ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 129

3 Μαρτίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΗΣ ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2417)

 

Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Έκπτωση δαπανών που γίνονται αποκλειστικά για κτήση του εισοδήματος ― Τόκοι δανείων για εισοδηματικές δαπάνες ― Δεν αποτελούν εισοδηματικές δαπάνες αλλά κεφαλαιουχικές, αυτές που γίνονται για εμπορική εύνοια.

Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε η προσβληθείσα απόφαση του εφεσίβλητου εφόρου, να μην επιτρέψει έκπτωση τόκων για δάνειο που έγινε για την πληρωμή της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

To ίδιο στη φυσιογνωμία ζήτημα σχετικά με την εμπορική εύνοια απασχόλησε την Ολομέλεια στη Friemil Trading Ltd v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, όπου υποδείχθηκε, με αναφορά στην G. Pavlou Textiles Industries Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 225, ότι η δαπάνη για εμπορική εύνοια είναι από τη φύση της, όχι εισοδηματική, αλλά κεφαλαιουχική, για την οποία δεν προβλεπόταν συναφώς η αφαίρεση τόκων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Friemil Trading Ltd v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1997) 3 Α.Α.Δ. 588,

G. Pavlou Textiles Industries Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 225.

Έφεση.

Έφεση της εφεσείουσας εταιρείας κατά της απόφασης του Δικαστηρίου (Φ. Νικολαΐδης, Δ.) στις Yποθέσεις Αρ. 1022/97, 1023/97 και 1024/97, ημερ. 24/1/97, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές της κατά του ποσού της βεβαίωσης φόρου εισοδήματος, το οποίο της επιβλήθηκε για τα έτη 1988-1991.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία προσέβαλε την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος με την οποία προέβη σε βεβαιώσεις φόρου εισοδήματος, ορίζοντας κατά την κρίση του το ποσό του αντικειμένου φόρου κατόπιν της μη αποδοχής δηλώσεων που υποβλήθηκαν για τα φορολογικά έτη 1988, 1989, 1990 και 1991, βάσει του άρθρου 13(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78 όπως τροποποιήθηκε) και συνακόλουθα, ενεργώντας ως Διευθυντής, σε βεβαιώσεις στις οποίες προέβη για την έκτακτη εισφορά σε σχέση με τις τριμηνίες των ετών 1989, 1990, 1991 και για την έκτακτη εισφορά για την άμυνα σε σχέση με τα δεύτερα εξάμηνα του 1988, 1989 και όλα τα εξάμηνα του 1990, 1991.

Ένα ήταν το ζήτημα που η εφεσείουσα έθεσε υπό αμφισβήτηση:  το κατά πόσο εδικαιολογείτο η κατάληξη πως το φορολογητέο εισόδημα το οποίο η ίδια είχε προσδιορίσει με την υποβολή εξηλεγμένων λογαριασμών για τα έτη 1988, 1989, 1990 και 1991 ως £1.478, £693, £5.354 και £5.576 αντιστοίχως, ήταν στην πραγματικότητα ψηλότερο κατά £961, £1.391, £1.568, £1.525 αντιστοίχως.

Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, αυτό εξαρτάτο από το κατά πόσο το υπόλοιπο του λογαριασμού του συμβούλου της εφεσείουσας κ. Άντη Κωνσταντίνου ήταν πιστωτικό ή χρεωστικό. Για τον εξής λόγο. Κατόπιν της ίδρυσης της εφεσείουσας το 1987, με μόνους μετόχους και συμβούλους τον κ. Άντη Κωνσταντίνου με τη σύζυγό του, η εφεσείουσα αγόρασε την επιχείρηση πρατηρίου πετρελαιοειδών που διατηρούσε ο κ. Α. Κωνσταντίνου. Περιλήφθηκε ως μέρος του τιμήματος και ποσό £25.000 για εμπορική εύνοια.  Αυτό το ποσό η εφεσείουσα το πίστωσε στο λογαριασμό του συμβούλου κ. Α. Κωνσταντίνου. Με αποτέλεσμα ο λογαριασμός του κ. Α. Κωνσταντίνου να μη δείχνει το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο αλλιώς θα έδειχνε.  Η εφεσείουσα διεκδίκησε, σε σχέση με τα υπό αναφορά έτη, την αφαίρεση τόκων για δάνεια που συνήψε ως δαπάνη για την κτήση εισοδήματος. Αυτό φαίνεται από τους υποβληθέντες εξηλεγμένους λογαριασμούς. Είναι προφανές πως ο Έφορος θεώρησε πως δεν έπρεπε να επιτραπούν οι τόκοι που αναλογούσαν στο μέρος των δανείων  τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ώστε να πιστωθεί ο λογαριασμός του κ. Α. Κωνσταντίνου με αναφορά στην εμπορική εύνοια. Τα ποσά που ο Έφορος εν τέλει πρόσθεσε στο εισόδημα της εφεσείουσας αποτελούν τον υπολογισμό του για αυτούς τους τόκους από τα στοιχεία που έδωσε η ίδια η εφεσείουσα. Σχετικές αριθμητικές πράξεις στο φάκελο, εξηγούν το αποτέλεσμα.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση μέσω των ελεγκτών της, προβάλλοντας ότι "το πρόσθετο ποσό που φορολογείται για τόκους στα χρεωστικά υπόλοιπα διευθυντών πρέπει να είναι λανθασμένο γιατί τα υπόλοιπα των διευθυντών ήταν πάντοτε πιστωτικά". Ο Έφορος απέρριψε την ένσταση. Στην επιστολή του προς την εφεσείουσα, ημερ. 7 Νοεμβρίου 1994, με την οποία κοινοποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε τους λόγους ως εξής:

"Αναφέρομαι στην επιστολή των Ελεγκτών σας με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1994 με βάση την οποία κάνουν ένσταση κατά των φορολογιών του εισοδήματός σας για τα φορολογικά έτη 1988, 89, 90 και 91. Ο λόγος για τον οποίο υποβλήθηκε η ένσταση είναι γιατί αποφάσισα να περιορίσω τους τόκους που πληρώσατε επειδή προέκυψαν από δανειοδότησή σας που αναλήφθηκε από τους Διευθυντές σας και κατά συνέπεια οι σχετικοί τόκοι δεν θεωρούνται σαν έξοδο εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την κτήση του εισοδήματός σας.

Προς πληροφορία σας εξακολουθώ να επιμένω ότι για σκοπούς προσδιορισμού των μη επιτρεπομένων τόκων τα υπόλοιπα των Διευθυντών σας με την Εταιρεία τους είναι χρεωστικά και τίθεται θέμα περιορισμού των τόκων.  Η δημιουργία καλής φήμης και η ανάλογη πίστωση του προσωπικού λογαριασμού των μετόχων σας δεν έχει κανένα εμπορικό σκοπό ή και όφελος για την επιχείρησή σας.

Περαιτέρω εφ' όσον πρόκειται για συμφωνία μεταξύ σχετικών προσώπων (related party agreement) δεν μπορεί ο μέτοχος να πουλά στην Εταιρεία του τέτοιου είδους πλαστά στοιχεία που δεν εξυπηρετούν κανένα εμπορικό σκοπό αλλά που έχουν σαν στόχο την δυνατότητα να εξουδετερώνεται το άρθρο 47Α (Δάνεια σε Διευθυντές με τόκο 9% κτλ)."

Ο λόγος που δίδεται με την τρίτη παράγραφο είναι εν προκειμένω εντελώς άστοχος: όχι μόνο με αναφορά στο χαρακτηρισμό ως πλαστών των στοιχείων σχετικά με την εμπορική εύνοια αλλά και με αναφορά στο άρθρο 47Α του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (Ν. 58/61 όπως τροποποιήθηκε) το οποίο εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν. 245/90 με εφαρμογή από 1.1.91 και το οποίο χρονικά δεν κάλυπτε τα έτη 1988, 1989, 1990 ενώ θεματικά ούτε το 1991. Εξ άλλου, τα όσα εκτίθενται ως αιτιολογία στις πρώτες δύο παραγράφους θα μπορούσαν να διατυπωθούν ευκρινέστερα. Εξηγούν όμως την ουσία της κατάληξης.  Η οποία δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να ήταν διαφορετική. Το ίδιο στη φυσιογνωμία ζήτημα σχετικά με την εμπορική εύνοια απασχόλησε την Ολομέλεια στη Friemil Trading Ltd v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1997) 3 Α.Α.Δ. 588, όπου υποδείχθηκε, με αναφορά στην G. Pavlou Textiles Industries Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 225, ότι η δαπάνη για εμπορική εύνοια είναι από τη φύση της όχι εισοδηματική αλλά κεφαλαιουχική για την οποία δεν προβλεπόταν συναφώς η αφαίρεση τόκων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο