ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 228
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2455
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.
1. Χριστόδουλου Αργυρού, και άλλων ως ο
επισυνημμένος κατάλογος Α,
Εφεσείοντες-αιτητές
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Υπουργικού Συμβουλίου,
Εφεσιβλήτων-καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
17 Απριλίου 2000
Για τους εφεσείοντες: Α. Ανδρέου.
Για τους εφεσιβλήτους: Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρος
της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η θέση των εφεσειόντων αφορμάται από την άποψη ότι με την απόφαση στην Παπαγεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 941 ημερ. 10 Απριλίου 1990 επήλθε νομολογιακά μεταβολή του δικαίου βάσει του οποίου κρίθηκε η δική τους περίπτωση με την απόφαση της Ολομέλειας στη Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297. Δέχονται ότι αν δεν υπήρξε μεταβολή, η προσβληθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 20 Φεβρουαρίου 1992 στο αίτημά τους ημερ. 3 Δεκεμβρίου 1991 για ανάκληση προηγούμενων αποφάσεων δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική.
Κρίθηκε πρωτόδικα πως δεν υπήρξε μεταβολή και επομένως η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή. Γι΄ αυτό, η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Με τον πρώτο και κύριο λόγο έφεσης - ένας δεύτερος αποβλέπει, αλλά εκ περισσού, στην εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων στην προσφυγή σε περίπτωση επιτυχίας στον πρώτο - τίθεται αυτή η πρωτόδικη κατάληξη υπό αμφισβήτηση. Με την εξής αιτιολογία:
"
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΤο Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψην ή επαρκώς την νομική θέση των αιτητών ότι οι συνθήκες πριν την έκδοση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 22.4.93 είχαν μεταβληθεί ουσιωδώς και τούτο λόγω της μεταβολής της νομολογίας. Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψην ότι η δικαστική κρίση για το περιεχόμενο μιάς νομοθετικής ή συνταγματικής διάταξης έχει κατ' ανάγκην γενική αναδρομική ισχύ και στο βαθμό που είναι δεσμευτική για την διοίκηση και την δικαιοσύνη η δικαστική αυτή κρίση δημιουργεί δίκαιο. Κατ' ακολουθία όταν αυτή η κρίση αντιτίθεται σε άλλη προγενέστερη μεταβάλλει το δίκαιο. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν απλή επανάληψη και επιβεβαίωση των παλαιών νομικών επιχειρημάτων και συλλογισμών αλλά αξιολόγηση της νέας νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την μεταβολή της νομολογίας. Λανθασμένα επομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη ότι μιά τέτοια αξιολόγηση δεν είναι απλώς βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης αλλά μια νέα διοικητική απόφαση η οποία ελήφθη κατόπιν έρευνας με βάση την αξιολόγηση των δεδομένων που προέκυψαν από την αλλαγή ή μεταβολή της Νομολογίας."
Δεν χρειάζεται να συζητήσω τις δύο ήδη αναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας ώστε να διαπιστώσω κατά πόσο όντως, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές μεταξύ των δύο με αναφορά στις διατάξεις που απασχόλησαν στην κάθε μια, τις συνδέει κρίσιμος κοινός παρονομαστής σε ό,τι αφορά το σκεπτικό τους επί αρχής δικαίου. Οι εφεσείοντες δεν είναι δυνατό να επιτύχουν ακόμα και αν εκληφθεί ως δεδομένο ότι υπήρξε η νομολογιακή μεταβολή που εισηγούνται.
Την απάντηση σε αυτού του είδους το ζήτημα την έδωσα στην Αλέκου Ν. Κληρίδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 63/96 ημερ. 16 Απριλίου 1997:
"Προκύπτει από το δικό μας νομικό σύστημα και μια άλλη σημαντική πτυχή. Που είναι ότι η νομολογία αποτελεί πηγή δικαίου. Με αποτέλεσμα η δικαστική απόφαση να καθορίζει γενικά το δίκαιο. Επεσήμανα σε ενδιάμεση απόφαση μου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α
Με αυτό ως δεδομένο εγείρεται ακολούθως το κατά πόσο η νομολογιακή μεταβολή του δικαίου αποτελεί ή όχι λόγο για επανεξέταση. Στην πρόσφατη απόφαση μου στη Μιχάλη Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας 768/96 ημερ. 29 Ιανουαρίου 1997 υπέδειξα ότι η μεταβολή του νομικού καθεστώτος με την έκδοση νέου κανονισμού επέβαλλε επανεξέταση θέματος σε σχέση με το οποίο είχε προηγουμένως ληφθεί απορριπτική διοικητική απόφαση. Επανεξέταση σημαίνει, βέβαια, νέα έρευνα. Αναφέρθηκα σχετικά στην εξής περικοπή από το "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" (έκδ. 1951) του Στασινόπουλου, στη σελ. 126 όπου επισημαίνεται ότι:
"Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων .................."
Έτσι, όχι μόνο το πραγματικό αλλά και το νομικό στοιχείο δικαιολογεί την επανεξέταση εφόσον είναι ουσιώδες και νέο. Η παρούσα περίπτωση κρίνεται με αναφορά στο δεύτερο. Το κατά πόσο πρόκειται ή όχι περί νέου νομικού στοιχείου σχετίζεται με τον τρόπο μεταβολής του δικαίου. Η νομοθεσία που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο έχει μόνο μελλοντική ισχύ εκτός εάν προβλέπεται αλλιώς. Τουναντίον, καθώς υπέδειξα στη Μαυρογένης (ανωτέρω) με αναφορά σε αυθεντίες, η διά νομολογίας διάπλαση έχει, στο σύστημά μας, πάντοτε αναδρομική ισχύ. Που σημαίνει ότι το δίκαιο ήταν εξ αρχής όπως διακηρύχθηκε με την τελευταία δικαστική απόφαση. Συνεπώς δεν προκύπτει σε τέτοια περίπτωση νέο νομικό στοιχείο."
Η έφεση δεν μπορεί λοιπόν να επιτύχει. Και απορρίπτεται με έξοδα.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ