ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 161
31 Μαρτίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1974)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΙΩΝΑ ΑΓΓΕΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1975)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΙΩΝΑ ΑΓΓΕΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση στην προσφυγή.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1974, 1975)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως που προσθέτει στο στοιχείο της αξίας — Διατηρεί την εγκυρότητά της, εφόσον δεν αντιμάχεται προς τα στοιχεία των φακέλων — Έγκυρη στην προκειμένη περίπτωση, όπου η σύσταση συνάδει και με τις εντυπώσεις του Προϊσταμένου στην προφορική εξέταση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Προσόντα — Προσόν Πλεονέκτημα — Πενταετής πείρα — Πρόσθετη της πενταετούς πείρα, λόγω αρχαιότητας, δεν προσδίδει σημαντικό προβάδισμα — Δεν μπορεί να συναρτάται η πείρα μόνο με το κριτήριο του χρόνου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί / Προαγωγές — Αιτιολογία — Αναπληρώνεται ή συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων — Ορθά δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στο κριτήριο της αξίας, αντί της αρχαιότητας — Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έκδηλης υπεροχής λόγω υπεροχής σε πείρα του αιτητή, λόγω αρχαιότητας, λανθασμένο.
Με τις εφέσεις αυτές επιδιώχθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος, η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, να διορίσει στη θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας - Μηχανομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η επίδικη διοικητική απόφαση είχε ακυρωθεί πρωτοδίκως, με την αιτιολογία ότι είχε προσδοθεί από την Ε.Δ.Υ. ανεπίτρεπτη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, εφόσον και οι φάκελοι αποκάλυπταν υπεροχή του εφεσίβλητου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση αποφάσισε ότι:
1. Με βάση τη νομολογία, η σύσταση αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως που λαμβάνεται υπόψη από το διορίζον όργανο. Ο Προϊστάμενος είναι σε μοναδική θέση να κρίνει τους υποψηφίους, αφού λάβει υπόψη τις ανάγκες της θέσης, δίδοντας αιτιολογία όταν απαιτείται από το Νόμο. Η σύσταση του Προϊσταμένου όταν δεν αντιμάχεται προς τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, διατηρεί την εγκυρότητά της και σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας. Η Ε.Δ.Υ. στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας έχει το δικαίωμα να παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου, αφού όμως δώσει ειδική αιτιολογία. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, υιοθετώντας τη σύσταση του Προϊσταμένου. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εισήγηση ότι η σύσταση του Προϊσταμένου αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων. Περαιτέρω η σύσταση του Προϊσταμένου, συνάδει και με τις εντυπώσεις του από την προφορική εξέταση.
2. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι προσδόθηκε ανεπίτρεπτα ειδικό βάρος στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, κατ' αντίθεση προς το Άρθρο 34(9) του Νόμου, δε βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Πουθενά στην επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν μπορεί να διακριθεί τέτοιο γεγονός.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε πενταετή πείρα ως πρόσθετο προσόν. Τόσο ο εφεσείοντας όσο και ο εφεσίβλητος υπερκάλυπταν αυτή τη χρονική διάρκεια της πείρας. Το γεγονός ότι, λόγω της αρχαιότητάς του, ο εφεσίβλητος είχε σε χρόνο υπέρτερη πείρα, δεν του δίδει σημαντικό προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν είναι επιτρεπτό να συναρτάται η απόκτηση πείρας ως στοιχείο της αξίας, με μοναδικό κριτήριο το χρόνο, όπως στην παρούσα έφεση.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κατάληξή του αποφαίνεται επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί «δεν προβαίνει σε κανένα σχολιασμό ή συσχετισμό των στοιχείων».
Είναι καθιερωμένο από τη νομολογία ότι η αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί ή να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υπήρχαν όλα τα στοιχεία τα οποία ρητά, αφού μελέτησε, έλαβε υπόψη. Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Είναι φανερό ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά έδωσε έμφαση στο στοιχείο της αξίας, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή. Τα άλλα στοιχεία και ιδιαίτερα η αρχαιότητα του εφεσίβλητου λήφθηκαν υπόψη, αλλά δεν κρίθηκαν ικανά να ανατρέψουν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στο στοιχείο της αξίας. Θεωρείται, ως εκ τούτου, αιτιολογημένη η επίδικη απόφαση. Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, συνεκτίμησε δε και συστάθμισε τα τρία νομοθετημένα κριτήρια. Άσκησε ορθά τη διακριτική της εξουσία, αποδίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξία, η δε επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη. Λανθασμένα δε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εφεσείοντα - ενδιαφερόμενου μέρους.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πιπερή και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1306,
Ηλιάδης και Άλλη ν. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25,
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405,
Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,
Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,
Δημοκρατία ν. Κουφέττα (1985) 3 Α.Α.Δ. 1950,
Ρούσσος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 723.
Εφέσεις.
Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 7 Ιουλίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 950/92) με την οποια έγινε παραδεκτή η προσφυγή του εφεσιβλήτου - αιτητή και ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους Σωτήρη Καλογήρου στη θέση Εκπαιδευτη (Μηχανολογίας - Ναυτομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο με ισχύ από 15.9.92.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 1974 και για την Καθ' ης η αίτηση στην προσφυγή, στην Α.Ε. 1975.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Λ. Δικωμίτου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο στην Α.Ε. 1974 και Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην Α.Ε. 1975.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του Σωτήρη Καλογήρου (ενδιαφερόμενο μέρος) στη θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας-Ναυτομηχανικής) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ) με ισχύ από 15.9.92.
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όταν ζητήθηκε η πλήρωση της, κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός πλήρωσης της, όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (αρ. 1/90). Η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην έκθεσή της εισηγήθηκε τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων τον εφεσίβλητο/αιτητή στην Έφεση 1974 και τον εφεσείοντα/ενδιαφερόμενο μέρος στην Έφεση 1975. Η ΕΔΥ ακολούθως υπέβαλε τον κάθε ένα υποψήφιο σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή του ΑΤΙ, ο οποίος βαθμολόγησε τον μεν εφεσίβλητο/αιτητή ως "πολύ καλό", τον δε εφεσείοντα/ενδιαφερόμενο μέρος ως "εξαίρετο". Ο Διευθυντής σύστησε, ως εκ τούτου, τον εφεσείοντα/ενδιαφερόμενο μέρος για διορισμό. Η ΕΔΥ στη δική της κρίση στην προφορική εξέταση βαθμολόγησε τα διάδικα μέρη ως "πολύ καλό" και "πάρα πολύ καλό", αντίστοιχα.
Ακολούθως, η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Καταλήγει δε στην απόφαση της ως εξής:-
"Η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τη σύσταση του Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου.
........................................................................................................
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης.
Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ Σωτήρης, ο οποίος έχει τη σύσταση του Διευθυντή και διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Προϋπ. Ανάπτ.) θέση Εκπαιδευτή (Μηχανολογίας-Ναυτομηχανικής), Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο.".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή του εφεσίβλητου και ακύρωσε την επίδικη απόφαση με το αιτιολογικό ότι προσδόθηκε από την ΕΔΥ ανεπίτρεπτα ειδικό βάρος στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης η δε απόφασή της δεν παρέχει αιτιολογία και δεν αναπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων αφού αυτά δείχνουν υπεροχή του εφεσίβλητου.
Εναντίον της απόφασης αυτής του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο η Δημοκρατία όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος άσκησαν τις εφέσεις αυτές.
Και στις δύο εφέσεις, τόσο της Δημοκρατίας όσο και του εφεσείοντα/ενδιαφερόμενου μέρους προβάλλονται ταυτόσημοι λόγοι έφεσης.
Όλοι οι λόγοι έφεσης και από τους δύο εφεσείοντες αναπτύσσονται σε ενιαίο κείμενο. Κεντρικός άξονας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιχειρήματα των εφεσειόντων είναι η εσφαλμένη, κατ' αυτούς, κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος υπερείχε καταφανώς του εφεσείοντα/ενδιαφερόμενου μέρους, ως επίσης, ότι ελλείπει η αιτιολογία στην επίδικη απόφαση η οποία δεν αναπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.
Ας εξετάσουμε, κατά συνέπεια, ποιά είναι τα στοιχεία των φακέλων. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις, στο βαθμό που είναι μέτρο αξίας, δεν αποδεικνύουν υπεροχή υπέρ κανενός των διαδίκων. Και οι δύο είναι γενικά ισοδύναμοι σε αξία, στο επίπεδο των εμπιστευτικών εκθέσεων. Περαιτέρω όμως έρευνα, όπως υποδεικνύει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποκαλύπτει ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε πείρα μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια έναντι του εφεσείοντα/ενδιαφερόμενου μέρους λόγω της αρχαιότητάς του. Η πείρα που αποκτά εργαζόμενος υπό συγκεκριμένη ιδιότητα αποτελεί συστατικό της αξίας του την οποία και επαυξάνει (Βλέπε: Άννα Πιπερή και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 A.A.Δ. 1306, Σπύρος Ηλιάδης και Άλλη ν. Χρυσοστόμου Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25).
Τόσο ο εφεσείων/ενδιαφερόμενο μέρος όσο και ο εφεσίβλητος, όσον αφορά τα προσόντα πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Και οι δύο έχουν δίπλωμα Μηχανολογίας του ΑΤΙ. Ο αιτητής όμως κατέχει και πανεπιστημιακό δίπλωμα (B.Sc.) Μηχανολογίας. Το Πανεπιστημιακό αυτό Δίπλωμα, δεν απαιτείται μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά τούτο σχετίζεται με την επίδικη θέση.
Είναι σταθερά νομολογημένο ότι δεν παραγνωρίζονται προσόντα που δεν προβλέπονται μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως συναφή με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης. Τα επιπρόσθετα αυτά προσόντα συνεκτιμούνται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου (Βλέπε: Ανδρεστίνος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405, Αλέκος Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186).
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υπερέχει σε αρχαιότητα, στην αμέσως προηγούμενη θέση.
Η σύσταση του Προϊσταμένου η οποία δόθηκε υπέρ του εφεσείοντα/ενδιαφερόμενου μέρους είναι αναιτιολόγητη. Η σύσταση για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν απαιτείται με βάση το Νόμο (1/90) να είναι αιτιολογημένη.
Με βάση τη νομολογία, η σύσταση αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως που λαμβάνεται υπόψη από το διορίζον όργανο. Ο Προϊστάμενος είναι σε μοναδική θέση να κρίνει τους υποψηφίους αφού λάβει υπόψη τις ανάγκες της θέσης, δίδοντας αιτιολογία όταν απαιτείται από το Νόμο. Η σύσταση του Προϊστάμενου όταν δεν αντιμάχεται προς τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, διατηρεί την εγκυρότητά της και σύμφωνα με τη νομολογία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας. Στην απόφαση της Ολομέλειας Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, στη σελίδα 722 αναφέρεται το εξής:-
"Θα προσθέταμε ότι, όπως ορθά σημειώθηκε στην υπόθεση Ιoannides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1283, η σύσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ελαττωματική εκτός αν ανατραπεί το τεκμήριο της νομιμότητας με βάση το οποίο θεωρείται πως διαμορφώθηκε καλόπιστα μετά από δέουσα έρευνα.".
Η Ε.Δ.Υ. στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας έχει το δικαίωμα να παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου αφού όμως δώσει ειδική αιτιολογία. Στην παρούσα υπόθεση η ΕΔΥ άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια υιοθετώντας τη σύσταση του Προϊσταμένου.
Δεν στοιχειοθετείται λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εισήγηση ότι η σύσταση του Προϊσταμένου αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Κουφέττα (1985) 3 Α.Α.Δ. 1950 και Ρούσσος ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 723. Στην πρώτη ο Διευθυντής αιτιολόγησε τη σύσταση του με αναφορά ορισμένες ιδιότητες του συστηθέντος και από τον έλεγχο των φακέλων διαπιστώθηκε ότι δεν στοιχειοθετείτο υπεροχή όπως εξειδικεύθησαν. Επίσης, στη δεύτερη, ο Διευθυντής ενώ δήλωσε ότι ο αιτητής υπερείχε σε αξία, σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων από την ΕΔΥ, σε συνεννόηση με τον Προϊστάμενο, τους υποβλήθηκαν ερωτήσεις πάνω σε γενικά θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητάς τους και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Προϊστάμενος αξιολόγησε τον μεν εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο, τον δε εφεσίβλητο-αιτητή ως πολύ καλό. Στην κρίση επίσης της ΕΔΥ για την προφορική εξέταση ο εφεσείοντας-ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε επίσης ψηλότερα.
Η σύσταση επομένως του Προϊσταμένου συνάδει και με τις εντυπώσεις του από την προφορική εξέταση.
Η κατάληξη του αδελφού πρωτόδικου Δικαστή ότι προσδόθηκε ανεπίτρεπτα ειδικό βάρος στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης κατ' αντίθεση προς το άρθρο 34(9) του Νόμου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πουθενά στην επίδικη απόφαση της ΕΔΥ δεν μπορεί να διακριθεί τέτοιο γεγονός.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε πενταετή πείρα ως πρόσθετο προσόν. Τόσο ο εφεσείοντας όσο και ο εφεσίβλητος υπερκάλυπταν αυτή τη χρονική διάρκεια της πείρας. Το γεγονός ότι. λόγω της αρχαιότητάς του, ο εφεσίβλητος-αιτητής είχε σε χρόνο υπέρτερη πείρα, δεν του δίδει σημαντικό προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν είναι επιτρεπτό να συναρτάται η απόκτηση πείρας ως στοιχείο της αξίας με μοναδικό κριτήριο το χρόνο, όπως στην παρούσα έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξή του αποφαίνεται επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί "δεν προβαίνει σε κανένα σχολιασμό ή συσχετισμό των στοιχείων".
Είναι καθιερωμένο από τη νομολογία ότι η αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί ή να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Ενώπιον της ΕΔΥ υπήρχαν όλα τα στοιχεία τα οποία ρητά, αφού μελέτησε, έλαβε υπόψη. Η αιτιολογία της απόφασης, όπως την αναφέρουμε στην αρχή της απόφασής μας, συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Είναι φανερό ότι η ΕΔΥ ορθά έδωσε έμφαση στο στοιχείο της αξίας επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή. Τα άλλα στοιχεία και ιδιαίτερα η αρχαιότητα του εφεσίβλητου λήφθηκαν υπόψη αλλά δεν κρίθηκαν ικανά να ανατρέψουν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στο στοιχείο της αξίας. Θεωρούμε, ως εκ τούτου, αιτιολογημένη την επίδικη απόφαση. Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, συνεκτίμησε δε και συστάθμισε τα τρία νομοθετημένα κριτήρια. Άσκησε ορθά τη διακριτική της εξουσία, αποδίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξία, η δε επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη. Λανθασμένα δε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή του εφεσίβλητου έναντι του εφεσείοντα-ενδιαφερόμενου μέρους.
Κατά συνέπεια οι εφέσεις γίνονται δεκτές με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ενώ η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.