ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 372
13 Ιουνίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚYΡΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΜΟΤΟΡ ΛΤΔ.,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
3. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΦΠΑ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2513)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση φόρου βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου ― Βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως το φέρει ο αιτητής ― Ισχυρισμοί περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογών των Άρθρων 37 και 33 του Νόμου, παρέμειναν υπό τις περιστάσεις ατεκμηρίωτοι ― Εύλογη η απόφαση.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Φορολογική απαλλαγή λόγω πιστώσεων ― Εφόσον οι πιστωτικές σημειώσεις δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του Νόμου, ο φορολογούμενος στερείται του δικαιώματος.
Με την έφεση η εφεσείουσα εταιρεία επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς τους οποίους είχε θέσει πρωτόδικα, κατά της απόφασης του εφεσίβλητου να της επιβάλει πρόσθετο φόρο ύψους Λ.Κ.15.961,95, εξασκώντας τις εξουσίες του βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου. Οι ισχυρισμοί της αφορούσαν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Άρθρων 37 και 33 του Νόμου.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το βάρος της απόδειξης ότι μια διοικητική πράξη είναι άκυρη, το φέρει ο αιτητής. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι τα Δικαστήρια περιορίζονται στον έλεγχο της διοικητικής πράξης εξετάζοντας κατά πόσο η διοίκηση έχει ενεργήσει κάτω από πλάνη ή έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας. Τα Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν εκτός αν η διοικητική πράξη δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων.
Η θέση της εφεσείουσας αναφέρεται στον ίδιο τον πρώτο λόγο έφεσης και συνίσταται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πιστωτικές σημειώσεις που αφορούσαν τα τιμολόγια. Στο περίγραμμα του δικηγόρου της εφεσείουσας τίποτε δεν αναφέρεται.
Η θέση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το θέμα των πιστωτικών σημειώσεων σε έκταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, παραθέτει το κείμενο του Άρθρου 37 και ακολούθως παρατηρεί ορθά ότι "Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι Φόρος Προστιθέμενης Αξίας επιβάλλεται με βάση τα ποσά και στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά τιμολόγια".
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
2. Είναι φανερό ότι η εφεσείουσα ουδέποτε εξέδωσε πιστωτικές σημειώσεις που να συνάδουν με τις πρόνοιες του Κανονισμού. Η απαίτηση της εφεσείουσας ότι έπρεπε να τύχει φορολογικής απαλλαγής σε σχέση με τις πιο πάνω πιστωτικές σημειώσεις, άσχετα αν τις τηρούσε ορθά με βάση τον Κανονισμό ή όχι, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Τυχόν υιοθέτηση της εισήγησης της εφεσείουσας, θα επέτρεπε την απαλλαγή του φορολογουμένου από το φόρο απλά και μόνο γιατί ο τελευταίος δεν τηρούσε ορθά τα αναγκαία βιβλία ή έγγραφα, επιτακτική υποχρέωση την οποία έχει από το νόμο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 21.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τ. Ηλιάδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 151/95, ημερ. 11/9/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της βεβαίωσης φόρου στην οποία προέβη ο Έφορος για τις φορολογικές περιόδους από 1/7/92 μέχρι 31/3/94.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά τον επίδικο χρόνο είχε ως εμπορική δραστηριότητα την αγορά και πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στη Λευκωσία.
Η εφεσείουσα είναι εγγεγραμένη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τις διατάξεις του περί Φ.Π.Α. Νόμου του 1990 (αρ. 246/90) διενήργησε επίσκεψη στα υποστατικά της επιχείρησης της εφεσείουσας, η οποία άρχισε στις 9.6.94. Με βάση τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν κατά τον έλεγχο ο Έφορος Φ.Π.Α. έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις, οι οποίες είχαν υποβληθεί από την εφεσείουσα περιείχαν σφάλματα. Ο Έφορος προέβη στις 28.11.94 σε βεβαίωση φόρου για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.92 μέχρι 31.3.94. Σύμφωνα με τη βεβαίωση φόρου ο οφειλόμενος φόρος ανήρχετο στις £16.268,68 σεντ. Κατόπιν παραστάσεων της εφεσείουσας με επιστολή των λογιστών της ημερ. 11.1.95 ο Έφορος αποδέχθηκε μέρος των όσων απαιτούσε η εφεσείουσα και μείωσε το ποσό του οφειλόμενου φόρου στις £15.961,95 σεντ. Ειδοποίησε δε προς τούτο την εφεσείουσα δι' επιστολής ημερ. 26.1.95.
Η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Εφόρου προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση, στην απόφασή του, αφού έκανε εκτενή αναφορά στα γεγονότα και στο νόμο κατέληξε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή και απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας δύο νομικούς λόγους που αναφέρονται στην, κατ' ισχυρισμό της, λανθασμένη ερμηνεία από τον πρωτόδικο Δικαστή (α) του άρθρου 37 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990-1994 και (β) του άρθρου 3 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Διόρθωση Λογαριασμών) Κανονισμών του 1991.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας στο περίγραμμα της αγόρευσής του ανέπτυξε και τους δύο λόγους μαζί θεωρώντας τους ως συναφείς. Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι λανθασμένα ο Έφορος δεν δέχτηκε τις πιστωτικές σημειώσεις και τις εξηγήσεις που του έδωσε γι' αυτές αφού η κάθε πιστωτική σημείωση έφερε την υπογραφή του παραλήπτη. Είναι δε αδιάφορο αν οι παραλήπτες παραλάμβαναν το πρωτότυπο των πιστωτικών σημειώσεων ή όχι όπως επίσης και για 33 ασυμπλήρωτες πιστωτικές σημειώσεις έδωσε σχετικές εξηγήσεις στον Έφορο.
Οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν στον Έφορο από την αρχή. Ο Έφορος εξέτασε τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Περιληπτικά είναι η θέση του ότι:-
(α) Σε όσες πιστωτικές σημειώσεις είχαν εκδοθεί δεν αναγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους είχαν εκδοθεί ούτε τα στοιχεία τα οποία απαιτεί ο σχετικός κανονισμός.
(β) Στις περισσότερες πιστωτικές σημειώσεις δεν υπήρχαν καθόλου στοιχεία εκτός από κάποια υπογραφή κάτω από τη λέξη "ο παραλήπτης", και τα πρωτότυπα αρκετών από τις πιστωτικές σημειώσεις παρέμειναν στην κατοχή των αιτητών, γεγονός που υποδηλοί ότι δεν είχαν παραδοθεί στους πελάτες της αιτήτριας εταιρείας και κατ΄ επέκταση δεν είχαν εκδοθεί.
(γ) Οι 33 ασυμπλήρωτες πιστωτικές σημειώσεις είναι τελείως κενές και φέρουν την υπογραφή ενός προσώπου ως παραλήπτη, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι πιστωτικές σημειώσεις ήταν εικονικές, και
(δ) Για το όχημα ΥΕ 283 το β΄ τιμολόγιο που εκδόθηκε και η πιστωτική σημείωση έγιναν μεταγενέστερα για να διορθώσουν την εικόνα που δημιουργήθηκε από την έρευνα ότι ο αιτητής απέδιδε ως Φόρο εισροών ποσό λιγότερο από το Φόρο εισροών που απαιτούσε ο αγοραστής.
Το βάρος της απόδειξης ότι μια διοικητική πράξη είναι άκυρη, το φέρει ο αιτητής. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι τα Δικαστήρια περιορίζονται στον έλεγχο της διοικητικής πράξης εξετάζοντας κατά πόσο η διοίκηση έχει ενεργήσει κάτω από πλάνη ή έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας. Τα Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν εκτός αν η διοικητική πράξη δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων.
Το άρθρο 37 του Νόμου 246/90 έχει ως ακολούθως:-
"37.-(1) Εάν από το περιεχόμενο του τιμολογίου φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και το ποσό του φόρου που αναλογεί σ' αυτή αναγράφεται στο τιμολόγιο ξεχωριστά, τότε το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε το τιμολόγιο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο ποσό ίσο με το ποσό που αναγράφεται σ' αυτό ως φόρος ή, εάν το ποσό του φόρου δεν αναγράφεται ξεχωριστά οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο με το ποσό που αναλογεί ως φόρος στην εν λόγω παράδοση ή παροχή.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται έστω και αν-
(α) Το τιμολόγιο δεν είναι το φορολογικό τιμολόγιο που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 33·
(β) η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν έχει στην πραγματικότητα πραγματοποιηθεί και ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί·
(γ) η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν επιβαρύνετο ή επιβαρύνεται με το ποσό του φόρου που φαίνεται σ' αυτό, ή με οποιοδήποτε ποσό φόρου·
(δ) το πρόσωπο που εκδίδει το τιμολόγιο δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, το ποσό δε το οποίο οφείλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση το παρόν εδάφιο, εάν μεν είναι πράγματι φόρος, εισπράττεται ως φόρος, διαφορετικά εισπράττεται ως να ήταν χρέος προς τη Δημοκρατία.".
Η θέση της εφεσείουσας αναφέρεται στον ίδιο τον πρώτο λόγο έφεσης και συνίσταται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πιστωτικές σημειώσεις που αφορούσαν τα τιμολόγια. Στο περίγραμμα του δικηγόρου της εφεσείουσας τίποτε δεν αναφέρεται.
Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το θέμα των πιστωτικών σημειώσεων σε έκταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του παραθέτει το κείμενο του άρθρου 37 και ακολούθως παρατηρεί ορθά ότι "Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι Φόρος Προστιθέμενης Αξίας επιβάλλεται με βάση τα ποσά και στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά τιμολόγια.".
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Διόρθωση Λογαριασμών) Κανονισμούς του 1991, οι οποίοι έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990-1994, γίνεται πρόνοια στο άρθρο 3 για διόρθωση του φόρου εκροών. Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό:-
"Σε περίπτωση που υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο περιέλαβε στη μερίδα που αφορά τον καταβλητέο φόρο του λογαριασμού του φόρου προστιθέμενης αξίας που τηρεί, ποσό φόρου εκροών που επέβαλε σε πελάτη για παράδοση ή παροχή, και η αντιπαροχή για την παράδοση ή η παροχή αυτή εκ των υστέρων μειώνεται, τότε νοουμένου ότι το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εκδίδει στον πελάτη του χρονολογημένη πιστωτική σημείωση αναφέροντας,
(I) το όνομα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, τη διεύθυνση και τον αριθμό εγγραφής του,
(ΙΙ) το όνομα και διεύθυνση του πελάτη του και αν είναι εγγεγραμμένο πρόσωπο, τον αριθμό εγγραφής του,
(ΙΙΙ) την αρχική αντιπαροχή για την παράδοση ή παροχή,
(IV) το ποσό του φόρου που αρχικά επιβλήθηκε για την παράδοση ή παροχή,
(V) τη μειωμένη αντιπαροχή για την παράδοση ή παροχή,
(VI) το ποσό του επιβλητέου φόρου που αφορά τη μειωμένη αντιπαροχή για την παράδοση η παροχή μπορεί να καταχωρήσει ως αρνητική εγγραφή στη μερίδα του καταβλητέου φόρου του λογαριασμού φόρου προστιθέμενης αξίας που τηρεί και για τη φορολογική περίοδο στην οποία εκδίδει πιστωτική σημείωση, τη διαφορά μεταξύ των ποσών του φόρου που αναφέρονται στις παραγράφους (IV) και (VI) του παρόντος Κανονισμού.".
Είναι φανερό ότι η εφεσείουσα ουδέποτε εξέδωσε πιστωτικές σημειώσεις που να συνάδουν με τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού. Η απαίτηση της εφεσείουσας ότι έπρεπε να τύχει φορολογικής απαλλαγής σε σχέση με τις πιο πάνω πιστωτικές σημειώσεις, άσχετα αν τις τηρούσε ορθά με βάση τον Κανονισμό ή όχι δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τυχόν υιοθέτηση της εισήγησης της εφεσείουσας θα επέτρεπε την απαλλαγή του φορολογουμένου από το φόρο απλά και μόνο γιατί ο τελευταίος δεν τηρούσε ορθά τα αναγκαία βιβλία ή έγγραφα, επιτακτική υποχρέωση την οποία έχει από το νόμο (Βλέπε: Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 21).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης και όλα τα στοιχεία τα οποία ήσαν ενώπιον του Εφόρου. Έχουμε επίσης εξετάσει τις εισηγήσεις της εφεσείουσας. Έχουμε καταλήξει ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τόσο το άρθρο 37 του νόμου όσο και τον σχετικό Κανονισμό. Καταλήξαμε ότι ο Έφορος έχει εξετάσει με δίκαιο και καλόπιστο τρόπο το υλικό που ήταν ενώπιόν του, μετά τη διεξαγωγή της έρευνάς του και η απόφασή του βασίζεται στο υλικό αυτό. Η απόφασή του ήταν εύλογα επιτρεπτή και σύμφωνη με το νόμο και τους Κανονισμούς.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.