ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μουζουρίδης Γεώργιος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 189
Παντελή Παντελής Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1020
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 106(I)/1992 - Ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 1992
Ν. 224/1990 - Ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος του 1990
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Χριστάκη Σωτηρίου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 354/2001, 19.3.2002
Βιολάρης Λουκής ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) (2006) 4 ΑΑΔ 843
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ, Υπόθεση Αρ.1167/2007, 16/6/2009
Φλωρίδης Γιώργος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) (2006) 4 ΑΑΔ 292
Νικολάου Κυριάκος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) (2003) 4 ΑΑΔ 859
(2000) 3 ΑΑΔ 524
25 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2523)
Ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος (Ν.224/90) ― Άρθρο 25(1Β)(γ) ― Εγγραφή μελών στον κλάδο επιμέτρησης ― Από τον συνδυασμό των προνοιών του άρθρου, συνάγεται ότι δημόσιοι υπάλληλοι για να εγγραφούν, θα πρέπει να έπαυσαν να έχουν την ιδιότητα αυτή πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου.
Έννομο Συμφέρον ― Μη κατέχοντος τα προσόντα που προβλέπονται στο νόμο ― Η αρχή πως ο αιτητής στην προσφυγή, διατηρεί το έννομο συμφέρον του, εφόσον το ζήτημα του προσόντος καθίσταται επίδικο θέμα στην προσφυγή, δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας της διοίκησης.
Κατ' έφεση εξετάστηκε πρώτα το ζήτημα του έννομου συμφέροντος των εφεσιβλήτων που προτάθηκε στον πρώτο λόγο έφεσης. Η προδικαστική ένσταση για το ίδιο θέμα είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου κάνοντας δεκτό το λόγο έφεσης περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων, αποφάσισε ότι:
Ο πρώτος λόγος έφεσης, είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση του εννόμου συμφέροντος. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Από το περιεχόμενο της επιφύλαξης του Αρθρου 25(1Β)(γ) του Νόμου, η οποία, ορθά ερμηνευόμενη, προβλέπει συγκεκριμένα για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, προσώπων τα οποία ευρίσκοντο στη Δημόσια Υπηρεσία, αλλά με την έναρξη της ισχύος του Νόμου δεν διατηρούσαν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, προκύπτει με σαφήνεια, ότι η ιδιωτική απασχόληση του αιτουμένου την εγγραφή, κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, αποτελεί απαραίτητο εκ του νόμου προαπαιτούμενο της εγγραφής. Τούτου δοθέντος, ακολουθεί ότι, εφόσον η ιδιωτική απασχόληση, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, διαγράφεται εκ του νόμου, και δεν ανάγεται απλώς στην, κατά διακριτική ευχέρεια, εκτίμηση της διοικήσεως, εν προκειμένω των εφεσειόντων, τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές νομολογιακές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτούμενος εγγραφή σε επαγγελματικό μητρώο ή κατάλογο, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη σχετική αρνητική απόφαση της διοικήσεως, εάν δεν διαθέτει τα εκ του νόμου απαραίτητα προαπαιτούμενα της εγγραφής.
Ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, στην παρούσα υπόθεση, την απόφαση Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, διότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου το κατά πόσο ο αιτητής διαθέτει ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί θέμα αναγόμενο στην, κατά διακριτική ευχέρεια, εκτίμηση/αξιολόγηση της διοικήσεως και όχι σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου τα προαπαιτούμενα της εγγραφής στον Ειδικό Κατάλογο καθορίζονται ρητώς και σαφώς από το νόμο, χωρίς, δηλαδή, να παρέχεται οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση, εν προκειμένω στους εφεσείοντες, οι οποίοι και ενεργούν κατά δέσμια αρμοδιότητα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου ν. ΕΤΕΚ (1995) 4 A.A.Δ. 2764,
Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ, Υπ. αρ. 580/96, ημερ. 6.6.1999
Μουζουρίδης v. ΕΤΕΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 189,
Χριστοδουλίδης ν. ΕΤΕΚ, Yπόθ. Aρ. 103/96, ημερ. 16.12.1999,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 1127.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Χρυσοστομής, Δ.) στις Υποθέσεις Αρ. 1004/93 και 1009/93, ημερ. 10/9/97, με την οποία αποδέχθηκε τις προσφυγές των αιτητών και ακύρωσε την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 14/10/93 με την οποία απορρίφθηκαν οι αιτήσεις των αιτητών για εγγραφή τους στον Ειδικό Κατάλογο των εξ' επαγγέλματος Επιμετρητών.
Γ. Σεραφείμ, για τους Εφεσείοντες.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες (το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου - ΕΤΕΚ) αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο εγκαθιδρύθηκε και ασκεί αρμοδιότητες με βάση τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμο 224/90, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 106(I)/92, 15(I)/93, 31(I)/93, 53(I)/93, 44(I)/96 και 34(I)/97 (ο Νόμος) και τους βάσει τούτου εκδοθέντες Κανονισμούς. Στις αρμοδιότητες των εφεσειόντων περιλαμβάνεται και η εγγραφή δικαιούχων προσώπων στο «Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ», κατά κλάδο ή και υποδιαίρεση κατά κλάδο μηχανικής επιστήμης, καθώς και η εγγραφή στον «Ειδικό Κατάλογο εξ επαγγέλματος Επιμετρητών, Εκτιμητών Γης και Τοπογράφων» (ο Ειδικός Κατάλογος).
Όλοι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου ήσαν, και εξακολουθούν να είναι, δημόσιοι υπάλληλοι στη θέση του Τεχνικού, υπέβαλαν αιτήσεις προς τους εφεσείοντες για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο των εξ επαγγέλματος Επιμετρητών. Οι αιτήσεις συνοδεύονταν από διάφορα αιτιολογικά, συμπεριλαμβανομένων βεβαιώσεων των προϊσταμένων τους αναφορικά με τα καθήκοντα που εκτελούσαν στη Δημόσια Υπηρεσία.
Στις 14.10.1993 αποστάληκε στον κάθε εφεσίβλητο η πιο κάτω στερεότυπη επιστολή:
«Η αίτησή σας για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο των εξ επαγγέλματος Επιμετρητών έχει μελετηθεί προσεχτικά και με βάση τα στοιχεία που έχετε υποβάλει έχει διαπιστωθεί ότι δεν ικανοποιείτε τις πρόνοιες του άρθρου 2(α)(1Β)(γ) του Νόμου 106(Ι)/92 και ως εκ τούτου, με λύπη του, το ΕΤΕΚ αδυνατεί να σας εγγράψει στον εν λόγω Ειδικό Κατάλογο εξ επαγγέλματος Επιμετρητών.
Τραπεζική επιταγή ύψους £75, ποσό που είχατε αποστείλει για σκοπούς εξέτασης της αίτησής σας, σας επιστρέφεται συνημμένα.»
Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση των εφεσειόντων στο Ανώτατο Δικαστήριο (προσφυγές 1004/93 και 1009/93).
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος συνεκδίκασε τις προσφυγές, οι καθ' ων η αίτηση-εφεσείοντες πρόβαλαν, μεταξύ άλλων, και την προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές-εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προχωρήσουν με τις προσφυγές για το λόγο ότι αυτοί, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, είχαν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και, επομένως, εφόσον δεν είχαν την ιδιότητα του ιδιώτη, αυτοεργοδοτούμενου ή εργοδοτούμενου, δεν πληρούσαν την ελάχιστη απαραίτητη προϋπόθεση για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 2(α)(1Β)(γ) του Νόμου 106(Ι)/92, όπως η παραπομπή στην επιστολή της 14.10.1993, ήτοι το άρθρο 25(1Β)(γ) του Νόμου.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, απέρριψε την ένσταση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι δικηγόροι για υποστήριξη των θέσεών τους, αφορούν την ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων. Αποτέλεσμα είναι ότι κατά πόσο οι αιτητές ικανοποιούσαν ή όχι τις προϋποθέσεις για εγγραφή, καθίσταται επίδικο θέμα και ως εκ τούτου κέκτηνται εννόμου συμφέροντος να επιδιώξουν την ακύρωση της απόφασης της οποίας αμφισβητούν την ορθότητα. Σχετική είναι η υπόθεση Δαυίδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 1127, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δε χάνει το έννομό του συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρησή της. Βλέπε Παντελής Αντωνίου Παντελή ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 1020, στην οποία υιοθετείται το σκεπτικό των αποφάσεων του Σ.τ.Ε. 19, 86, 3028 και 4311/88 στις οποίες ουσιαστικά επιλύθηκε όμοιο θέμα:»
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση του εννόμου συμφέροντος.
Έχουμε την άποψη ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Ειδικότερα:
Το άρθρο 25(1Β)(γ) του Νόμου έχει ως εξής:
«(1Β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο δικαιούται να πάρει άδεια από το Επιμελητήριο για να ασκεί επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας, αν το Επιμελητήριο πεισθεί ότι-
.........................
.........................
(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά στη Δημοκρατία επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας:
Νοείται ότι πρόσωπο που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά επάγγελμα στους ίδιους πιο πάνω κλάδους και εργάστηκε υπό υπεύθυνη καθ' ύλην ιδιότητα στη δημόσια υπηρεσία ή σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και τα κύριά του καθήκοντα υπάγονταν κατά περίπτωση, όταν βρισκόταν στην υπηρεσία, στους κλάδους επιμέτρησης ή εκτίμησης γης ή τοπογραφίας, αλλά κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου δε διατηρεί την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου ή του υπαλλήλου ημικρατικού οργανισμού έχει το ίδιο δικαίωμα που προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του παρόντος άρθρου
...................................................»
Από το περιεχόμενο της αμέσως πιο πάνω επιφύλαξης του άρθρου 25(1Β)(γ) του Νόμου, η οποία, ορθά ερμηνευόμενη, προβλέπει συγκεκριμένα για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο προσώπων τα οποία ευρίσκοντο στη Δημόσια Υπηρεσία, αλλά με την έναρξη της ισχύος του Νόμου δεν διατηρούσαν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, προκύπτει, κατά την άποψή μας, με σαφήνεια, ότι η ιδιωτική απασχόληση του αιτουμένου την εγγραφή, κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, αποτελεί απαραίτητο εκ του νόμου προαπαιτούμενο της εγγραφής. Τούτου δοθέντος ακολουθεί ότι, εφόσον η ιδιωτική απασχόληση, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, διαγράφεται εκ του νόμου, και δεν ανάγεται απλώς στην, κατά διακριτική ευχέρεια, εκτίμηση της διοικήσεως, εν προκειμένω των εφεσειόντων, τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές νομολογιακές αρχές σύμφωνα με τις οποίες ο αιτούμενος εγγραφή σε επαγγελματικό μητρώο ή κατάλογο δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη σχετική αρνητική απόφαση της διοικήσεως εάν δεν διαθέτει τα εκ του νόμου απαραίτητα προαπαιτούμενα της εγγραφής. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δαυΐδ Γεωργίου ν. ΕΤΕΚ (1995) 4 A.A.Δ. 2764, Γιώργος Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ, Πρ. 580/96, 6.6.1999, Γιώργος Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 189 και Ανδρέας Χριστοδουλίδης ν. ΕΤΕΚ, Πρ. 103/96, 16.12.1999).
Ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, στην παρούσα υπόθεση, την απόφαση Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 1127, διότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου το κατά πόσο ο αιτητής διαθέτει ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί θέμα αναγόμενο στην, κατά διακριτική ευχέρεια, εκτίμηση/αξιολόγηση της διοικήσεως και όχι σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου τα προαπαιτούμενα της εγγραφής στον Ειδικό Κατάλογο καθορίζονται ρητώς και σαφώς από το νόμο, χωρίς, δηλαδή, να παρέχεται οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση, εν προκειμένω στους εφεσείοντες, οι οποίοι και ενεργούν κατά δέσμια αρμοδιότητα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, πρωτόδικα και κατ' έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.