την απόφασή της, εν όψει νέων γεγονότων που καθιστούσαν την ανάκληση αναγκαία.Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται τέλος ότι υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Βασίζουν τη θέση τους στον ισχυρισμό ότι με την ανάκληση οι εφεσίβλητοι θέλησαν να αποκτήσουν την ιδιοκτησία συγκεκριμένου τεμάχιου χωρίς να πληρώσουν οι ίδιοι ο,τιδήποτε, επιβαρύνοντας έτσι κάποια άλλη αρχή.
Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτό. Από τη στιγμή που και οι ίδιες δέχονται ότι το δικαίωμα τους για αποζημίωση δεν επηρεάζεται, μια και το μέρος της περιουσίας τους που βαρύνεται με δεσμευτική ρυμοτομία είναι τέτοιας έκτασης που, καθώς ισχυρίζονται, δημιουργεί βλάβη, δεν έχει σημασία αν την αποζημίωση αυτή δεν θα καταβάλει η Δημοκρατία, αλλά άλλη δημόσια αρχή. Ο Δήμος Πάφου γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, την ύπαρξη της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης. Η παραχώρηση του τεμάχιου στο Δήμο Πάφου ήταν αποτέλεσμα αυτόβουλης ενέργειας των εφεσειουσών να παραχωρήσουν την ιδιοκτησία τους, συμμορφούμενες σε όρο για την έκδοση άδειας οικοδομής. Εν πάση περιπτώσει στην παρούσα διαδικασία εξετάζονται τα δικαιώματα των εφεσειουσών, τα οποία δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. Πικής, Π.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΔ