ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 3 ΑΑΔ 787

30 Νοεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ/Η

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2364)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Διακόπτεται αν υποβληθεί ιεραρχική προσφυγή, που προβλέπεται στο νόμο, μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών — Η προθεσμία μετά τη διακοπή ξαναρχίζει μετά την παρέλευση ενός μηνός από την ιεραρχική προσφυγή.

Στρατός της Δημοκρατίας — Κρίση για προαγωγή Αξιωματικού, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κρίση, με απόφαση του Υπουργού και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου — Κανονιμός 27 (4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990 — Απόφαση σε τέτοιο αίτημα που εκδίδεται από άλλο όργανο είναι αναρμοδίως εκδοθείσα.

Ο εφεσείων προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία η προσφυγή του κατά της απόρριψης του αιτήματός του για κρίση του για προαγωγή κατ'  εξαίρεση, από τον Υπουργό με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 27(4) των Κανονισμών, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Διακοπή της προθεσμίας επέρχεται με την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής εντός της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Σε τέτοια περίπτωση νέα προθεσμία 75 ημερών αρχίζει εκ νέου μετά την παρέλευση ενός μηνός από της υποβολής της ιεραρχικής προσφυγής. Ο κανόνας αυτός δεν λειτουργεί αν η ιεραρχική προσφυγή αποκλείεται από το Νόμο ή αν υποβληθεί μετά την εξάντληση της προθεσμίας των 75 ημερών ή αν αυτή "απηυθήνθη εις αναρμόδιαν αρχήν". Ωστόσο η δεύτερη προϋπόθεση δεν ισχύει "εαν η ιεραρχική προσφυγή υποβληθεί εις αρχήν υπέχουσαν εξ ειδικής επί τούτου διατάξεως την υποχρέωσιν να διαβιβάσει ταύτην εις την αρμοδίαν αρχή" (βλ. Τσάτσου "Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η έκδοση, σελ 94-95, όπου επίσης υποδεικνύεται ότι "η νομολογία δεν απαιτεί την εξ ειδικής διατάξεως υποχρέωσιν διαβιβάσεως, αρκεί να υπέχει τοιαύτην υποχρέωσιν η αρχή, εις ην υπεβλήθη").

Σύμφωνα με τον Καν. 43(2) των Κανονισμών "αξιωματικός που κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων ως παραμένων στον ίδιο βαθμό . δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε μέρες από την ημερομηνία της γνωστοποίησης σ' αυτόν της κρίσης του να προσφύγει ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων". Στην ουσία με την προσβαλλόμενη απόφαση ο εφεσείων "κρίθηκε ως παραμένων στον ίδιο βαθμό". Επομένως και η περίπτωσή του εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Καν. 43(2). Ακολουθεί πως ο Νόμος δεν αποκλείει την ιεραρχική προσφυγή. Με την πιο πάνω επιστολή του, ημερ. 22.6.94, ο εφεσείων, εντός της πιο πάνω προθεσμίας των 15 ημερών και πολύ πιο πριν από την εξάντληση της προθεσμίας των 75 ημερών, είχε ζητήσει αναθεώρηση της απόφασης που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 10.6.94. Η σχετική επιστολή του είχε απευθυνθεί στον Διοικητή του από τον οποίο ζήτησε να προβεί στις δικές του ενέργειες. Θεωρείται ότι ο Διοικητής είχε υποχρέωση να διαβιβάσει την αίτησή του εφεσείοντα στην αρμόδια αρχή. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η αίτηση εξετάσθηκε από το ΓΕΕΦ. Συντρέχουν επομένως οι προϋποθέσεις για την διακοπή της προθεσμίας. Η προθεσμία αρχίζει εντός 30 ημερών από της 22.6.1994 - ημερομηνία της ιεραρχικής προσφυγής. Εφόσον η προσφυγή ασκήθηκε στις 20.9.94 έπεται πως δεν είναι εκπρόθεσμη.

Αρμόδιο όργανο για εξέταση αιτήματος δυνάμει του Καν. 27(4) είναι ο Υπουργός και στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο. Ακολουθεί πως το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ενήργησε χωρίς αρμοδιότητα όταν εξετάζοντας την υποψηφιότητα του εφεσείοντα, αποφάσισε ότι αυτός "δεν δικαιούται να κριθεί". Αναρμόδια ενήργησε και το ΓΕΕΦ όταν εξέτασε και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα. Η αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση οδηγεί στην ακύρωσή της.

Έπεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή σε σχέση με τη θεραπεία (α). Δεν έχει σημασία πως ο εφεσείων δεν είχε λάβει οποιαδήποτε μέτρα ή ένδικα μέσα σε σχέση με την απόφαση που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 30.8.93. Η μετέπειτα περίληψη του στον σχετικό κατάλογο δημιούργησε μια νέα έννομη σχέση και εύλογα δημιούργησε την προσδοκία ότι θα κρινόταν από το αρμόδιο όργανο κατά τις ετήσιες κρίσεις του 1994.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50,

Αναστάση v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085,

Αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας 1654/56, 858/54.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 2 Οκτωβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 797/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να μην τύχει κρίσης για προαγωγή κατά της τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1994.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα η οποία στρεφόταν κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία ο εφεσείων δεν κρίθηκε για προαγωγή στη θέση λοχαγού του Στρατού της Δημοκρατίας. Εξού και η παρούσα έφεση.

Τα πραγματικά περιστατικά:

Ο εφεσείων είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Υπηρετεί με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά. Κατέχει το βαθμό του Υπολοχαγού από την 1.9.1990. Μεταξύ της 1.9.1990 και 30.9.1991 βρισκόταν με άδεια χωρίς απολαβές για σπουδές στην Αγγλία.

Η επιστολή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), ημερ. 24.8.90, με την οποία είχε εγκριθεί το αίτημα του εφεσείοντα για παραχώρηση άδειας χωρίς απολαβές περιλάμβανε και τα πιο κάτω:

"Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς του 1990 περί Αξιωματικών (Κανονισμός 27(3) (ε)), ο χρόνος της πιο πάνω άδειας σας δεν λογίζεται ως χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό, για σκοπούς συμπλήρωσης του χρόνου που απαιτείται για να δικαιούστε κρίσης και προαγωγής."

Στις 20.7.93 ο εφεσείων υπέβαλε αναφορά στο ΓΕΕΦ με την οποία ζητούσε να κριθεί το έτος 1994 αντί του έτους 1995. Ανέφερε ότι μετά τις σπουδές του τοποθετήθηκε από τις 7.11.1991 στη Μηχ. Υπηρ. του ΓΕΕΦ από όπου και προσφέρει υπηρεσίες άμεσα σχετιζόμενες με τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Η αναφορά του καταλήγει ως εξής:

"Παρακαλώ για τις δικές σας ενέργειες σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου (33/1990) για να συμπεριληφθώ στις κρίσεις του 1994 για προαγωγή ."

Θέτουμε μια παρένθεση για ν' αναφερθούμε στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. 

Το πιο πάνω αίτημα του εφεσείοντα βασιζόταν στις πρόνοιες των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, (οι Κανονισμοί).

Ο Καν. 27(1) καθιστά την υπηρεσία τεσσάρων ετών στη θέση υπολοχαγού προϋπόθεση για να κριθεί υπολοχαγός για προαγωγή στην ανώτερη βαθμίδα του λοχαγού. Ωστόσο με τον Καν. 27(4)* παρέχεται ευχέρεια στον Υπουργό Άμυνας, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να διατάξει την κρίση, σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων, αξιωματικού ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει την απαιτούμενη υπηρεσία, στο βαθμό που κατέχει, για να τύχει κρίσης.

Συνεχίζουμε με την εξιστόριση των γεγονότων:

Το ΓΕΕΦ απέρριψε το πιο πάνω αίτημα του εφεσείοντα (βλ. επιστολή του ημερ. 30.8.1993). Τον πληροφόρησε ότι η πρόνοια του Κανονισμού 27(4), που επικαλείται στην αναφορά του, "δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, γιατί η σχετική πρόνοια δεν θεσπίστηκε για να καλύπτει μεμονωμένες και συγκεκριμένες περιπτώσεις Αξιωματικών, αλλά για να καλύπτει ομαδικές περιπτώσεις και όταν θα συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και την κατ' εξαίρεση κρίση θα την απαιτεί το συμφέρον της Υπηρεσίας".

Στις 8.12.1993 το ΓΕΕΦ εξέδωσε κατάλογο των Υπαξιωματικών που πληρούν τις προϋποθέσεις για κρίση κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1994, στον οποίο περιλαμβανόταν και το όνομα του εφεσείοντα.

Παρά την περίληψη του στον πιο πάνω κατάλογο το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, κατά την τακτική σύνοδο του τον Μάϊο του 1994 για κρίση των Αξιωματικών του Στρατού που εδικαιούντο κρίσης απεφάσισε ως εξής σε σχέση με τον εφεσείοντα:

"Δεν δικαιούται να κριθεί γιατί, δεν συμπληρώνει τον καθοριζόμενο για τον βαθμό του ελάχιστο χρόνο παραμονής σ' αυτόν, που είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για κρίση Αξιωματικού, δεδομένου ότι, από 1-9-91, βρισκόταν σε εκπαιδευτική άδεια που του χορηγήθηκε κατόπιν αίτησής του. Ο χρόνος αυτός, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 27(3)(ε) των ισχυόντων Κανονισμών περί Αξιωματικών, δεν λογίζεται ως χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό."

Το ΓΕΕΦ κοινοποίησε την πιο πάνω απόφαση προς το διοικητή του εφεσείοντα με την παράκληση να "λάβει γνώση ενυπογράφως ο ενδιαφερόμενος αξιωματικός ο οποίος πλέον θα κριθεί κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του έτους 1995" (βλ. επιστολή του ΓΕΕΦ, ημερ. 10.6.1994).

Με επιστολή του ημερ. 22.6.94 προς τον Διοικητή της Μοίρας του ο εφεσείων ζήτησε αναθεώρηση  της σχετικής απόφασης και ένταξη του στις κρίσεις του έτους 1994. Το αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε από το ΓΕΕΦ για τους πιο κάτω λόγους (βλ. επιστολή του ΓΕΕΦ ημερ. 15.7.1994):

(α) Ο εφεσείων γνώριζε ότι λαμβάνοντας την 13μηνη εκπαιδευτική άδεια ο χρόνος της άδειας του δεν θα ελογίζετο ως χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό, για σκοπούς κρίσης και προαγωγής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 27(3) (ε).

(β) Κατόπιν της επιστολής του ημερ. 20.7.93 του είχε εκ νέου γνωστοποιηθεί, με την επιστολή του ΓΕΕΦ ημερ. 30.8.1993, ότι δεν θα εκρίνετο το 1994 για τον προαναφερθέντα λόγο.

(γ) Το όνομά του εκ παραδρομής εγράφη στον κατάλογο και αυτό εύκολα μπορούσε να το διαπιστώσει, με δεδομένη και ισχύουσα την προηγηθείσα αλληλογραφία, εάν επικοινωνούσε με τον υπεύθυνο χειριστή του θέματος.

(δ) Ο παραπάνω Αξιωματικός εν κατακλείδει όφειλε να επικοινωνήσει με το αρμόδιο Γραφείο, μόλις έλαβε γνώση του καταλόγου και τότε πάλι θα του δίδοντο οι απαραίτητες διευκρινίσεις, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

Στις 20.9.1994 ο εφεσείων άσκησε προσφυγή η οποία στρεφόταν,

(α)   κατά της απόφασης και/ή πράξης των εφεσιβλήτων να μη κριθεί για προαγωγή "παρά το γεγονός ότι αρχικά περιελαμβάνετο στην ετοιμασθείσαν το 1993 κατάσταση μονίμων αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που δικαιούνται κρίσεως για προαγωγή κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις για το έτος 1994".

(β)   Διαζευκτικά κατά της απόφασης και/ή πράξης των εφεσιβλήτων να μην τον περιλάβουν και/ή να τον διαγράψουν  "από την κατάσταση μονίμων Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που εδικαιούντο κρίσεως για προαγωγή κατά τις ετήσιες κρίσεις του έτους 1994".

(γ)   Περαιτέρω και διαζευκτικά κατά της απόφασης και/ή πράξης των εφεσιβλήτων "να μη προωθήσουν τις αναφορές του προς το Υπουργικό Συμβούλιο και/ή τον Υπουργό Άμυνας για να συμπεριληφθεί το όνομα του στην κατάσταση του 1993 των μονίμων Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που δικαιούνται κρίσεως για προαγωγή κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις για το έτος 1994".

(δ)   Περαιτέρω και διαζευκτικά κατά της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου να δώσει την αναγκαία έγκριση του στον Υπουργόν Άμυνας της Δημοκρατίας να διατάξει όπως ο εφεσείων περιληφθή στις καταστάσεις του έτους 1993 των μονίμων Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που "δικαιούνται κρίσεως για προαγωγή κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις για το έτος 1994, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή και λόγω του ότι τούτο απαιτούσε το συμφέρον της υπηρεσίας".

Η προδικαστική ένσταση.

Με σχετική προδικαστική ένσταση τους οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

(1) Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

(2) Προσβάλλονται περισσότερες από μια εκτελεστές διοικητικές πράξεις με το αυτό δικόγραφο.

Η εκκαλούμενη απόφαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τις προδικαστικές ενστάσεις "αφού - όπως το έθεσε - η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη".

Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε:

(1) Εφόσον με την επιστολή του ΓΕΕΦ ημερ. 24.8.90 είχε γίνει ξεκάθαρο ότι σύμφωνα με τους κανονισμούς ο χρόνος της άδειας χωρίς απολαβές λογίζεται ως χρόνος παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό για σκοπούς συμπλήρωσης του χρόνου που απαιτείται για να δικαιούται κρίσης και προαγωγής, είναι φανερό, ότι η απόφαση που λήφθηκε, ότι δηλαδή το όνομά του δεν ήταν δυνατό να συμπεριληφθεί στις κρίσεις των αξιωματικών για το έτος 1994 γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του κανονισμού 27(4), ήταν ορθή.

(2) Εκ παραδρομής και αβλεψίας το όνομα του εφεσείοντα συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων για το έτος 1994. Επομένως ορθά το Συμβούλιο Κρίσεως Αξιωματικών εντόπισε το λάθος αφού ο εφεσείων δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίση και δεν τον έκριναν λόγω του ότι ο χρόνος που βρισκόταν για εκπαιδευτική άδεια που του παραχωρήθηκε κατόπιν αιτήσεως του δεν λογίζεται ως χρόνος παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό και έτσι δεν συμπλήρωνε τον ελάχιστο καθοριζόμενο χρόνο παραμονής στο βαθμό του.

Η έφεση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Καν. 27(4). Τόνισε ότι η εξέταση του αιτήματος του εφεσείοντα ήταν αρμοδιότητα, κατά τον Καν. 27(4), του Υπουργού με μόνη προϋπόθεση να υπάρχει έγκριση περί τούτου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η απόφαση αποκλεισμού του εφεσείοντα "από κρίση" που προσβλήθηκε με την προσφυγή πρέπει να ακυρωθεί ως αναρμοδίως εκδοθείσα από το ΓΕΕΦ.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων επανέλαβε τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις του "όπως φαίνονται στη γραπτή αγόρευση του" που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υποστήριξε:

Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έτυχε κρίσης κατά τις τακτικές κρίσεις του 1994 είναι ουσιαστικά το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Ο εφεσείων έλαβε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι δεν έτυχε κρίσης πριν από τις 22.6.1994. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο εφεσείων υπέβαλε παράπονο για τη μη κρίση του και ως εκ τούτου είχε πλήρη γνώση του γεγονότος της μη κρίσης του. Ως εκ τούτου η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 20.9.1994 είναι έκδηλα εκπρόθεσμη.

Τόνισε ότι η απάντηση ημερ. 15.7.1994 στο παράπονο του εφεσείοντα ημερ. 22.6.94 δεν έχει προσβληθεί με την παρούσα προσφυγή. Υπέβαλε ότι ακύρωση παράλειψης κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος "προϋποθέτει παράλειψη οφειλόμενης νομίμου ενέργειας. Οι εφεσίβλητοι δεν παρέλειψαν να συμμορφωθούν σε νομοθετική διάταξη, ο δε εφεσείων όφειλε να  υποβάλει στο αρμόδιο όργανο το αίτημά του". Αναφορικά με την δεύτερη προδικαστική  ένσταση υπέβαλε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν ληφθεί από διαφορετικό όργανο.

Σε σχέση με την ουσία της έφεσης εισηγήθηκε ότι εκ παραδρομής ο εφεσείων συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων για το έτος 1994. Ορθά το Συμβούλιο εντόπισε το λάθος αφού ο εφεσείων δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίση.

Από τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σχετίζονται με την παρούσα διαδικασία - παρατίθενται στις σελ. 2-5 - προκύπτει ότι ο εφεσείων δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών του Μαΐου του 1994 εντός της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε κατά πόσο η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη σε σχέση με τη θεραπεία (α) πιο πάνω.

Με τη ζητούμενη θεραπεία δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της ότι αυτή αναφέρεται στην απόφαση του Μαΐου του 1994, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την πιο πάνω επιστολή του ΓΕΕΦ ημερ. 10.6.1994. Σε τέτοια περίπτωση η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη σε σχέση με τη θεραπεία (α). Ωστόσο τυγχάνει εξεταστέο κατά πόσο η αίτηση του εφεσείοντα ημερ. 22.6.94, με την οποία είχε ζητήσει αναθεώρηση της απόφασης ημερ. 10.6.94, έχει διακόψει την προθεσμία.

Διακοπή της προθεσμίας επέρχεται με την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής εντός της  προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Σε τέτοια περίπτωση νέα προθεσμία 75 ημερών αρχίζει εκ νέου μετά την παρέλευση ενός  μηνός από της υποβολής της ιεραρχικής προσφυγής (βλ. άρθρο 29 του Συντάγματος, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών", 4η έκδοση, σελ. 208, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 256, Θ. Τσάτσου, "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η έκδοση, σελ. 90). Ο κανόνας αυτός δεν λειτουργεί αν η ιεραρχική προσφυγή αποκλείεται από το Νόμο ή αν υποβληθεί μετά την εξάντληση της προθεσμίας των 75 ημερών ή αν αυτή "απηυθύνθη εις αναρμόδιαν αρχήν" (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω, σελ. 208, Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 256-57).

Ωστόσο η δεύτερη προϋπόθεση δεν ισχύει "εάν η ιεραρχική προσφυγή υποβληθεί εις αρχήν υπέχουσαν εξ ειδικής  επί τούτου διατάξεως την υποχρέωσιν να διαβιβάσει ταύτην εις την αρμοδίαν αρχήν" (βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 94-95, όπου επίσης υποδεικνύεται ότι "η νομολογία δεν απαιτεί την εξ ειδικής διατάξεως υποχρέωσιν διαβιβάσεως, αρκεί να υπέχει τοιαύτην υποχρέωσιν η αρχή, εις ην υπεβλήθη").

Σύμφωνα με τον Καν. 43(2) των πιο πάνω Κανονισμών "αξιωματικός που κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων ως παραμένων στον ίδιο βαθμό ... δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε μέρες από την ημερομηνία της γνωστοποίησης σ' αυτόν της κρίσης του να προσφύγει ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων". Στην ουσία με την προσβαλλόμενη απόφαση ο εφεσείων "κρίθηκε ως παραμένων στον ίδιο βαθμό". Επομένως και η περίπτωση του εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Καν. 43(2). Ακολουθεί πως ο Νόμος δεν αποκλείει την ιεραρχική προσφυγή. Με την πιο πάνω επιστολή του, ημερ. 22.6.94, ο εφεσείων, εντός της πιο πάνω προθεσμίας των 15 ημερών και πολύ πιο πριν από την εξάντληση της προθεσμίας των 75 ημερών, είχε ζητήσει αναθεώρηση της απόφασης που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 10.6.94. Η σχετική επιστολή του είχε απευθυνθεί στον Διοικητή του από τον οποίο ζήτησε να προβεί στις δικές του ενέργειες. Θεωρούμε ότι ο Διοικητής είχε υποχρέωση να διαβιβάσει την αίτηση του εφεσείοντα στην αρμόδια αρχή. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η αίτηση εξετάσθηκε από το ΓΕΕΦ. Συντρέχουν επομένως οι προϋποθέσεις για τη διακοπή της προθεσμίας. Η προθεσμία αρχίζει εντός 30 ημερών από της 22.6.1994 - ημερομηνία της ιεραρχικής προσφυγής. Εφόσον η προσφυγή ασκήθηκε στις 20.9.94 έπεται πως δεν είναι εκπρόθεσμη. 

Αναφορικά με την ουσία της έφεσης λαμβάνουμε υπόψη ότι ο εφεσείων είχε επικαλεσθεί τις πρόνοιες του πιο πάνω Καν. 27(4).  Αυτό άλλωστε έγινε δεκτό και από τους εφεσίβλητους (βλ. την πιο πάνω επιστολή τους ημερ. 30.8.93). Αρμόδιο όργανο για εξέταση αιτήματος δυνάμει του Καν. 27(4) είναι ο Υπουργός και στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο. Ακολουθεί πως το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ενήργησε χωρίς αρμοδιότητα όταν, εξετάζοντας την υποψηφιότητα του εφεσείοντα, αποφάσισε ότι αυτός "δεν δικαιούται να κριθεί". Αναρμόδια ενήργησε και το ΓΕΕΦ όταν εξέτασε και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα. Η αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. θεραπεία (α), πιο πάνω) οδηγεί στην ακύρωση της (βλ. Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50, Αναστάση v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085, Στασινόπουλος (πιο πάνω), σελ. 209 και Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 266). Έπεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή σε σχέση με τη θεραπεία (α). Δεν έχει σημασία πως ο εφεσείων δεν είχε λάβει οποιαδήποτε μέτρα ή ένδικα μέσα σε σχέση με την απόφαση που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 30.8.93. Η μετέπειτα περίληψη του στον σχετικό κατάλογο δημιούργησε μια νέα έννομη σχέση και εύλογα του δημιούργησε την προσδοκία ότι θα κρινόταν από το αρμόδιο όργανο κατά τις ετήσιες κρίσεις του 1994.

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας θεωρούμε αχρείαστη την εξέταση της έφεσης σε σχέση με τις θεραπείες (β), (γ) και (δ). Αχρείαστη επίσης θεωρείται και η εξέταση της δεύτερης προδικαστικής έντασης. Έστω και αν αυτή ήταν έγκυρη το δικόγραφο παραμένει ισχυρό ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων (Βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 357-358 και Στ.Ε. 1654/56, 858/54).

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη με τη θεραπεία (α)  απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της. Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν στον εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο