ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mytides ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 737
SEKKIDES ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 2136
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1989) 3 ΑΑΔ 1443
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159
Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 ΑΑΔ 53
Παπαλουκάς Λουκάς και Άλλοι ν. Eπιτροπής Σιτηρών Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656
Χατζηγεωργίου Χριστόδουλος Χ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23
Θεοδώρου κ.α. ν. ΡΙΚ (1991) 4 ΑΑΔ 2056
Ορθοδόξου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 2374
Δημητριάδης κ.α. ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 2582
Μεταξά κ.α. ν. Επ. Σιτηρών Κύπρου κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 2608
Σπύρου Σπύρος ν. Kυπριακού Oργανισμού Aθλητισμού (1993) 4 ΑΑΔ 1192
Iωάννου Γεωργία ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1583
Kυπριανίδης Kώστας και Άλλος ν. Kυπριακού Oργανισμού Tουρισμού (1993) 4 ΑΑΔ 2486
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Tορναρίτης Δημήτρης και Άλλοι ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 4 ΑΑΔ 41
ΣΑΒΕΡΙΟΣ ΒΡΑΧΙΜΗ ν. Ε.Τ.Ε.Κ., Υπσθεση Αρ. 546/2002, 22 Απριλίου, 2004
(1999) 3 ΑΑΔ 50
19 Φεβρουαρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ Δ/στές]
1. ΣΟΥΛΛΑ ΝΑΥΤΗ,
2. EΛΕΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ,
3. ΘΑΛΕΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1750)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου — Υπάλληλοι — Διορισμοί /Προαγωγές — Επανεξέταση μετά από ακύρωση λόγω παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου — Η ακύρωση εξαφάνισε την απόφαση εξυπαρχής — Δεν υπήρχε απόφαση για να διασωθεί, ούτε καν η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής — Η νομολογία αναφορικά με το ουσιώδες ή μη του τύπου της προκήρυξης δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή, εφόσον αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη απόφασης — Εκ νέου ακύρωση της απόφασης, εφόσον αυτή δεν επαναλήφθηκε από το στάδιο της προκήρυξης των θέσεων.
Το μόνο ζήτημα που αποτέλεσε θέμα της παρούσας έφεσης ήταν η νομιμότητα της διαδικασίας επανεξέτασης. Οι εφεσείουσες υποστήριξαν ότι, εφόσον η διαδικασία αφορούσε σε επανεξέταση μετά από ακύρωση της αρχικής απόφασης προαγωγών, λόγω της κακής συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε αρχίσει από το πολύ αρχικό στάδιο της προκήρυξης των θέσεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το θεμελιώδες είναι πως ολόκληρη η διαδικασία, η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η κρίση της έστω πως όλοι ήταν κατάλληλοι, η οποία ρητά λήφθηκε υπόψη, προϋποθέτει προγενέστερη νόμιμη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακόμα και η ίδια η προκήρυξη, ο σκοπός και το είδος της οποίας και πάλιν εξαρτώνται από το εάν μια θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής θα πληρωθεί ή όχι ως θέση προαγωγής. Η ανάγκη τέτοιας απόφασης ήταν όρος για την τροχιοδρόμηση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Η νομολογία σε σχέση με το επουσιώδες, σε ορισμένες περιπτώσεις, της παράλειψης ή της παράτυπης προκήρυξης και γενικότερα οι αρχές αναφορικά με τις συνέπειες από τη μη τήρηση τύπου, ουσιαστικά ως νομιμοποιητικού ερείσματος για την επίκλησή της, δε βοηθούν τους εφεσίβλητους. Αυτά προϋποθέτουν υπάρχουσα διαδικαία και το πρόβλημα που προκύπτει εδώ δεν εστιάζεται απλώς στην προκήρυξη, ως τύπο. Ό,τι συνετελέσθη από το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ανύπαρκτο. Η ακυρωτική απόφαση, ως εκ του λόγου της, ενέτρεχε σε κάθε προπαρασκευαστική πράξη που εκπορεύθηκε από αυτό. Δεν υπήρχε νόμιμη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θα αποτελούσε το υπόβαθρο για την πάρα πέρα διαδικασία και η τελική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιό της με ρητό μάλιστα συνυπολογισμό της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής που συστάθηκε ενόψει της παράνομης απόφασης που προηγήθηκε, είναι άκυρη.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδώρου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056,
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53,
Ορθοδόξου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2374,
Δημητριάδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2582,
Σπύρου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 1192,
Ιωάννου ν. ΡΙΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 1583,
Αβρααμίδου ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 96/92, ημερ. 11.3.94,
Arsalides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 706,
Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136,
Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,
Μεταξά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608,
Κυπριανίδης κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 26/2/93 (Προσφυγές Αρ. 864/91 & 1055/91) με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειουσών εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να προάξουν κατά την επανεξέταση τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού στη Διεύθυνση Διοίκησης και Οικονομικών Υπηρεσιών του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παναγιώτης Θεοδώρου κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056, ακυρώθηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού στη Διεύθυνση Διοίκησης και Οικονομικών Υπηρεσιών του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Η συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ 159, ήταν παράνομη λόγω της παρουσίας παρατηρητών των πολιτικών κομμάτων.
Το Διοικητικό Συμβούλιο, νόμιμα πλέον συγκροτημένο, κατά την επανεξέταση ασχολήθηκε με την επιλογή μεταξύ όσων είχαν υποβάλει αίτηση, ανταποκρινόμενοι στην αρχική προκήρυξη των θέσεων. Είχε τεθεί ενώπιόν του και η τότε έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία δόθηκε βαρύτητα, ως εξής: Το Διοικητικό Συμβούλιο "υιοθέτησε" το μέρος της σύμφωνα με το οποίο όλοι οι υποψήφιοι ήταν "κατάλληλοι για τη θέση" και, όπως σημειώνεται, "αγνόησε οποιαδήποτε άλλα σχόλια και κρίσεις της Επιτροπής ή μελών της για την αξία ενός εκάστου των υποψηφίων".
Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν το κύρος των προαγωγών που ακολούθησαν. Πρωτοδίκως οι ισχυρισμοί τους απορρίφθηκαν και εγείρεται, ως μόνο θέμα της έφεσης, η νομιμότητα της διαδικασίας της επανεξέτασης. Κατά τις εφεσείουσες το Διοικητικό Συμβούλιο ενήργησε στο κενό. Δεν υπήρχε έγκυρη προπαρασκευαστική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρικτεί το έργο της επιλογής ή οτιδήποτε. Η δικαστική διαπίστωση της παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου ανέτρεχε στην αφετηρία της διαδικασίας. Συμπαρέσυρε κατ' ανάγκην όσα είχαν προηγηθεί αφού όλα προϋπέθεταν αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Τις αποφάσεις εκείνες τις είχε λάβει το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο, εξαφανίστηκαν, και σε τελική ανάλυση ότι είχε απομείνει ήταν η ύπαρξη κενών θέσεων. Παρέπεμψαν συναφώς στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53. Επίσης στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Αντώνιος Ορθοδόξου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2374, Νίκος Δημητριάδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2582, Σπύρος Σπύρου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 1192, Γεωργία Ιωάννου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1583, Ευγενία Αβρααμίδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Προσφυγή 96/92 ημερομηνίας 11.3.94.
Οι εφεσίβλητοι επικέντρωσαν την προσοχή τους κυρίως στο θέμα της προκήρυξης των θέσεων. Πράγματι είχε πραγματωθεί με απόφαση του τότε παράνομα συγκροτημένου Διοικητικού Συμβουλίου αλλά η επαναπροκήρυξη δεν θα εξυπηρετούσε. Η οποιαδήποτε ενδεχόμενη παρατυπία ήταν εντελώς επουσιώδης αφού δεν είχε επίπτωση στη διαδικασία και στην επιλογή που ακολούθησε. Οι εφεσείουσες λήφθηκαν υπόψη ως υποψήφιες και ο στόχος της προκήρυξης συνετελέσθη εκ των πραγμάτων. Επίσης θα ήταν άσκοπη η επανάληψη της διαδικασίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η σύνθεσή της καθορίζεται κατ' ευθείαν από τους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος (Διορισμοί και Προαγωγές) Κανονισμούς του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87) και το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο δεν είχε συμμετοχή ή ανάμειξη στη διαδικασία της. Η δε απόφαση τώρα του Διοικητικού Συμβουλίου να υιοθετήσει την κρίση της πως όλοι ήταν κατάλληλοι, "σίγουρα θεραπεύει οποιαδήποτε παρατυπία δυνατό να σημειώθηκε προηγουμένως". Παρέπεμψαν στις υποθέσεις Arsalides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 706, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Λουκάς Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656. Και από τη βιβλιογραφία, σε σχέση με τις επιπτώσεις επουσιωδών παρατυπιών, στους Βεγλερή, Συμμόρφωση της Διοίκησης στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Πέμπτη Έκδοση, σελ. 475, Στασινόπουλο, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, Τρίτη Έκδοση, σελ. 214 και 217 και Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων. Σχετικές από την πιο πάνω άποψη είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443 και η πολύ πρόσφατη, Χριστόδουλος Χ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, οι θέσεις ήταν Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Αποφασίστηκε όμως η πλήρωσή τους ως θέσεων προαγωγής, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 13(2). Αυτό σήμαινε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και αυτή τη θεμελειακή απόφαση την πήρε το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο. Στηρίχτηκε, ας σημειωθεί, στην κρίση ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως, όπως προβλέπει ο Κανονισμός, "κατάλληλοι εκ του προσωπικού διά την πλήρωσιν της κενής θέσεως". Ανέκυψε από αυτό ρόλος για τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Όπως καθορίζεται στον Κανονισμό 3(1), η Συμβουλευτική Επιτροπή συμβουλεύει για την επιλογή των καλύτερων υποψηφίων "εκ των υπηρετούντων υπαλλήλων" για την πλήρωση θέσεων προαγωγής ή και θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής που το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(2), να πληρωθούν ως θέσεις προαγωγής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε τους υποψηφίους που έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως πληρούσαν τα προσόντα, σε προφορική συνέντευξη. Ως στόχος της συνέντευξης καθορίστηκε η εξακρίβωση της δυνατότητάς τους να αναλάβουν και να εκτελέσουν με επιτυχία τα καθήκοντα που προνοεί το σχέδιο υπηρεσίας. Με βάση δε τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη τις οποίες κατέγραψε και τα στοιχεία των φακέλων, έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι "είναι κατάλληλοι για τη θέση....".
Είδαμε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να στηρικτεί μόνο σ' αυτή την κρίση και να αγνοήσει "άλλα σχόλια και κρίσεις". Θα ανέκυπτε ερώτημα αναφορικά με το πως θα ήταν δυνατό να γίνει τέτοια διάσπαση όταν τα "άλλα σχόλια και κρίσεις" εμφανώς αποτέλεσαν την αιτία της άποψης πως όλοι ήταν κατάλληλοι. Επίσης, αναφορικά με το έρεισμα της απόφασης να ενεργήσει το Διοικητικό Συμβούλιο χωρίς συμβουλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που θα κάλυπτε όλο το εύρος των θεμάτων για τα οποία, κατά τους Κανονισμούς, διατυπώνει άποψη. Οι Κανονισμοί 6 και 7 είναι σχετικοί αλλά θα επισημαίναμε και την πρόνοια του Κανονισμού 8(3) σύμφωνα με την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο προβαίνει σε διορισμό/προαγωγή ".... εκ του καταλόγου των υποψηφίων όστις υποβάλλεται υπό της Επιτροπής", δηλαδή της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Το θεμελιώδες είναι πως ολόκληρη η διαδικασία, η εμπλοκή της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η κρίση της έστω πως όλοι ήταν κατάλληλοι, η οποία ρητά λήφθηκε υπόψη, προϋποθέτει προγενέστερη νόμιμη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακόμα και η ίδια η προκήρυξη, ο σκοπός και το είδος της οποίας και πάλιν εξαρτώνται από το εάν μια θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής θα πληρωθεί ή όχι ως θέση προαγωγής. Η ανάγκη τέτοιας απόφασης ήταν όρος για την τροχιοδρόμηση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Η νομολογία σε σχέση με το επουσιώδες, σε ορισμένες περιπτώσεις, της παράλειψης ή της παράτυπης προκήρυξης και γενικότερα οι αρχές αναφορικά με τις συνέπειες από τη μή τήρηση τύπου, ουσιαστικά ως νομιμοποιητικού ερείσματος για την επίκλησή της, δεν βοηθούν τους εφεσίβλητους. Αυτά προϋποθέτουν υπάρχουσα διαδικασία και το πρόβλημα που προκύπτει εδώ δεν εστιάζεται απλώς στην προκήρυξη, ως τύπο. Ό,τι συνετελέσθη από το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ανύπαρκτο. Η ακυρωτική απόφαση, ως εκ του λόγου της, ανέτρεχε σε κάθε προπαρασκευαστική πράξη που εκπορεύθηκε από αυτό. (Βλ. Νίκος Δημητριάδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ανωτέρω), Άρτα Μεταξά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608, Κώστας Κυπριανίδης κ.ά. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1993) 4 Α.Α.Δ. 2486.
Δεν υπήρχε νόμιμη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θα αποτελούσε το υπόβαθρο για την πάρα πέρα διαδικασία και η τελική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της με ρητό μάλιστα συνυπολογισμό της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής που συστάθηκε ενόψει της παράνομης απόφασης που προηγήθηκε, είναι άκυρη.
H έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.