ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 271
16 Μαΐου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ ΚΑΙ/ Η ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
HOLDERBANK FINANCIERE GLARUS A.G.,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2484)
Φορολογία Εισοδήματος ― Άρθρο 36(2) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων (όπως τροποποιήθηκαν με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990 (Ν.245/90) ― Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται μόνο για το Άρθρο 36 αλλά και για όλα τα υπόλοιπα άρθρα του Πέμπτου Μέρους ― Ειδικότερα σε σχέση με το Άρθρο 35Γ ― Ρητή αναφορά στο λεκτικό της διάταξης.
Η εφεσίβλητη πέτυχε ακύρωση πρωτόδικα της απόφασης του Εφόρου, να μην επιστρέψει σε αυτήν τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν από μερίσματα που εισέπραξε για τα έτη 1991 και 1992. Η νομιμότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, αμφισβητήθηκε με την έφεση των εφεσειόντων.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το θέμα που εγείρεται είναι αμιγώς νομικό και αφορά την ερμηνεία των Άρθρων 35, 35Α, 35Β, 35Γ και 36, που εντάχθηκαν στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990 (Νόμος 245/90), ως Πέμπτο Μέρος, υπό τον τίτλο «Εταιρικός Φόρος και Μερίσματα». (Άρθρα 26 και 27 του Νόμου 245/90).
Η έφεση επικεντρώθηκε σε ένα ουσιαστικά λόγο. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη του Άρθρου 36(2) του Νόμου δεν εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια του Άρθρου 36, περί Συμψηφισμού, αλλά εφαρμόζεται και σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα του Πέμπτου Μέρους και, ιδιαίτερα, το Άρθρο 35Γ.
Σύμφωνα με την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα, η διάταξη του Άρθρου 36(2) εντάσσεται στο Άρθρο 36, που ρυθμίζει τα του συμψηφισμού του παρακρατηθέντα φόρου, εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια και για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, και δεν επιτρέπεται η κατ' αναλογία εφαρμογή της στη διάταξη του Άρθρου 35Α(2), που προνοεί για την επιστροφή του παρακρατηθέντα, σύμφωνα με το Άρθρο 35, φόρου.
Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης. Είναι η εισήγησή του ότι, αναφορικά με το θέμα της επιστροφής του παρακρατηθέντα φόρου σε αλλοδαπές εταιρείες, η διατύπωση της διάταξης του Άρθρου 35Α(2) είναι σαφής και δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία παρά ότι ο φόρος που παρακρατήθηκε, νοουμένου ότι η σχετική αίτηση για επιστροφή του υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία των έξι χρόνων, επιστρέφεται πάντοτε χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό.
Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, την οποία και αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ορθή. Το Άρθρο 35Γ προβλέπει μεν ότι δεν παρακρατείται φόρος από δημόσια εταιρεία σε περίπτωση κατά την οποία τα μερίσματα τα οποία πληρώνονται μέχρι την 30.12.1995 προέρχονται από εισόδημα πάνω στο οποίο καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος φόρος με συντελεστή που ίσχυε πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου 245/90, δηλαδή την 1.1.1991, αλλά η επιφύλαξη στη διάταξη του Άρθρου 36(2) είναι ρητή, και αναφέρεται ειδικά στο Άρθρο 35Γ με τη φράση «παρά τις διατάξεις του Άρθρου 35Γ». Από την φράση αυτή είναι πρόδηλο ότι η διάταξη του Άρθρου 36(2) εφαρμόζεται και σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα του Πέμπτου Μέρους του Νόμου. Η ίδια θέση υποστηρίζεται και από τη χρήση, στην ίδια διάταξη, της φράσης «οποτεδήποτε καταβάλλεται μέρισμα». Και από τη φράση αυτή προκύπτει καθαρά, ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση συμψηφισμού αλλά, γενικότερα, σε κάθε περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 389/95, ημερ. 24/6/97, με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή του ημερ. 25/11/94, να μην επιστρέψουν στην αιτήτρια αλλοδαπή εταιρεία τα ποσά φόρου εισοδήματός της τα οποία παρακρατήθηκαν από τα μερίσματα τα οποία εισέπραξε κατά τα έτη 1991 και 1992.
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κακογιάννης με Ν. Τριμικλινιώτη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή εταιρεία της οποίας ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται εκτός της Δημοκρατίας. Ήταν μέτοχος στην Κυπριακή δημόσια εταιρεία The Cyprus Cement Co Ltd. Τα εισοδήματά της στη Δημοκρατία, για τα έτη 1991 και 1992, προήλθαν από μερίσματα που εξέδωσε η εν λόγω Κυπριακή εταιρεία.
Αφού η εφεσίβλητη υπέβαλε τις φορολογικές της δηλώσεις για τα έτη 1989, 1990 και 1991, στις 29.1.1993, ο εφεσείων απάντησε στους ελεγκτές της ότι οι δηλώσεις έγιναν αποδεκτές και, ως εκ τούτου, θα επιστρέφονταν στην εφεσίβλητη τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν από τα μερίσματα που εισέπραξε. Τα ποσά αυτά ήταν, συνολικά, £163.119,80. Ειδικά για το 1991, το επιστρεπτέο ποσό φόρου ήταν £127.637,08. Στις 12.4.1993 οι ελεγκτές της εφεσίβλητης ζήτησαν να τους αποσταλούν όλα τα επιστρεπτέα ποσά. Εις απάντηση, στις 23.4.1993, ο εφεσείων πληροφόρησε την εφεσίβλητη, και τους ελεγκτές της, ότι, κατόπιν επανεξέτασης των προσδιορισμών του φορολογητέου εισοδήματός της, είχε ανακαλέσει και τροποποιήσει την αρχική του απόφαση με αποτέλεσμα το επιστρεπτέο ποσό φόρου για το 1991 να είναι μικρότερο, συγκεκριμένα £65.217,23. Ενόψει της τροποποίησης, οι ελεγκτές της εφεσίβλητης, στις 26.5.1993, υπέβαλαν ένσταση κατά της φορολογίας για το 1991, ζήτησαν όμως να τους επιστραφεί έστω το μικρότερο ποσό που, σύμφωνα με τη νεότερη απόφαση του εφεσείοντα, ήταν επιστρεπτέο. Προτού ο εφεσείων απαντήσει, στις 30.7.1993, λήφθηκε και ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος της εφεσίβλητης για το 1992. Το επιστρεπτέο ποσό, για το 1992, ήταν, κατά την εφεσίβλητη, £49.577,11. Στις 16.11.1993 ο εφεσείων, αναφερόμενος στην επιστολή τους της 26.5.1993, πληροφόρησε τους ελεγκτές της εφεσίβλητης ότι το ζήτημα παραπέμφθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για γνωμοδότηση και ότι θα 'πρεπε να αναμένουν την τελική του απόφαση μετά που θα είχε τη γνωμοδότηση. Στην επιστολή του εφεσείοντα αναφέρονταν και τα εξής:
«Θα συμφωνείτε μαζί μου ότι η επιστροφή τέτοιων μεγάλων ποσών φόρου που σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση να επιστραφούν, χρήζει ενδελεχούς μελέτης και επιβεβαίωσης από την νομική υπηρεσία ότι πράγματι δεν μπορεί να δοθεί άλλη ερμηνεία στο αντίστοιχο άρθρο του νόμου από αυτή που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ορθή.»
Μετά τη λήψη της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και αφού εξέτασε για πρώτη φορά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εφεσίβλητης για το 1992, ο εφεσείων, με επιστολή του προς τους ελεγκτές της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 25.11.1994, τους πληροφόρησε ότι αποφάσισε να μην επιστρέψει στην εφεσίβλητη τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν από τα μερίσματα που εισέπραξε για τα έτη 1991 και 1992.
Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του εφεσείοντα, που ακυρώθηκε πρωτόδικα ως εσφαλμένη, είναι το αντικείμενο της έφεσης.
Το θέμα που εγείρεται είναι αμιγώς νομικό και αφορά την ερμηνεία των άρθρων 35, 35Α, 35Β, 35Γ και 36, που εντάχθηκαν στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990 (Νόμος 245/90), ως Πέμπτο Μέρος, υπό τον τίτλο «Εταιρικός Φόρος και Μερίσματα». (Άρθρα 26 και 27 του Νόμου 245/90).
Τα εν λόγω άρθρα, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της έφεσης, έχουν ως εξής:
«35.-(1) Κάθε οργανισμός προσώπων ο οποίος συστήνεται στη Δημοκρατία ή του οποίου ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία θα παρακρατεί φόρο με συντελεστή τριάντα τοις εκατόν από το ποσό των μερισμάτων το οποίο πληρώνεται στους μετόχους χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η έκπτωση λόγω διπλής φορολογίας:
Νοείται ότι ο παρακρατηθείς φόρος δε θα συμψηφίζεται με τον εταιρικό φόρο.
.................................
35Α.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οργανισμός προσώπων ο οποίος συστήνεται στη Δημοκρατία, ή του οποίου ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία εκδίδει μέρισμα από κέρδη τα οποία προέρχονται από μέρισμα μετοχών σε άλλο οργανισμό προσώπων ο οποίος επίσης συστήνεται στη Δημοκρατία ή του οποίου επίσης ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία δικαιούται σε επιστροφή του παρακρατηθέντα φόρου πάνω στα μερίσματα ο οποίος αναλογεί στο ποσό του μερίσματος το οποίο πληρώνεται από αυτόν.
(2) Σε περίπτωση οργανισμού προσώπων ο οποίος συστήνεται εκτός της Δημοκρατίας, ή του οποίου ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται εκτός της Δημοκρατίας ο οποίος αποκτά μέρισμα από οργανισμό προσώπων ο οποίος συστήνεται στη Δημοκρατία, ή του οποίου ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία, δικαιούται σε επιστροφή του παρακρατηθέντα φόρου ανεξάρτητα από την έκδοση μερίσματος από αυτόν:
Νοείται ότι κάθε απαίτηση για επιστροφή του φόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρέπει να γίνεται μέσα σε χρονικό διάστημα έξι χρόνων από την ημερομηνία κατά την οποία ο οργανισμός προσώπων απέκτησε το μέρισμα.
.....................................
35Γ. Οργανισμός προσώπων ο οποίος συστήνεται στη Δημοκρατία, ή του οποίου ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία δεν παρακρατεί φόρο σε περίπτωση κατά την οποία τα μερίσματα τα οποία πληρώνονται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 προέρχονται από εισόδημα πάνω στο οποίο καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος φόρος με συντελεστή ο οποίος ίσχυε πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
36.-(1) Ολόκληρο το ποσό φόρου ή προσωπικής εισφοράς το οποίο παρακρατείται από τον οργανισμό προσώπων από το μέρισμα το οποίο καταβάλλεται στους μετόχους σύμφωνα με το άρθρο 35 και ολόκληρο το ποσό φόρου ή προσωπικής εισφοράς το οποίο αναλογεί στο μερίδιο που δικαιούται οποιοδήποτε πρόσωπο από το εισόδημα του οργανισμού προσώπων το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και το οποίο μέρισμα ή μερίδιο από τα κέρδη περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα του μετόχου ή του προσώπου αυτού, δύναται για σκοπούς είσπραξης να συμψηφίζεται με το φόρο που επιβλήθηκε στο πιο πάνω φορολογητέο εισόδημα:
Νοείται ότι ο συμψηφισμός του φόρου περιορίζεται στο ποσό το οποίο παρακρατήθηκε από τα μερίσματα τα οποία καταβάλλονται στους μετόχους.
(2) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 35Γ, οποτεδήποτε καταβάλλεται μέρισμα από κέρδη τα οποία πραγματοποιήθηκαν πριν από το φορολογητέο έτος 1991, λογίζεται ότι παρακρατήθηκε φόρος από τον οργανισμό προσώπων από το εισόδημα από το οποίο καταβάλλεται το μέρισμα με συντελεστή με τον οποίο καταβλήθηκε ή ήταν καταβλητέος ο φόρος.»
Η έφεση επικεντρώθηκε σε ένα ουσιαστικά λόγο. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 36(2) του Νόμου δεν εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια του άρθρου 36, περί Συμψηφισμού, αλλά εφαρμόζεται και σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα του Πέμπτου Μέρους και, ιδιαίτερα, το άρθρο 35Γ.
Σύμφωνα με την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα, η διάταξη του άρθρου 36(2) εντάσσεται στο άρθρο 36, που ρυθμίζει τα του συμψηφισμού του παρακρατηθέντα φόρου, εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια και για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, και δεν επιτρέπεται η κατ' αναλογία εφαρμογή της στη διάταξη του άρθρου 35Α(2), που προνοεί για την επιστροφή του παρακρατηθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 35, φόρου.
Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης. Είναι η εισήγησή του ότι, αναφορικά με το θέμα της επιστροφής του παρακρατηθέντα φόρου σε αλλοδαπές εταιρείες, η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 35Α(2) είναι σαφής και δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία παρά ότι ο φόρος που παρακρατήθηκε, νοουμένου ότι η σχετική αίτηση για επιστροφή του υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία των έξι χρόνων, επιστρέφεται πάντοτε χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό.
Έχουμε την άποψη ότι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, την οποία και αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ορθή. Το άρθρο 35Γ προβλέπει μεν ότι δεν παρακρατείται φόρος από δημόσια εταιρεία σε περίπτωση κατά την οποία τα μερίσματα τα οποία πληρώνονται μέχρι την 30.12.1995 προέρχονται από εισόδημα πάνω στο οποίο καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέος φόρος με συντελεστή που ίσχυε πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου 245/90, δηλαδή την 1.1.1991, αλλά η επιφύλαξη στη διάταξη του άρθρου 36(2) είναι ρητή, και αναφέρεται ειδικά στο άρθρο 35Γ με τη φράση «παρά τις διατάξεις του άρθρου 35Γ». Από την φράση αυτή είναι πρόδηλο ότι η διάταξη του άρθρου 36(2) εφαρμόζεται και σε σχέση με τα υπόλοιπα άρθρα του Πέμπτου Μέρους του Νόμου. Η ίδια θέση υποστηρίζεται και από τη χρήση, στην ίδια διάταξη, της φράσης «οποτεδήποτε καταβάλλεται μέρισμα». Και από τη φράση αυτή προκύπτει καθαρά ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση συμψηφισμού αλλά, γενικότερα, σε κάθε περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.