ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 619
3 Νοεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΞΕΝΗΣ ΛΑΡΚΟΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Eφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2482)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊστάμενου Τμήματος ― Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την αδυναμία συστάσεων από τον ίδιο, θα μπορούσε να λυθεί με αναπλήρωση άλλου στη θέση του ― Οι συστάσεις που δόθηκαν από το Διευθυντή του Υπουργείου, δόθηκαν παράνομα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Που είχαν καταρτιστεί πριν την έναρξη εφαρμογής του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ― Παραμένουν έγκυρα, έστω και αν δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη στο Άρθρο 27 του Ν.1/90 διαδικασία καταρτισμού τους.
Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η προσφυγή του εφεσείοντα, είχε απορριφθεί πρωτόδικα. Προσέβαλλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του ιδίου. Κατ' έφεση προβλήθηκαν ισχυρισμοί που έπλητταν την διαδικασία προαγωγής, ως και πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι παραδεκτό πως η υπηρεσία φόρου εισοδήματος αποτελεί Τμήμα, και προϊστάμενός του είναι ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος. Εφόσον η θέση, από την οποία και διεκδικούσαν τη θέση διευθυντή οι προσοντούχοι υποψήφιοι, ήταν η αμέσως κατώτερη της τελευταίας ο μόνος, που σύμφωνα με τις πάνω ρητές διατάξεις του Νόμου, θα μπορούσε να προβεί στις συστάσεις, ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος. Αυτός όμως βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια και επομένως ήταν ανενεργός του λειτουργήματός του. Το κενό θα μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωτικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο Άρθρο 42 του Νόμου. Ο διορισθείς θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης, και στην προκείμενη περίπτωση να προβεί στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προϊσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο υπουργείο, γιατί ο Νόμος, όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του λειτουργού που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ευσταθεί, επομένως, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος.
2. Στον 4ο λόγο έφεσης προτείνεται πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε να προχωρήσει στη διαδικασία προαγωγής, γιατί δεν υπήρχε εγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27 του Νόμου, προϋπόθεση που ρητά προνοείται στο Άρθρο 35(2)(β). Ο Δικαστής απέρριψε πρωτοδίκως την εισήγηση, αφού αναφέρθηκε στην ευθυγραμμισμένη νομολογία πάνω στο ζήτημα, όπου κρίθηκε πως σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτιστεί και εγκριθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του Νόμου, όπως η περίπτωση που εξετάζεται, παραμένουν έγκυρα. Το Δικαστήριο συμφωνεί πάνω σ' αυτό το σημείο με την πρωτόδικη απόφαση.
3. Τέλος ο δικηγόρος του εφεσείοντος αμφισβητεί, για πολλοστή φορά και κατά συρροή, τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επωμίστηκε τα έξοδα, ο αποτυχών πρωτοδίκως πελάτης του. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εκφραστεί αναντίρρητα στο θέμα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hadjidemetriou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 1956,
Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, (1992) 4 Α.Α.Δ. 2000,
Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1993)�4 Α.Α.Δ. 2131,
Σοφιανός και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σ. Νικήτας, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 955/95, ημερ. 18/6/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν, μαζί με ένα άλλο άτομο, οι προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, που καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως θέση προαγωγής. Εφαρμόζονται, κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 (στα επόμενα «ο Νόμος»), αναφορικά με τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου. Στις 13.7.95 προάχθηκε από την ΕΔΥ το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο εφεσείων πρόσβαλε πρωτοδίκως, αλλά ανεπιτυχώς, την πιο πάνω απόφαση. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος είχε προβάλει τρεις ουσιαστικά λόγους για να επιτύχει την ακύρωσή της, που επαναλαμβάνονται στο εφετήριο ως λόγοι έφεσης, επιδιώκοντας εδώ την ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας. Ο πρώτος, που είναι και ο πιο σοβαρός κατά την άποψή μας, καλύπτει την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος πως η σύσταση, που προβλέπεται στην παράγρ. 4 του άρθρου 35 του Νόμου, και που αποτελεί κατά τη νομολογία ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως, δεν έγινε από τον αρμόδιο λειτουργό, που, όπως προνοείται στην πιο πάνω διάταξη, είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος, αλλά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών. Σημειώνουμε πως ο προϊστάμενος του τμήματος, διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια. Είναι η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας πως, ενόψει αυτού του γεγονότος, ο τελών με προαφυπηρετική άδεια διευθυντής ήταν ανενεργός του λειτουργήματός του, σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Καν.7(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 101/95, που προβλέπει:
«7.-(1) Υπάλληλος που αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή μετά από αίτησή του σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις των περί Συντάξεων Νόμων, οφείλει να λάβει πριν από την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του. Σε καμιά περίπτωση δε δικαιούται να αποποιηθεί την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του ή να υπηρετήσει έναντι αυτής ή να διεκδικήσει πληρωμή αντί αυτής.»
(υπογραμμίζουμε τη σχετική πρόνοια που μας αφορά).
Να πούμε αμέσως πως συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, λόγω ακριβώς της καθαρής διατύπωσης του Κανονισμού.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 35 του Νόμου διαλαμβάνει:
«(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε.»
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου διαβάζουμε:
«Προϊστάμενος Τμήματος» σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και, προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει ........»
Είναι παραδεκτό πως η υπηρεσία φόρου εισοδήματος αποτελεί Τμήμα, και προϊστάμενος του είναι ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος. Εφόσον η θέση, από την οποία και διεκδικούσαν τη θέση διευθυντή οι προσοντούχοι υποψήφιοι, ήταν η αμέσως κατώτερη της τελευταίας ο μόνος, που σύμφωνα με τις πάνω ρητές διατάξεις του Νόμου, θα μπορούσε να προβεί στις συστάσεις, ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος. Αυτός όμως βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια και επομένως ήταν ανενεργός του λειτουργήματός του. Έχουμε τη γνώμη πως το κενό θα μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωτικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του Νόμου. Ο διορισθείς θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης, και στην προκείμενη περίπτωση να προβεί στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προϊσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο υπουργείο, γιατί ο Νόμος, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του λειτουργού που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ευσταθεί, επομένως, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Η δική μας κρίση, διαφορετική απ' αυτή του συναδέλφου μας, οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο περιεχόμενο της σύστασης, με την εισήγηση πως δεν είναι αιτιολογημένη. Ο τρίτος λόγος περιέχει τον ισχυρισμό πως, από το σύνολο των κριτηρίων που προσμετρούν κατά την αξιολόγηση, ο εφεσείων αποδεικνύεται ο καταλληλότερος για προαγωγή. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτούς τους λόγους, ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας που αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης. Και τούτο γιατί τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται οι πιο πάνω λόγοι θα είναι ενδεχομένως αντικείμενο στην επανεξέταση.
Θα μας απασχολήσει όμως για λίγο ο 4ος λόγος έφεσης. Σ' αυτόν προτείνεται πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε να προχωρήσει στη διαδικασία προαγωγής, γιατί δεν υπήρχε εγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27 του Νόμου, προϋπόθεση που ρητά προνοείται στο άρθρο 35(2)(β). Ο συνάδελφος απέρριψε πρωτοδίκως την εισήγηση, αφού αναφέρθηκε στην ευθυγραμμισμένη νομολογία πάνω στο ζήτημα, και ειδικότερα στις υποθέσεις Hadjisdemetriou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 1956, Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2000, Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2131, και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Σοφιανός και Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334 όπου κρίθηκε πως σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτιστεί και εγκριθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του Νόμου, όπως η περίπτωση που εξετάζουμε, παραμένουν έγκυρα. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος όμως δηλώνει στο εφετήριο, και διατείνεται στη γραπτή του αγόρευση, πως η νομολογία μας είναι εσφαλμένη. Δεν νομίζουμε να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο. Συμφωνούμε πάνω σ' αυτό το σημείο με την πρωτόδικη απόφαση.
Τέλος ο δικηγόρος του εφεσείοντος αμφισβητεί, για πολλοστή φορά και κατά συρροή, τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επωμίστηκε τα έξοδα, ο αποτυχών πρωτοδίκως πελάτης του. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εκφραστεί αναντίρρητα στο θέμα.
Για τους λόγους που συζητούμε πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, εδώ και πρωτοδίκως.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.