ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 203
31 Μαρτίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΝΙΚΟΣ Χ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,
2. ΟΛΓΑ Χ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ,
3. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ Χ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,
4. ΒΑΣΟΣ Χ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2287)
Επίταξη — Δεν εξαρτάται η επίταξη από την παράλληλη απαλλοτρίωση του ακινήτου — Αρκεί η επίταξη να επιβάλλεται για σκοπούς δημόσιας ωφελείας που καθορίζονται στη διάταγμα — Επίταξη που γίνεται για αλλότριους σκοπούς, άλλους από τους νομιμοφανείς είναι παράνομη.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση — Επιλογή της ολιγότερης επαχθούς λύσης — Η κρίση της διοίκησης αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου ανέλεγκτη — Το ίδιο ανέλεγκτες διαπιστώσεις που απαιτούν τεχνικές γνώσεις.
Πρωτοδίκως είχαν προσβληθεί με δύο διαφορετικές προσφυγές, τόσο το διάταγμα επίταξης, όσο και το διάταγμα απαλλοτρίωσης του κτήματός των εφεσειόντων.
Στα πλαίσια της προσφυγής κατά της επίταξης, εξεδόθη, μετά από αίτηση, απαγορευτικό διάταγμα, του οποίου όμως η νομιμότητα ανατράπηκε κατ' έφεση. Με την απόφαση της Ολομέλειας, είχε κριθεί ότι το διάταγμα επίταξης δεν έπασχε από έκδηλη παρανομία, εφόσον η νομιμότητά του δε συναρτάται από την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Στη συνέχεια, οι δύο προσφυγές απορρίφθηκαν πρωτόδικα. Με την παρούσα έφεση επιδιώχθηκε ο παραμερισμός των πρωτόδικων απορριπτικών αποφάσεων επί των προσφυγών.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης στην προσφυγή κατά της επίταξης και απορρίπτοντας την έφεση κατά της προσφυγής που αφορούσε την απαλλοτρίωση, αποφάσισε ότι:
1. Η διενέργεια της επίταξης χωρίς την προγενέστερη η παράλληλη απαλλοτρίωση του κτήματος, δεν καθιστούσε την επίταξη καταφανώς παράνομη. Μπορούσε η επίταξη να διαταχθεί, εφόσον η χρήση του έργου καθίστατο, για τη χρονική περίοδο που προβλέπετο στο διάταγμα, αναγκαία, για τους σκοπούς δημόσιας ωφελείας, που καθορίζονται στο διάταγμα, τα βελτιωτικά οδικά έργα. Τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν ότι οι προβληθέντες από τη διοίκηση λόγοι για τη διενέργεια της επίταξης ήταν ανύπαρκτοι. Δεν είχε προγραμματιστεί, ούτε εσκοπείτο η χρήση του ακινήτου για οδικά έργα. Η επίταξη απέβλεπε σε ένα και μόνο λόγο, να προκαταληφθεί η οικοδομική ανάπτυξη του κτήματος, γεγονός που θα καθιστούσε τη μελετούμενη απαλλοτρίωση του ολιγότερο περίπλοκη και δαπανηρή για το δημόσιο.
Το συμπέρασμα είναι ότι η επίταξη έγινε για αλλότριους σκοπούς, δηλαδή σκοπούς άλλους από τους νομιμοφανείς που πρόβαλε η διοίκηση. Πρόκεται για πράξη κατάχρησης εξουσίας η οποία πρέπει να ακυρωθεί.
2. Μεγάλο μέρος της έφεσης αφιερώνεται στην αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ. Πολυκάρπου. Η αδυναμία του Μ. Πολυκάρπου να εξηγήσει στη μαρτυρία του πότε οι πολεοδομικές αρχές επέλεξαν τον ανισόπεδο κυκλοφοριακό κόμβο, προβάλλεται ως στοιχείο αποδυναμωτικό της μαρτυρίας του.
Εξετάστηκε από το Δικαστήριο η μαρτυρία του Μ. Πολυκάρπου και δε διαπιστώθηκαν αντιφάσεις. Ο μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τη διαδικασία η οποία ακολουθείται για τη διαμόρφωση και υιοθέτηση ρυθμιστικού σχεδίου, καθώς και της μελέτες που προηγούνται και έπονται. Ο καθορισμός των συγκοινωνιακών αναγκών και η αντιμετώπισή τους είναι σύνθετο και πολύπλοκο έργο στο οποίο εμπλέκεται τόσο το Τμήμα Πολεοδομίας, όσο και το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η επιλογή του ανισόπεδου κόμβου ήταν η πληρέστερη κατά την κρίση των αρμοδίων κυβερνητικών αρχών λύση, προς αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών αναγκών της περιοχής, παραμένει ακλόνητη. Η επιλογή μεταξύ διαζευκτικών λύσεων του συγκοινωνιακού προβλήματος αποτελεί πρωτίστως τεχνικό θέμα στο οποίο δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο.
Όπως υποδείχθηκε και πρόσφατα στην Θεοδουλίδης κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742, "η κρίση της αρμοδίας αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου, δεν ελέγχεται: ούτε υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων".
Η έφεση ως προς την επίταξη επιτυγχάνει και η έφεση ως προς την απαλλοτρίωση απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Παντελίδη και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 456,
Aspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57,
Demetriou and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 664,
Xριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3554,
Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 4 Α.Α.Δ. 1384,
Xατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2075,
Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3377,
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175,
Θεοδουλίδης κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742,
Lanitis E.C. Estates Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3252,
Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 24 Απριλίου, 1996 (Προσφυγές Αρ. 1077/91 και 69/93) με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων-αιτητών εναντίον των διαταγμάτων επίταξης και απαλλοτρίωσης.
Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Φράγκου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητoυς.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Στην απόφαση που εφεσιβάλλεται κρίθηκε τόσο η τύχη της προσφυγής των εφεσειόντων - Υπόθ. αρ. 1077/91 - ενάντια στην επίταξη, όσο και η προσφυγή τους - Υπόθ. αρ. 69/93 - ενάντια στη μετέπειτα απαλλοτρίωση κτήματός τους στο Στρόβολο. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Απορρίφθηκαν και οι δύο. Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου στην κάθε προσφυγή. Επιζητείται ο παραμερισμός τους και κατ' επέκταση η ακύρωση και των δύο διαταγμάτων που αποτέλεσαν, αντίστοιχα, το επίδικο θέμα της κάθε προσφυγής.
Το απαλλοτριωθέν κτήμα βρίσκεται στη Λεωφόρο Στροβόλου κοντά στη συμβολή της με τη Λεωφόρο Μακαρίου ΙΙΙ στη Λακατάμια, η οποία αποτελεί προέκτασή της. Πρόκειται για σχετικά μεγάλο τεμάχιο γης, το οποίο οι ιδιοκτήτες σχεδίαζαν να αναπτύξουν σε εμπορικό κέντρο με πολλά καταστήματα.
Στις 6 Απριλίου 1988, υπέβαλαν αίτηση στην αρμόδια αρχή για την παροχή άδειας οικοδομής. Σημειώθηκε καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματος, με επακόλουθο την προσφυγή των αιτητών στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την έκδοση διαταγής για την έξάλειψή της (προσφυγή αρ. 1062/90). Δικαιώθηκαν στην αξίωσή τους. Ακολούθησε η έκδοση άδειας οικοδομής στις 7 Αυγούστου 1991. Η άδεια έγινε δεχτή με επιφυλάξεις αναφορικά με το έγκυρο ορισμένων όρων που επιβλήθηκαν, η ακύρωση των οποίων επιδιώχθηκε με νέα προσφυγή των εφεσειόντων.
Η νέα προσφυγή δεν παρενέβαλε κώλυμα στην έναρξη των οικοδομικών εργασιών οι οποίες και άρχισαν. Ανακόπηκαν με το διάταγμα επίταξης το οποίο εκδόθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1991, η εγκυρότητα του οποίου προσεβλήθη με μια από τις δύο προσφυγές (1077/91), στις οποίες έχουμε αναφερθεί. Αίτημα των εφεσειόντων για την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναστέλλει την επίταξη με το αιτιολογικό ότι η απόφαση ήταν έκδηλα παράνομη, έγινε δεχτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 1992. Το προσωρινό διάταγμα παραμερίστηκε από την Ολομέλεια σε έφεση της Δημοκρατίας, Δημοκρατία ν. Παντελίδη & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 456.
Στο μεταξύ γνωστοποιήθηκε η πρόθεση της Δημοκρατίας να προβεί στην απαλλοτρίωση του κτήματος με ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 24 Ιανουαρίου 1992. Το κτήμα απαλλοτριώθηκε χάριν της ανάπτυξης των συγκοινωνιών της Δημοκρατίας προς το σκοπό βελτίωσης των λεωφόρων Στροβόλου και Μακαρίου ΙΙΙ, στη Λακατάμια. Τα κυβερνητικά σχέδια πρόβλεπαν τη δημιουργία ανισόπεδου κόμβου στη συμβολή των δύο λεωφόρων προς διοχέτευση της τροχαίας μέσω παρακαμπτήριου δρόμου εκτός της Λευκωσίας, προς αποσυμφόρηση της τροχαίας στην πόλη. Το έργο συσχετίζεται με το Νότιο Παρακαμπτήριο Λευκωσίας· αποβλέπει στη δημιουργία διόδων πρόσβασης οχημάτων που κατευθύνονται από τη γύρω περιοχή στο δρόμο Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακος, χωρίς να περνούν από τη Λευκωσία.
Οι ενστάσεις των εφεσειόντων στην απαλλοτρίωση, έντονες πρέπει να σημειωθεί, λόγω και του επηρεασμού του κτήματός τους από προγενέστερες απαλλοτριώσεις, απορρίφθηκαν. Στις 19 Νοεμβρίου 1992, δημοσιεύθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης του κτήματος, η προσβολή του οποίου αποτέλεσε το επίδικο θέμα της δεύτερης προσφυγής των εφεσειόντων.
Καταφανής ήταν ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκετο η επίταξη. Απέβλεπε στην ανακοπή των οικοδομικών εργασιών στο κτήμα των εφεσειόντων που η Δημοκρατία σκοπούσε να απαλλοτριώσει, η προώθηση των οποίων θα περιέπλεκε τα πράγματα και θα μεγένθυνε, ως φυσικό αποτέλεσμα, την αποζημίωση την οποία θα εκαλείτο αργότερα να καταβάλει το Κράτος στους ιδιοκτήτες. Η απουσία διατάγματος απαλλοτρίωσης του κτήματος έτεινε να απογυμνώσει το διάταγμα επίταξης νομικού ερείσματος, γεγονός που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας να το αναστείλει με προσωρινό διάταγμα, ως έκδηλα παράνομο.
Η διαπίστωση της Ολομέλειας, στην έφεση κατά του προσωρινού διατάγματος, ότι η επίταξη δεν αποτελεί πράξη συναρτημένη προς την απαλλοτρίωση και συναφώς ότι δεν καταφαίνεται ως παράνομη, θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν εξέτασε την ουσία της προσφυγής, καθοριστική και για την κρίση της νομιμότητας της επίταξης. Άχθηκε στην απόφαση αυτή, παρόλο που τα επίδικα θέματα της ενδιάμεσης και της τελικής απόφασης, είναι διαφορετικά, και παρά το γεγονός ότι δεν εξετάστηκαν από την Ολομέλεια οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αποφασίστηκε η επίταξη. Οι αποφάσεις, τις οποίες επικαλέστηκε η Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Παντελίδη & άλλων, (ανωτέρω)*, δεν υποστηρίζουν τίποτε άλλο από τη θέση ότι, διάταγμα επίταξης αποτελεί πράξη αυτοτελή και ανεξάρτητη από την απαλλοτρίωση. Η Ολομέλεια δεν αποφάσισε ούτε θα μπορούσε να αποφασίσει το κατ' εξοχήν επίδικο θέμα της προσφυγής, που ήταν η αναγκαιότητα για τη χρήση του χώρου κατά την περίοδο της επίταξης, την οποία έντονα αμφισβήτησαν οι ιδιοκτήτες.
Ο λόγος της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Παντελίδη & άλλων (ανωτέρω), όπως προσδιορίζεται, μετά από συσχετισμό του αποτελέσματος με τα επίδικα θέματα της έφεσης, είναι τούτος. Η διενέργεια της επίταξης χωρίς την προγενέστερη ή παράλληλη απαλλοτρίωση του κτήματος, δεν καθιστούσε την επίταξη καταφανώς παράνομη. Μπορούσε η επίταξη να διαταχθεί, εφόσον η χρήση του έργου καθίστατο, για τη χρονική περίοδο που προβλέπετο στο διάταγμα αναγκαία, για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που καθορίζονται στο διάταγμα, τα βελτιωτικά οδικά έργα. Τα στοιχεία του φακέλλου αποκαλύπτουν ότι οι προβληθέντες από τη διοίκηση λόγοι για τη διενέργεια της επίταξης ήταν ανύπαρκτοι. Δεν είχε προγραμματιστεί, ούτε εσκοπείτο η χρήση του ακινήτου για οδικά έργα. Η επίταξη απέβλεπε σε ένα και μόνο λόγο, να προκαταληφθεί η οικοδομική ανάπτυξη του κτήματος, γεγονός που θα καθιστούσε τη μελετούμενη απαλλοτρίωσή του ολιγότερο περίπλοκη και δαπανηρή για το δημόσιο.
Το συμπέρασμα είναι ότι η επίταξη έγινε για αλλότριους σκοπούς, δηλαδή σκοπούς άλλους από τους νομιμοφανείς που πρόβαλε η διοίκηση. Πρόκειται για πράξη κατάχρησης εξουσίας η οποία πρέπει να ακυρωθεί. Η διαπίστωση αυτή δίνει λύση στο ένα από τα δύο μέρη της έφεσης. Το άλλο είναι η νομιμότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης που αποτελεί το επόμενο θέμα το οποίο θα εξετάσουμε.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το τοπικό σχέδιο Λευκωσίας, το οποίο υιοθετήθηκε από το 1990, έκαμνε πρόνοια για την ανάπτυξη και βελτίωση του συγκοινωνιακού δικτύου στην περιοχή όπου ευρίσκεται το ακίνητο των εφεσειόντων, προς αποσυμφόρηση της τροχαίας στη Λευκωσία. Η δημιουργία κυκλοφοριακού κόμβου στο σημείο της συμβολής της Λεωφόρου Στροβόλου και της Λεωφόρου Μακαρίου ΙΙΙ, προς διοχέτευση της τροχαίας η οποία εδιακινείτο στην περιοχή με κατεύθυνση τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, εκτός Λευκωσίας, αποτελούσε μέρος του τοπικού σχεδίου Λευκωσίας. Η ακριβής φύση του κόμβου δεν προβλεπόταν. Αυτή καθορίστηκε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ενδελεχή, όπως χαρακτηρίζεται, μελέτη των δεδομένων της τροχαίας στην περιοχή από το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η μελέτη βασίζεται στα αποτελέσματα έρευνας για τον αριθμό των τροχοφόρων που διαδικούνται και το ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται η τροχαία στην περιοχή. Βάσει των στοιχείων αυτών, γίνεται πρόγνωση για τον αριθμό των αυτοκινήτων πουθα διακινούνται στην περιοχή στο προβλεπτό μέλλον, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό που γίνεται. Στην ίδια μελέτη αποκαλύπτονται τα αποτελέσματα της αξιολόγησης διαζευκτικών λύσεων για τη δημιουργία του κόμβου. Ο ανισόπεδος κόμβος κρίθηκε ως η καλύτερη λύση για την αντιμετώπιση των κυκλοφοριακών αναγκών, απόφαση που προσδιόρισε και τα κτήματα καθώς και την έκταση της γης που ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση του έργου. Σ' αυτά τα δεδομένα, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι προσαρμοσμένη η απόφαση για την απαλλοτρίωση του κτήματος των εφεσειόντων και προς αυτά συναρτάται σε τελική ανάλυση η εγκυρότητά της.
Σε σχέση με την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης και τη διαμόρφωση της τελικής επιλογής, για τη μορφή του κόμβου, το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος. Τα ευρήματά του επέδρασαν στις διαπιστώσεις του για την αναγκαιότητα του έργου και το αναπόφευκτο της απαλλοτρίωσης του κτήματος των εφεσειόντων. Αποδέχτηκε, όπως αναφέρει, τη μαρτυρία του Μ. Πολυκάρπου, Λειτουργού Πολεοδομίας, ως ορθή. Ο Μ. Πολυκάρπου αναφέρθηκε στο υπόβαθρο και τα γεγονότα που περιβάλλουν τη λήψη της απόφασης. Το Δικαστήριο κατ' αρχή διαπιστώνει ότι η δημιουργία κυκλοφοριακού κόμβου στο σημείο όπου εφάπτονται οι δύο λεωφόροι, προβλέπεται στο τοπικό σχέδιο Λευκωσίας: (σ. 10)
«Ο Εξωτερικός Περιμετρικός καθορίζει τις παρυφές της κυρίως αστικής περιοχής της Λευκωσίας και θα λειτουργεί σαν παρακαμπτήριος άξονας για περιφερειακές κινήσεις. Σε ορισμένες συμβολές με βασικούς ακτινωτούς δρόμους θα χρειασθούν ανισόπεδοι κόμβοι κυκλοφορίας.»
Στο χάρτη ο οποίος επισυνάπτεται στο τοπικό σχέδιο στο οποίο εμφαίνεται το «Κύριο Οδικό Δίκτυο Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου», διακρίνεται ο ανισόπεδος κυκλοφοριακός κόμβος, όχι όμως η μορφή του η οποία ήταν υπό συζήτηση και τελικά καθορίστηκε μετά από την ολοκλήρωση των μελετών των αρμοδίων κυβερνητικών υπηρεσιών. Η κατασκευή, υποδεικνύει το Δικαστήριο, ισόπεδου ή ανισόπεδου κυκλοφοριακού κόμβου, «είναι θέμα τεχνικής φύσεως και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175.)»
Το Δικαστήριο απέρριψε εισηγήσεις των εφεσειόντων ότι η ένστασή τους δεν διερευνήθηκε ή ότι η έρευνα των αρμοδίων κρατικών οργάνων δεν ήταν η δέουσα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έρεισμα κυρίως τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και δεν έγιναν δεχτοί. Αυτοί συνοψίζονται στο ότι η έρευνα η οποία έγινε ήταν ατελής, ότι η διαζευκτική λύση του ισόπεδου κυκλοφοριακού κόμβου, ολιγότερο επαχθής για τους εφεσείοντες, αυθαίρετα αποκλείστηκε, και ότι η διαπίστωση των κυκλοφοριακών αναγκών του παρόντος και ιδίως του μέλλοντος εμπεριέχει στοιχείο αβεβαιότητας, τόσο μεγάλο, ώστε να αποκλείεται ως βάση για σταθερό προγραμματισμό του έργου.
Μεγάλο μέρος της έφεσης αφιερώνεται στην αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ. Πολυκάρπου. Η αδυναμία του Μ. Πολυκάρπου να εξηγήσει στη μαρτυρία του πότε οι πολεοδομικές αρχές επέλεξαν τον ανισόπεδο κυκλοφοριακό κόμβο, προβάλλεται ως στοιχείο αποδυναμωτικό της μαρτυρίας του.
Εξετάσαμε τη μαρτυρία του Μ. Πολυκάρπου και δεν διαπιστώνουμε αντιφάσεις. Ο μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τη διαδικασία η οποία ακολουθείται για τη διαμόρφωση και υιοθέτηση ρυθμιστικού σχεδίου, καθώς και τις μελέτες που προηγούνται και έπονται. Ο καθορισμός των συγκοινωνιακών αναγκών και η αντιμετώπισή τους είναι σύνθετο και πολύπλοκο έργο στο οποίο εμπλέκεται τόσο το Τμήμα Πολεοδομίας, όσο και το Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η επιλογή του ανισόπεδου κόμβου ήταν η πληρέστερη κατά την κρίση των αρμοδίων κυβερνητικών αρχών λύση, προς αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών αναγκών της περιοχής, παραμένει ακλόνητη. Η επιλογή μεταξύ διαζευκτικών λύσεων του συγκοινωνιακού προβλήματος αποτελεί πρωτίστως τεχνικό θέμα στο οποίο δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο.
Όπως υποδείξαμε και πρόσφατα στη Θεοδουλίδης κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742, «η κρίση της αρμοδίας αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου, δεν ελέγχεται· ούτε υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, Lanitis E.C. Estates Ltd. κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3252 και Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.».
Η έφεση ως προς την επίταξη επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση σ' ό,τι αφορά την επίταξη παραμερίζεται και το διάταγμα επίταξης ακυρώνεται στην ολότητά του.
Η έφεση ως προς την απαλλοτρίωση απορρίπτεται.
Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η έφεση ως προς την επίταξη επιτυγχάνει και η έφεση ως προς την απαλλοτρίωση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.