ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 3 ΑΑΔ 7

14 Ιανουαρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙNIΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

FRAMESPEX LTD,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2448)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Προτιμησιακή μεταχείριση βάσει πιστοποιητικού κινήσεως EUR. 1 ― Mεταγενέστερη επαλήθευση ― Αποτυχία του εξαγωγέα να αποδείξει τη χώρα προέλευσης, βαρύνει τον εισαγωγέα στον καταβλητέο δασμό ― Ισχυρισμοί περί ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, απορρίφθηκαν.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Μόνο θέματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα είναι δυνατόν να εγερθούν και συζητηθούν κατ' έφεση.

Η Εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε να ανατρέψει με την έφεσή της την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή της, κατά της απόφασης επιβολής πρόσθετου εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο Διευθυντής προέβη στη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα.  Αφ' ης στιγμής οι αρμόδιες Βρετανικές Αρχές τον πληροφόρησαν ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την από μέρους τους έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως, δεν εγειρόταν θέμα να απαιτήσει να του παράσχουν τις διευκρινίσεις και τα στοιχεία που εισηγήθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση.  Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι και επαρκώς αιτιολογημένη.   Όπως επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής, «συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επανεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο. Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται, να μην μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση.».

2.  Όσον αφορά το λόγο έφεσης που αναφέρεται στην καθυστέρηση ανάκλησης της αρχικής απόφασης με την οποία καθορίστηκε ο εισαγωγικός δασμός και η έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση και στην καθυστέρηση της διαδικασίας επαλήθευσης, το ζήτημα δεν ήταν επίδικο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή. Δεν αναφερόταν ως λόγος ακυρώσεως ούτε και συζητήθηκε στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας. Θίγηκε για πρώτη φορά στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας και εφόσον δεν είχε εξειδικευθεί στους νομικούς λόγους οι οποίοι είχαν προβληθεί προς υποστήριξη της προσφυγής, το ζήτημα δεν απασχόλησε τον πρωτόδικο Δικαστή για το λόγο ότι, δεν εγειρόταν ως θέμα στην προσφυγή. Τούτου δοθέντος, ακολουθεί ότι το ίδιο ζήτημα δεν μπορεί να απασχολήσει το Δικαστήριο ούτε στην Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία. Βάσει του κανόνα ότι μόνο θέματα τα οποία εγείρονται πρωτόδικα είναι δυνατό να εγερθούν και συζητηθούν κατ' έφεση. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Nissis v. Republic (No.2) (1967) 3 C.L.R. 671,

C.D. Hay Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 238,

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510,

Δημοκρατία ν. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603,

Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31,

 Ηράκλη ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 530.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Νικολάου, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 436/95, ημερ. 9/5/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής από τους καθ' ων η αίτηση πρόσθετου εισαγωγικού δασμού και πρόσθετης προσφυγικής επιβάρυνσης συνολικού ύψους Λ.Κ. 1.479,57 για την εισαγωγή στην Κύπρο γυαλιών ηλίου μάρκας Rayban.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής, Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, μεταξύ Νοεμβρίου 1991 και Μαρτίου 1992, η εφεσείουσα εισήγαγε στην Κύπρο οπτικά είδη τα οποία, κατόπιν αποταμίευσης, τελωνίστηκαν για εσωτερική κατανάλωση. Τα εν λόγω είδη - γυαλιά ηλίου μάρκας Rayban - έτυχαν προτιμησιακής μεταχείρισης στην καταβολή εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης καθότι συνοδεύοντο από πιστοποιητικό κινήσεως EUR.1 το οποίο είχε επισυναφθεί στη διασάφηση σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας που συνιστά Σύνδεση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (όπως ήταν τότε), που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας της 30.11.1977 (το Πρωτόκολλο). Η εφεσείουσα είχε διεκδικήσει την προτιμησιακή αυτή μεταχείριση δυνάμει του άρθρου 4(1)(2) των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων του 1991 έως 1992. (Ν.12/1991 και Ν.18(I)/1992) (ο Νόμος).

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, το πιστοποιητικό κινήσεως EUR.1 εκδίδεται από τις Τελωνειακές Αρχές του εξάγοντος Κράτους όπου τα εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν ως «προϊόντα προελεύσεως» εντός της έννοιας του Πρωτοκόλλου. Το πιστοποιητικό χορηγείται στον εξαγωγέα κατόπιν αίτησής του και υποβάλλεται, κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων, στις Τελωνειακές Αρχές του εισάγοντος Κράτους. Με την υποβολή, όμως, του πιστοποιητικού κατά τον τελωνισμό δεν λήγει το ζήτημα. Το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου παρέχει τη δυνατότητα για μεταγενέστερη επαλήθευση του πιστοποιητικού κινήσεως. Προβλέπει τα ακόλουθα:

«Άρθρον 24 - 1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.

2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν ...

3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.

4. ...................................

5. ................................»

Στην περίπτωση των επίδικων τεσσάρων τελωνισμών ο εφεσίβλητος Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων (ο Διευθυντής) αποφάσισε τη διεξαγωγή διαδικασίας επαλήθευσης.  Με επιστολή του ημερομηνίας 3.9.1992, αποτάθηκε στις Βρετανικές Τελωνειακές Αρχές, απ' όπου οι εισαγωγές, και ζήτησε να εξακριβωθεί η εγκυρότητα και αυθεντικότητα των πιστοποιητικών κινήσεως τα οποία είχαν παρουσιαστεί από την εφεσείουσα.  Επεσήμανε, ως ιδιαίτερο στοιχείο για εξέταση, το ότι οι σκελετοί των γυαλιών έφεραν επιγραφή που περιείχε αναφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι Βρετανικές Τελωνειακές Αρχές απάντησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 6.6.1994. Σ' αυτή αναφερόταν ότι η έρευνα που διεξήγαγαν δεν κατέδειξε ότι τα εμπορεύματα τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στα πιστοποιητικά κινήσεως πληρούσαν τους όρους της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Προστίθετο η εξήγηση ότι ο εξαγωγέας απέτυχε να παράσχει επαρκείς αποδείξεις ότι τα εμπορεύματα ικανοποιούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για προτιμησιακή μεταχείριση κατά την εξαγωγή τους. Η επιστολή κατέληγε ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική επαλήθευση των πιστοποιητικών κινήσεως.

Ενόψει της πιο πάνω απάντησης, και ύστερα από περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, η οποία περιλάμβανε και τη λήψη στοιχείων από την εφεσείουσα αναφορικά με παλαιότερες εισαγωγές, ο Διευθυντής, αφού έκρινε ότι τα τελωνισθέντα εμπορεύματα έπρεπε να είχαν επιβαρυνθεί με εισαγωγικό δασμό και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση με βάση γενικούς συντελεστές, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου, επέβαλε στην εφεσείουσα επιπρόσθετο εισαγωγικό δασμό και επιπρόσθετη προσφυγική επιβάρυνση συνολικού ύψους £Κ1.479,57.

Η απόφαση αυτή του Διευθυντή, που γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερομηνίας 16.2.1995, αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής. Οι λόγοι ακυρώσεως που προωθήθηκαν ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας και η έλλειψη αιτιολογίας. Ο πρωτόδικος Δικαστής, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, δεν δέχθηκε ότι αποδείχθηκε είτε ο ένας είτε ο άλλος λόγος ακυρώσεως και απέρριψε την προσφυγή.

Με την έφεση προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα δέουσας, υπό τις περιστάσεις, έρευνας και ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Πρόσθετα, προσβάλλεται η παράλειψή του να εξετάσει «το θέμα της πολύ μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην ανάκληση της αρχικής απόφασης με την οποία καθορίστηκε ο δασμός και η έκτακτη προσφυγική εισφορά και της πολύ μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στη διαδικασία της επαλήθευσης.».

Κρίνουμε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Δυνάμει του Πρωτοκόλλου, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας. Αυτός βεβαιώνει τις αρμόδιες αρχές του εξάγοντος Κράτους ότι τα εμπορεύματα πληρούν τις προϋποθέσεις των κανόνων προέλευσης, όπως προβλέπει το Πρωτόκολλο, και αυτός προκαλεί την έκδοσή του. Ο εισαγωγέας των εμπορευμάτων, διεκδικώντας την προτιμησιακή μεταχείριση, υποβάλλει, κατά τον τελωνισμό, το πιστοποιητικό κινήσεως στις αρμόδιες αρχές του εισάγοντος Κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου, η επαλήθευση του πιστοποιητικού κινήσεως μπορεί να ζητηθεί, μεταξύ άλλων, λόγω εύλογης αμφιβολίας περί την εγκυρότητα και/ή την αυθεντικότητά του. Στην προκείμενη περίπτωση, λόγω της αναφοράς των Ηνωμένων Πολιτειών στους σκελετούς των γυαλιών, ο Διευθυντής εύλογα αμφέβαλε κατά πόσο τα εμπορεύματα πληρούσαν τους κανόνες προέλευσης. Ως εκ τούτου, απευθύνθηκε στις αρμόδιες Βρετανικές Αρχές με την παράκληση να εξακριβώσουν την εγκυρότητα και αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως το οποίο είχαν εκδώσει στον εξαγωγέα και να τον πληροφορήσουν σχετικά. Οι Βρετανικές Αρχές απάντησαν ότι, δεδομένου ότι ο εξαγωγέας απέτυχε να παράσχει επαρκείς αποδείξεις περί του αντιθέτου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εξαγωγή με καθεστώς προτιμησιακού δασμού και κακώς είχαν εκδώσει το πιστοποιητικό κινήσεως, το οποίο και δεν θα εξέδιδαν αν η έρευνα διεξαγόταν, όχι εκ των υστέρων, για σκοπούς επαλήθευσης, αλλά εκ των προτέρων, κατά το χρόνο, δηλαδή, που ο εξαγωγέας ζήτησε την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος Διευθυντής, πέρα από το να εξασφαλίσει τη θέση των Βρετανικών Αρχών αναφορικά με την εγκυρότητα και αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως, όφειλε να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα «και να απαιτήσει διευκρινίσεις από πλευράς των Τελωνειακών Αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με το ποιες προϋποθέσεις του Πρωτοκόλλου δεν πληρούνταν και τους λόγους που δεν πληρούνταν» και, επίσης, όφειλε να ζητήσει από την εφεσείουσα «περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι στην επιστολή των Τελωνειακών Αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρεται ότι ο εξαγωγέας παρέλειψε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία».  Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο Διευθυντής προέβη στη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα. Αφ' ης στιγμής οι αρμόδιες Βρετανικές Αρχές τον πληροφόρησαν ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την από μέρους τους έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως, δεν εγειρόταν θέμα να απαιτήσει να του παράσχουν τις διευκρινίσεις και τα στοιχεία που εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας.  Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση. Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων.  Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι και επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής, «συνδέει άμεσα και με σαφήνεια τις επανεχθείσες τελωνίσεις με την εν τέλει διαπίστωση, δυνάμει της προβλεπόμενης διαδικασίας για επαλήθευση, ότι το παρουσιασθέν πιστοποιητικό κίνησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο. Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται, να μην μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση.».

Όσον αφορά το λόγο έφεσης που αναφέρεται στην καθυστέρηση ανάκλησης της αρχικής απόφασης με την οποία καθορίστηκε ο εισαγωγικός δασμός και η έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση και στην καθυστέρηση της διαδικασίας επαλήθευσης, παρατηρούμε ότι το ζήτημα δεν ήταν επίδικο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή. Δεν αναφερόταν ως λόγος ακυρώσεως ούτε και συζητήθηκε στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας. Θίγηκε για πρώτη φορά στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας με σκοπό τη διάκριση δικαστικής απόφασης που επικαλέσθηκε η άλλη πλευρά προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της. Εφόσον δεν είχε εξειδικευθεί στους νομικούς λόγους οι οποίοι είχαν προβληθεί προς υποστήριξη της προσφυγής, το ζήτημα δεν απασχόλησε τον πρωτόδικο Δικαστή για το λόγο ότι, όπως ορθά παρατήρησε, δεν εγειρόταν ως θέμα στην προσφυγή. Τούτου δοθέντος, ακολουθεί ότι το ίδιο ζήτημα δεν μπορεί να απασχολήσει το Δικαστήριο ούτε στην Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία.  Βάσει του κανόνα ότι μόνο θέματα τα οποία εγείρονται πρωτόδικα είναι δυνατό να εγερθούν και συζητηθούν κατ' έφεση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Christodoulos Nissis v. Republic (Public Service Commission) (No.2) (1967) 3 C.L.R. 671, C.D. Hay Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 238, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510, Δημοκρατία ν. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603, Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31 και Ηράκλη ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 530.)

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο