ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Zήνας Πουλλή (2000) 3 ΑΑΔ 597
Λοΐζου Μαρία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 175
(2000) 3 ΑΑΔ 283
16 Μαΐου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2511)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση σε μονάδες των συνεντεύξεων και των φακέλων από την Ε.Ε.Υ. βάσει του Άρθρου 35Β(10)(β) ― Το γεγονός της αριθμητικής αποτίμησης των φακέλων από τη Συμβουλευτική, δεν αποτελεί κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας της Ε.Ε.Υ., βάσει του άρθρου αυτού ― Πλάνη της Επιτροπής περί το νόμο και τα πράγματα, υπό τις περιστάσεις.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση σε μονάδες από την Ε.Ε.Υ βάσει του Άρθρου 35Β(10)(β) του Νόμου ― Διακριτική εξουσία της Επιτροπής να αποφασίσει αν θα προβεί σε τέτοια αποτίμηση ― Αν όμως αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες, δεν μπορεί να εφαρμόσει τη διάταξη μόνο ως προς τις συνεντεύξεις και όχι ως προς τους φακέλους ή αντίστροφα.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσθήκη μονάδων από Επιτροπή για περιεχόμενο φακέλων ― Το γεγονός ότι κατά την ετοιμασία των ειδικών εκθέσεων λήφθηκαν υπόψη οι συνήθεις εκθέσεις, από τους επιθεωρητές, δεν σημαίνει ότι κατά την αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία των συνήθων εκθέσεων ― Η Ε.Ε.Υ. υποχρεούται κατά την αξιολόγηση των φακέλων να διεξέλθει εξ υπαρχής όλες τις συνήθεις εκθέσεις.
Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή της εφεσίβλητης πέτυχε και οδήγησε σε ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν κατέληξε ότι η Επιτροπή «αγνόησε πλήρως το περιεχόμενο των φακέλων και ως εκ τούτου παραβίασε τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(10)(β) του νόμου». Η κατάληξή του ήταν ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης, γιατί «αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων» υπό την έννοια, θέση που θεωρείται απόλυτα ορθή, ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προηγούμενο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, στο τελικό στάδιο, η Επιτροπή, προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, οφείλει να διεξέλθει και η ίδια τους φακέλους, και έχει εξουσία να λάβει υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο που δυνατόν να συντείνει στην αύξηση των μονάδων των υποψηφίων, το δε γεγονός ότι προηγήθηκε αριθμητική αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν αποτελεί κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας της δυνάμει του Άρθρου 35Β(10)(β).
2. Ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζει και λέγει ότι, παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη της Επιτροπής, στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία που περιείχοντο στους φακέλους.
3. Η ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 35Β(10)(β) από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι και η ορθότερη. Όπως εύστοχα παρατήρησε, η εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από τη στιγμή που αποφασίζει να τις αυξήσει, η αύξηση πρέπει να στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των φακέλων. Το λεκτικό του Άρθρου 35Β(10)(β) είναι, πράγματι, σαφές. Αύξηση των μονάδων από την Επιτροπή επιτρέπεται μόνο όταν αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, σωρευτικά, από την προσωπική συνέντευξη, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων.
4. Το γεγονός ότι κατά τη σύνταξη των ειδικών εκθέσεων, σύμφωνα με τον Κανονισμό 18 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, οι οικείοι επιθεωρητές ή ομάδες επιθεωρητών έλαβαν υπόψη τις συνήθεις εκθέσεις που έγιναν από το 1984 μέχρι το 1995, όπως επίσης και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων εκθέσεων και επιθεωρήσεων των υποψηφίων, δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη ότι στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αντιπροσωπεύθηκαν επαρκώς όλα τα στοιχεία των συνήθων εκθέσεων και των φακέλων, κατά τρόπο, μάλιστα, που να απαλλάττει την Επιτροπή από την υποχρέωση να διεξέλθει εξ υπαρχής όλες τις συνήθεις εκθέσεις και όλους τους φακέλους, προκειμένου να διαμορφώσει πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 577/96, ημερ. 11.7.1997,
Χ"Αριστείδης ν. Ε.Ε.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4668,
Πουλλή ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 800/96, ημερ. 12.12.1997.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση Επιτροπή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Καλλής, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 861/96, ημερ. 8/8/97, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή της αιτήτριας - εφεσίβλητης και ακυρώθηκε η προαγωγή των Ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα καθηγητή Αγγλικών.
Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσείουσα.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αποδέχθηκε προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή, από 18.9.1996, των ενδιαφερόμενων μερών Αρετής Πιερίδου και Αιμιλίας Παντζιαρά, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα καθηγητή Αγγλικών.
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Μετά τη δημοσίευση δύο κενών θέσεων και την υποβολή αιτήσεων από επτά καθηγητές Αγγλικών, η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, ύστερα από μελέτη των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και αφού έκαμε την αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητάς τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 35Β(4)(α), (β), (γ) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 1969 έως 1999 (ο Νόμος), με βάση την αριθμητική αυτή αποτίμηση, κατάρτισε κατάλογο των προτεινόμενων για προαγωγή. Σύμφωνα με τον κατάλογο, πρώτη για προαγωγή προτάθηκε η εφεσίβλητη, με σύνολο μονάδων 205,266, δεύτερη η Αρετή Πιερίδου, με σύνολο μονάδων 204,666, και τρίτη η Αιμιλία Παντζιαρά, με σύνολο μονάδων 203,083. Αφού ο κατάλογος υποβλήθηκε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή) η τελευταία αποφάσισε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(9) του Νόμου, να καλέσει τους επτά υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. Μετά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή, αφού διαβουλεύθηκε, αξιολόγησε την απόδοση της εφεσίβλητης με το γενικό χαρακτηρισμό «Καλά», ενώ την απόδοση της Αρετής Πιερίδου και της Αιμιλίας Παντζιαρά αξιολόγησε με το γενικό χαρακτηρισμό «Πολύ καλά +». Κατόπιν τούτου, και ως αποτέλεσμα της εκτίμησης της απόδοσής τους στην προσωπική συνέντευξη, η Επιτροπή αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των τριών πρώτων υποψηφίων ως ακολούθως:
Σύνολο Μονάδων
Μαρία Λοΐζου 205,266 + 1,000 = 206,266
Αρετή Πιερίδου 204,666 + 2,500 = 207,166
Αιμιλία Παντζιαρά 203,083 + 3,500 = 206,583
Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, έκρινε ότι το περιεχόμενό τους δεν δικαιολογούσε την αύξηση των μονάδων οποιουδήποτε «γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.». Ακολούθως αποφάσισε να προάξει στις επίδικες θέσεις, από 18.9.1996, την Αρετή Πιερίδου και Αιμιλία Παντζιαρά, για το λόγο ότι συγκέντρωναν τις ψηλότερες μονάδες.
Ο πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας ότι:
(α) Η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης που συνίστατο στο γεγονός ότι «αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων».
(β) Η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος ουσιώδους πραγματικής πλάνης που συνίστατο στο γεγονός ότι θεώρησε «ότι κατά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύθηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους».
(γ) Η Επιτροπή παραβίασε το Νόμο, και, συγκεκριμένα, τη διάταξη του άρθρου 35Β(10)(β), αξιολογώντας τους υποψηφίους και αυξάνοντας τις μονάδες τους με βάση μόνο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις κατ' απομόνωση από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών τους εκθέσεων.
Τα ζητήματα που εγείρονται είναι κυρίως νομικά και αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 35Β(4) σε συνδυασμό με το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4):
«.η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες ως πιο κάτω:
(α) αξία:
το σύνολο των μονάδων που προκύπτει από την πρόσθεση του τετραπλάσιου του μέσου όρου των τελευταίων δύο βαθμολογιών και του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων δέκα ετών υπηρεσίας στη θέση ή, προκειμένου για υποψηφίους με υπηρεσία λιγότερη από δέκα έτη στη θέση, του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας στη θέση,
........................
(β) προσόντα:
1 έως 5 μονάδες, που δίνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφασή της, για πρόσθετο προσόν το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης,
*(γ) αρχαιότητα:
1 μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας στη θέση εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 37 του Νόμου αυτού.»
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου η αύξηση των μονάδων των υποψηφίων γίνεται ως εξής:
«(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψήφιους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(α) .........................
(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5, με αιτιολογημένη απόφασή της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.»
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης έχουν ως πραγματικό υπόβαθρο το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά της Επιτροπής, ημερομηνίας 16.9.1996 (Παράρτημα Ε στην Ένσταση):
«Στη συνέχεια η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων αυτών, αποφασίζει ότι το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων δεν δικαιολογεί την αύξηση των μονάδων τους, γιατί στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους.»
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι, υπό το φως του πιο πάνω αποσπάσματος, «το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αγνόησε πλήρως το περιεχόμενο των φακέλων και ως εκ τούτου παραβίασε τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) του νόμου είναι εσφαλμένο.».
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν κατέληξε ότι η Επιτροπή «αγνόησε πλήρως το περιεχόμενο των φακέλων και ως εκ τούτου παραβίασε τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) του νόμου». Η κατάληξή του ήταν ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης γιατί «αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων» υπό την έννοια, θέση που θεωρούμε απόλυτα ορθή, ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προηγούμενο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, στο τελικό στάδιο, η Επιτροπή, προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, οφείλει να διεξέλθει και η ίδια τους φακέλους, και έχει εξουσία να λάβει υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο που δυνατόν να συντείνει στην αύξηση των μονάδων των υποψηφίων, το δε γεγονός ότι προηγήθηκε αριθμητική αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αποτελεί κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας της δυνάμει του άρθρου 35Β(10)(β). (Βλέπε σχετικά Θέλμα Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 577/96, απόφαση ημερομηνίας 11.7.1997).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι «το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Επιτροπής λήφθηκε με πλάνη περί το νόμο γιατί αυτή θεώρησε πως στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους ενώ δεν αριθμοποιούνται στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατ' ανάγκη όλα τα στοιχεία των φακέλων είναι εσφαλμένο γιατί η Επιτροπή δεν αποφάσισε ότι σε κάθε περίπτωση όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους αριθμοποιούνται στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία που περιέχονταν στους φακέλους και δεν δικαιολογείτο κατά την κρίση της η παραχώρηση μονάδων γι' αυτά.»
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζει και λέγει ότι, παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη της Επιτροπής, στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αντιπροσωπεύονταν όλα τα στοιχεία που περιείχοντο στους φακέλους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Η πλάνη της Επιτροπής συνίσταται και στο γεγονός ότι θεώρησε πως «στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους». Ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Και τούτο γιατί δεν αριθμοποιούνται (στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής) κατ' ανάγκη όλα τα στοιχεία των εν λόγω φακέλων. Για παράδειγμα, για αποτίμηση της αξίας αριθμοποιούνται μόνο οι τελευταίες ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων (τετραπλασιάζεται ο μέσος όρος των τελευταίων δύο εκθέσεων και προστίθεται στο μέσο όρο της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων 10 ετών ή και λιγότερο των 10 ετών - βλ. άρθρο 35Β (4)(α) του Νόμου, Ν 65/87).
Όπως φαίνεται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λήφθηκαν υπόψη και αριθμοποιήθηκαν εκθέσεις των υποψηφίων από το έτος 1986/87 μέχρι 1994/95 και όχι προηγούμενες. Η αιτήτρια είχε καλύτερες εκθέσεις και πριν το 1986/87 και μετά, μέχρι σήμερα, από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επίσης, στους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων δεν βρίσκονται μόνο οι ειδικές εκθέσεις, η βαθμολογία των οποίων αριθμοποιείται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Υπήρχαν και οι συνήθεις εκθέσεις που δεν αποτιμούνται σε μονάδες στον εν λόγω κατάλογο. Και στις συνήθεις εκθέσεις υπερέχει η αιτήτρια των ενδιαφερομένων μερών.».
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι «το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) δεν επιτρέπουν αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις συνεντεύξεις κατ' απομόνωση από το περιεχόμενο των φακέλων είναι εσφαλμένο γιατί το άρθρο 35Β(10)(β) επιτρέπει την παραχώρηση μέχρι 5 μονάδων για τους φακέλους και την απόδοση στη συνέντευξη. Όμως η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μπορεί να αποφασίσει, όπως στην παρούσα υπόθεση, ότι δεν δικαιολογείται η παραχώρηση μονάδων για το περιεχόμενο των φακέλων και να δώσει μονάδες μόνο για τη συνέντευξη ή το αντίθετο.».
Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή έχει ως εξής:
«Ένα συναφές ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 35Β(10)(β) η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου με βάση μόνο την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και να αγνοήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Κατά την κρίση μου η σχετική εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από την στιγμή που αποφασίζει να υιοθετήσει το μέτρο της αυξήσεως η αύξηση πρέπει να αναφέρεται και στους δύο τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 35Β(10)(β), δηλαδή:
(ι) την εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και
(ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 35Β(10)(β) δεν επιτρέπει διάσπαση των δύο τομέων. Δεν επιτρέπει αξιολόγηση και αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις προσωπικές συνεντεύξεις κατά απομόνωση από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Ο σύνδεσμος «και» στο πιο πάνω άρθρο 35Β(10)(β) είναι συνδετικός («conjunctive») (Βλ. Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 232-233). Αν η πορεία που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή κρινόταν ως ορθή μια τέτοια κρίση θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου μέχρι 5 με βάση μόνο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Μια τέτοια πορεία είναι πρόδηλα αντίθετη με το λεκτικό του άρθρου 35Β(10)(β) και καταστρατηγεί κατάφωρα τις πρόνοιες και τους σκοπούς του. Οι πρόνοιες είναι σαφείς. Επιτρέπουν αύξηση των μονάδων μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφαση η οποία θα στηρίζεται στους δύο τομείς που μνημονεύονται από το Νόμο.»
Προς υποστήριξη της θέσης της η δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση παρέπεμψε στις υποθέσεις Νίκος Χ''Αριστείδης ν. ΕΕΥ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4668 και Ζήνα Πουλλή ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 800/96, απόφαση ημερομηνίας 12.12.1997. Πρόβαλε επίσης το επιχείρημα ότι, με την ερμηνεία που δόθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή στο άρθρο 35Β(10)(β), υποχρεώνεται η Επιτροπή να δώσει μονάδες για τους φακέλους ακόμα και όταν κρίνει ότι αυτό δεν δικαιολογείται από το περιεχόμενό τους.
Έχουμε την άποψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 35Β(10)(β) από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι και η ορθότερη. Όπως εύστοχα παρατήρησε, η εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από τη στιγμή που αποφασίζει να τις αυξήσει, η αύξηση πρέπει να στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των φακέλων. Το λεκτικό του άρθρου 35Β(10)(β) είναι, πράγματι, σαφές. Αύξηση των μονάδων από την Επιτροπή επιτρέπεται μόνο όταν αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, σωρευτικά, από την προσωπική συνέντευξη σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι «το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης τελούσε κάτω από την πλάνη ότι κατά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων αντιπροσωπεύθηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους γιατί το περιεχόμενο των συνήθων εκθέσεων δεν έχει ληφθεί υπόψη για την αριθμητική αποτίμηση του κριτηρίου της αξίας είναι εσφαλμένο καθότι για την ετοιμασία των ειδικών εκθέσεων των υποψηφίων από το 1985-1995 λαμβάνονταν υπόψη σύμφωνα με τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμούς του 1976 οι δυο συνήθεις εκθέσεις που προηγούνταν της κάθε ειδικής Έκθεσης. Στις συνήθεις όσο και στις ειδικές εκθέσεις που έγιναν σε χρόνο προγενέστερο των 10 ετών από την προκήρυξη της θέσης νόμιμα προσδίδεται, όπως φαίνεται από το άρθρο 35Β(4)(α) του νόμου, πολύ λιγότερη βαρύτητα.».
Έχουμε την άποψη ότι ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το γεγονός ότι κατά τη σύνταξη των ειδικών εκθέσεων, σύμφωνα με τον Κανονισμό 18 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, οι οικείοι επιθεωρητές ή ομάδες επιθεωρητών έλαβαν υπόψη τις συνήθεις εκθέσεις που έγιναν από το 1984 μέχρι το 1995, όπως επίσης και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων εκθέσεων και επιθεωρήσεων των υποψηφίων, δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη ότι στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αντιπροσωπεύθηκαν επαρκώς όλα τα στοιχεία των συνήθων εκθέσεων και των φακέλων, κατά τρόπο, μάλιστα, που να απαλλάττει την Επιτροπή από την υποχρέωση να διεξέλθει εξ υπαρχής όλες τις συνήθεις εκθέσεις και όλους τους φακέλους προκειμένου να διαμορφώσει πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.