ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 3 ΑΑΔ 391
5 Ιουλίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ,
2. ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΟΚΚΑΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2544)
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Τερματισμός υπηρεσιών για λόγους υγείας ― Νόμιμη η ανάθεση έρευνας για σκοπούς συμβουλευτικούς στην Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ― Κανονισμός 19(2)(ε) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Τερματισμός υπηρεσιών για λόγους υγείας ― Απόψεις συντεχνίας στην οποία ανήκει ο υπάλληλος ― Κανονισμός 31(8) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 ― Εφόσον αναζητήθηκαν δεόντως από την Αρχή, το γεγονός ότι δεν δόθηκαν, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο μη διεξαγωγής της διαδικασίας.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Δύναται να συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Οι εφεσείοντες στράφηκαν με την έφεσή τους, κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η προσφυγή τους κατά της απόφασης τερματισμού των υπηρεσιών τους, είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν πρωτόδικα. Κρίθηκε ότι η ανάμειξη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη διαδικασία του τερματισμού των υπηρεσιών των εφεσειόντων, ήταν σύννομη, η δε σύσταση της Υπεπιτροπής προς την Αρχή δόθηκε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(2)(ε).
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου επί του θέματος. Η θέση τους είναι ότι η διαδικασία τερματισμού των υπηρεσιών υπαλλήλων της Αρχής για λόγους υγείας, διέπεται αποκλειστικά από τον Καν. 31 των Κανονισμών και ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί του θέματος για διεξαγωγή έρευνας ή υποβολή συστάσεων προς την Αρχή κλπ. Κατά τους εφεσείοντες, η εξουσία διεξαγωγής έρευνας παρέχεται μόνο στο ιατρικό συμβούλιο το οποίο, ενεργεί υπό τις περιστάσεις ως όργανο βοηθητικό (συμβουλευτικό) της Αρχής.
Ο τερματισμός των υπηρεσιών υπαλλήλων της Αρχής για λόγους υγείας, μολονότι δεν είναι ένα από τα ζητήματα που προσδιορίζονται ρητά στον Καν. 19 των Κανονισμών, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως ζήτημα που αφορά το προσωπικό της Αρχής υπαγόμενο και αυτό στις αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, δυνάμει των προνοιών του Καν. 19(2)(ε).
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ανέλαβε τη διεξαγωγή της έρευνας, εν γνώσει και με εξυπακουόμενη τη συγκατάθεση της Αρχής η οποία για χρόνια ακολουθούσε την ίδια πάγια τακτική για παρόμοια θέματα. Η έρευνα στην οποία προέβη δεν είχε ως αντικείμενο οτιδήποτε που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του ιατροσυμβουλίου. Η έρευνα, έγινε με βάση τα πορίσματα του ιατροσυμβουλίου και αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων των συγκεκριμένων υπαλλήλων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και κατ΄ επέκταση στη διαπίστωση του κατά πόσο θα ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη η παραμονή τους στην υπηρεσία της Αρχής ή ο τερματισμός των υπηρεσιών τους.
Ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπήρξε καθαρά συμβουλευτικός. Η εμπλοκή της κρίνεται νόμιμη, όχι μόνο γιατί είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(2)(ε), αλλά και επειδή συνάδει προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
2. Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Κανονισμού 31(8) των Κανονισμών, επειδή η Αρχή δεν ήρθε προηγουμένως σε συνεννόηση με τη Συντεχνία. Το Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι η Συντεχνία των εφεσειόντων ενημερώθηκε στις 14.3.96 τόσο για τις εκθέσεις των ιατροσυμβουλίων όσο και για την πιθανότητα τερματισμού των υπηρεσιών των εφεσειόντων και ότι η Αρχή ζήτησε τις απόψεις της επί του θέματος, έκρινε ότι η παράλειψη της Συντεχνίας να ανταποκριθεί στην κλήση της Αρχής για έκφραση απόψεων, απαλλάσσει την Αρχή από κάθε ευθύνη εφόσον η Αρχή έπραξε ό,τι όφειλε να πράξει ενώ για την παράλειψη ευθύνεται αποκλειστικά η Συντεχνία των εφεσειόντων.
Υποστηρίχθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων, ότι η εν προκειμένω κρίση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την εισήγηση. Εκτός από τη γραπτή κλήση που η Αρχή απηύθυνε στη Συντεχνία έγιναν και τηλεφωνικές υπομνήσεις. Η παράλειψη της Συντεχνίας να ανταποκριθεί στην κλήση της Αρχής, δεν μπορούσε να αποβεί τροχοπέδη στην εξέταση του ζητήματος, αλλά ούτε και αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στη λήψη της επίδικης απόφασης.
3. Η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης είναι πράγματι λακωνική. Είναι όμως ορθή η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων όταν αυτή δεν απαιτείται ρητά από το νόμο, όπως στην παρούσα περίπτωση, μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Ενώπιον της Αρχής υπήρχαν τα πορίσματα του ιατροσυμβουλίου, η αναφορά του προϊσταμένου Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια οι προβληματισμοί του για τους εφεσείοντες. Η Αρχή είχε επίσης γνώση των σχεδίων υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν οι εφεσείοντες. Από το λεκτικό της επίδικης απόφασης, προκύπτει ότι η Αρχή προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση προέβη σε ένα συσχετισμό των καθηκόντων και ευθυνών των εφεσειόντων με την κατάσταση της υγείας τους στη βάση των πορισμάτων του ιατροσυμβουλίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 246.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Κρονίδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 673/96, ημερ. 7/11/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους εναντίον της απόφασης της Αρχής ημερ. 7/5/96 για τερματισμό των υπηρεσίων τους για λόγους υγείας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήταν υπάλληλοι της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής "η Αρχή"). Η Αρχή, στις 7.5.1996, τερμάτισε τις υπηρεσίες των εφεσειόντων για λόγους υγείας. Εναντίον της απόφασης για τερματισμό των υπηρεσιών τoυς οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή η οποία απέτυχε. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (στο εξής "η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή") κατόπιν εισήγησης του Διευθυντή του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής σύστησε στην Αρχή την εξέταση των εφεσειόντων από ιατροσυμβούλιο για να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορούσαν να εκτελούν τα καθήκοντα της θέσης που αντιστοίχως κατείχαν στην Αρχή.
Η Αρχή, υιοθέτησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και κάλεσε τους εφεσείοντες και τη συντεχνία τους να υποδείξουν χωρίς καθυστέρηση το γιατρό που θα παρίστατο εκ μέρους των εφεσειόντων ή της συντεχνίας στο ιατροσυμβούλιο.
Οι εφεσείοντες εξετάστηκαν από τα ιατροσυμβούλια που συστάθηκαν. Αντίγραφα των εκθέσεων των ιατροσυμβουλίων στάληκαν στον Διευθυντή του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής για σχόλια και απόψεις καθώς και στη συντεχνία των αιτητών. Στην επιστολή ημερ. 14.3.1996 με την οποία διαβιβάστηκαν οι εκθέσεις στη συντεχνία επισημαίνονται τα εξής:
"Επειδή πρόκειται να υποβληθεί το θέμα για εξέταση και λήψη απόφασης από την Αρχή σε προσεχή της συνεδρία, παρακαλώ όπως έχω επί του προκειμένου τις απόψεις σας στην περίπτωση που σαν συνέπεια του πορίσματος του ιατροσυμβουλίου που θα ληφθεί θα είναι ο τερματισμός της υπηρεσίας των υπαλλήλων για λόγους υγείας βάσει του καν. 31 των περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών."
Ο Διευθυντής του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής σχολίασε τις εκθέσεις του ιατροσυμβουλίου αναφορικά με τους εφεσείοντες 1 και 2 ενώ δεν σχολίασε καθόλου την έκθεση που αφορούσε τον εφεσείοντα 3.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή μελέτησε τα πορίσματα των ιατροσυμβουλίων σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για τις θέσεις που αντιστοίχως κατείχαν οι εφεσείοντες και αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή τον τερματισμό των υπηρεσιών των εφεσειόντων για λόγους υγείας. Στη σχετική εισήγηση αναφέρονται τα εξής:
"Με βάση τα πορίσματα των Ιατροσυμβουλίων για τους πιο πάνω υπαλλήλους σε συσχετισμό με τα καθήκοντα και ευθύνες που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων που κατέχουν, τα μέλη αποφάσισαν να δεχθούν εισήγηση της διεύθυνσης και να συστήσουν στην Αρχή τον τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων αυτών για λόγους υγείας.
Τα μέλη κατά τη μελέτη της πιο πάνω εισήγησης σημείωσαν τα εξής:
Σύμφωνα με τον καν. 31(8) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 σε περίπτωση που, συνεπεία πορίσματος του ιατροσυμβουλίου, η υπηρεσία του υπαλλήλου θα τερματιστεί ο τερματισμός θα γίνει κατόπιν συνεννοήσεως με τη συντεχνία στην οποία ανήκει. Επειδή και οι τρεις επηρεαζόμενοι υπάλληλοι ανήκουν στη δύναμη της ΕΠΟΠΑΗ με επιστολή του Διευθυντή Προσωπικού ημερομηνίας 14.3.1996 ζητήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα της ΕΠΟΠΑΗ να υποβάλει τις απόψεις της συντεχνίας στην περίπτωση που η απόφαση που θα ληφθεί θα είναι ο τερματισμός της υπηρεσίας των υπαλλήλων για λόγους υγείας."
Όπως έχει ειπωθεί η Αρχή εξέτασε το θέμα και στις 7.5.96 αποφάσισε να τερματίσει τις υπηρεσίες των αιτητών για λόγους υγείας. Κατά τη λήψη της απόφασης η Αρχή έλαβε υπόψη τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Η αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν πρωτόδικα. Κρίθηκε ότι η ανάμιξη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη διαδικασία του τερματισμού των υπηρεσιών των εφεσειόντων ήταν σύννομη η δε σύσταση της Υπεπιτροπής προς την Αρχή δόθηκε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(2)(ε).
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου επί του θέματος. Η θέση τους είναι ότι η διαδικασία τερματισμού των υπηρεσιών υπαλλήλων της Αρχής για λόγους υγείας διέπεται αποκλειστικά από τον καν. 31 των Κανονισμών και ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί του θέματος για διεξαγωγή έρευνας ή υποβολή συστάσεων προς την Αρχή κλπ. Κατά τους εφεσείοντες η εξουσία διεξαγωγής έρευνας παρέχεται μόνο στο ιατρικό συμβούλιο το οποίο, ενεργεί υπό τις περιστάσεις ως όργανο βοηθητικό (συμβουλευτικό) της Αρχής.
Ο καν. 19 των Κανονισμών, προβλέπει τις εξουσίες και αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τον παραθέτουμε:
"19.-(1) Συνίσταται Συμβουλευτική Υπεπιτροπή η οποία θα είναι γνωστή ως "Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής διά θέματα Προσωπικού" απαρτιζομένη εκ τριών Μελών της Αρχής εις τα οποία θα συμπεριλαμβάνεται ο εκάστοτε Πρόεδρος, ή ελλείψει Προέδρου, ή κωλυομένου του Προέδρου να παρακαθήση, ο Αντιπρόεδρος της Αρχής. Τα δυο έτερα Μέλη θα καθορίζωνται υπό της ολομελείας της Αρχής η οποία θα δύναται να καθορίζη τον χρόνον της θητείας των και να παύη και αντικαθιστά ταύτα.
(2) Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή θα επιλαμβάνηται των κάτωθι θεμάτων αφορώντων εις ζητήματα προσωπικού-
(α) της προσλήψεως υπαλλήλων.
(β) του διορισμού, προαγωγής και μεταθέσεως εις θέσεις, ή της εναλλαγής θέσεων, όλων των επιπέδων.
(γ) της επικυρώσεως ή μη, διορισμού εις οιανδήποτε θέσιν.
(δ) της παραχωρήσεως επιπροσθέτων προσαυξήσεων.
(ε) των ζητημάτων προσωπικού τα οποία της ανατίθενται ειδικώς υπό της Αρχής.
και θα προβαίνη εις συστάσεις και εισηγήσεις προς την Αρχήν.
(3) Ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα είναι συμβουλευτικός μόνον, με σκοπόν παροχής βοηθείας προς την Αρχήν εις την επιλογήν του καλυτέρου διαθεσίμου υποψηφίου διά διορισμόν ή προαγωγήν εις οιανδήποτε κενήν θέσιν ως και εις τα έτερα ζητήματα τα οποία αναφέρονται εις το εδάφιον (2) του παρόντος Κανονισμού.
(4) Η Αρχή ουδόλως θα δεσμεύηται εξ' οιασδήποτε συστάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τα δε μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν θα παρακάθηνται εις την ολομέλειαν της Αρχής ουδόλως θα δεσμεύωνται υπό οιασδήποτε αποφάσεως ληφθείσης υπό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έστω και εάν ταύτα συμμετέσχον εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως. Η Αρχή εν ολομελεία θα έχη αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικάς αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού.
(5) Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δύναται να καλή εις συνέντευξιν τους υπό κρίσιν υποψηφίους διά θέσεις πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής πριν ή προβή εις οιασδήποτε συστάσεις προς την Αρχήν.
(6) Η διαδικασία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα ρυθμίζηται συμφώνως των εν τω Μέρει ΙΙ του Δευτέρου Πίνακος Κανόνων."
Ο τερματισμός των υπηρεσιών υπαλλήλων της Αρχής για λόγους υγείας μολονότι δεν είναι ένα από τα ζητήματα που προσδιορίζονται ρητά στον καν. 19 των κανονισμών, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως ζήτημα που αφορά το προσωπικό της Αρχής υπαγόμενο και αυτό στις αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δυνάμει των προνοιών του καν. 19(2)(ε).
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ανέλαβε τη διεξαγωγή της έρευνας εν γνώσει και με εξυπακουόμενη τη συγκατάθεση της Αρχής η οποία για χρόνια ακολουθούσε την ίδια πάγια τακτική για παρόμοια θέματα. Η έρευνα στην οποία προέβη δεν είχε ως αντικείμενο ο,τιδήποτε που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του ιατροσυμβουλίου. Η έρευνα, έγινε με βάση τα πορίσματα του ιατροσυμβουλίου και αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων των συγκεκριμένων υπαλλήλων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και κατ' επέκταση στη διαπίστωση του κατά πόσο θα ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη η παραμονή τους στην υπηρεσία της Αρχής ή ο τερματισμός των υπηρεσιών τους.
Ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπήρξε καθαρά συμβουλευτικός. Η εμπλοκή της κρίνεται νόμιμη όχι μόνο γιατί είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του κανονισμού 19(2)(ε) (ανωτέρω) αλλά και επειδή συνάδει προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 246, όπου η Ολομέλεια παραθέτει με επιδοκιμασία το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 193:
"Η υπό οργάνου αποφασιστικής αρμοδιότητος συγκρότηση συλλογικού συμβουλευτικού οργάνου προς κατατόπισιν και γνωμοδότησιν επί θεμάτων της αρμοδιότητός του, εις ουδεμίαν διάταξιν νόμου αντίκειται ουδέ και η υπ' αυτού αποδοχή της γνώμης του συμβουλευτικού τούτου οργάνου: 1062/51."
Η Αρχή διατήρησε μέχρι τέλους την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία της για λήψη τελικής και δεσμευτικής απόφασης επί θέματος προσωπικού συμφώνως των διαλαμβανομένων στον καν. 19(4) των κανονισμών. Η απόφαση της Αρχής για τερματισμό των υπηρεσιών των εφεσειόντων ήταν το αποτέλεσμα άσκησης πρωτογενούς αποφασιστικής αρμοδιότητας.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του κανονισμού 31(8)* των κανονισμών επειδή η Αρχή δεν ήρθε προηγουμένως σε συνεννόηση με τη Συντεχνία. Το Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι η Συντεχνία των εφεσειόντων ενημερώθηκε στις 14.3.96 τόσο για τις εκθέσεις των ιατροσυμβουλίων όσο και για την πιθανότητα τερματισμού των υπηρεσιών των εφεσειόντων και ότι η Αρχή ζήτησε τις απόψεις της επί του θέματος, έκρινε ότι η παράλειψη της Συντεχνίας να ανταποκριθεί στην κλήση της Αρχής για έκφραση απόψεων, απαλλάσσει την Αρχή από κάθε ευθύνη εφόσον η Αρχή έπραξε ό,τι όφειλε να πράξει ενώ για την παράλειψη ευθύνεται αποκλειστικά η Συντεχνία των εφεσειόντων.
Υποστηρίχθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων ότι η εν προκειμένω κρίση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Εκτός από τη γραπτή κλήση που η Αρχή απηύθυνε στη Συντεχνία έγιναν και τηλεφωνικές υπομνήσεις. Βλ. παράρτημα "18" της ένστασης - σελ. 38 των πρακτικών. Η παράλειψη της Συντεχνίας να ανταποκριθεί στην κλήση της Αρχής δεν μπορούσε να αποβεί τροχοπέδη στην εξέταση του ζητήματος αλλά ούτε και αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στη λήψη της επίδικης απόφασης. Η Αρχή είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία και το υλικό με βάση το οποίο έγινε η έρευνα στα αποτελέσματα της οποίας στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση. Η έρευνα ήταν επαρκής και όπως ορθά διαπιστώνει ο Δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, "η Αρχή μερίμνησε τόσο για την παραπομπή των αιτητών σε ιατροσυμβούλια, οι εκθέσεις των οποίων βρίσκονταν ενώπιόν της, όσο και τη λήψη των απόψεων διαφόρων υπηρεσιακών παραγόντων. Επιπλέον, έγινε συσχετισμός των εκθέσεων των ιατροσυμβουλίων με τα καθήκοντα της θέσης του κάθε αιτητή, όπως περιγράφονταν στα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας".
Η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης είναι πράγματι λακωνική. Είναι όμως ορθή η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων όταν αυτή δεν απαιτείται ρητά από το νόμο, όπως στην παρούσα περίπτωση, μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Ενώπιον της Αρχής υπήρχαν τα πορίσματα του ιατροσυμβουλίου, η αναφορά του προϊσταμένου Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια οι προβληματισμοί του για τους εφεσείοντες. Η Αρχή είχε επίσης γνώση των σχεδίων υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν οι εφεσείοντες. Από το λεκτικό της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η Αρχή προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση προέβη σε ένα συσχετισμό των καθηκόντων και ευθυνών των εφεσειόντων με την κατάσταση της υγείας τους στη βάση των πορισμάτων του ιατροσυμβουλίου.
Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγουμε ότι δεν ευσταθούν οι λόγοι έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.