ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 843
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2297
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Κωνσταντίνος Κοντεάτης από τη Λευκωσία
Εφεσείων
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Εφεσίβλητης
------------------------------
17 Δεκεμβρίου 1999
Για τον Εφεσείοντα: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Εφεσίβλητη: κα. Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η διάφορη κατάληξη μου από εκείνη των αδελφών μου δικαστών βασίζεται σε άλλη αντίκρυση του εγειρόμενου θέματος και της νομολογίας. Με δεδομένο το πραγματικό υπόβαθρο που τίθεται στην απόφαση τους, έχω την άποψη ότι κατά πρώτο το κρινόμενο θέμα δεν αφορά διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ στην ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του σχετικού προς αυτά κανονισμού αλλά ευθέως την ίδια την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού με βάση τις συνήθεις αρχές ερμηνείας. Προκειμένου δε περί διαπίστωσης εν τελευταία αναλύσει της πρόθεσης του νομοθέτη, δεν τίθεται θέμα διακριτικής ευχέρειας ερμηνείας. Το δίπλωμα του Εφεσείοντα είτε εμπίπτει είτε δεν εμπίπτει στα πλαίσια του εν λόγω κανονισμού, ως θέμα ορθής ερμηνείας του. Κατά δεύτερο λόγο, ο σχετικός κανονισμός αναφέρεται σε μεταπτυχιακό δίπλωμα. Επ΄αυτού, δεν θεωρώ ότι η νομολογία στηρίζει την άποψη της ΕΔΥ. Η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρήστου (1991) 3 ΑΑΔ 56 δεν είναι ευθέως σχετική αφού αναφέρεται όχι σε μεταπτυχιακό δίπλωμα αλλά σε μετεκπαίδευση, και δεν βλέπω πως οι δύο όροι θα μπορούσαν να ταυτισθούν. Περαιτέρω, όπως παρατήρησε ο Στυλιανίδης, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 61:""Μετεκπαίδευση" σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική. Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Ο όρος "μετεκπαίδευση", στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5)."
Η έννοια της μετεκπαίδευσης είναι εκ των πραγμάτων τέτοια ώστε να εξυπακούει ακολουθία επί της βασικής εκπαίδευσης. Η υπόθεση όμως δεν αποφασίζει ότι η μετεκπαίδευση πρέπει αναγκαστικά να διακρίνεται, ως χωριστό και αυτόνομο στάδιο, της βασικής εκπαίδευσης, θέμα που δεν εγείρετο εξ άλλου στην υπόθεση. Αυτό που αποφασίζει είναι ότι το δίπλωμα που ο Αιτητής ζητούσε να αναγνωρισθεί ως μετεκπαίδευση δεν μπορούσε να ήταν τέτοιο αφού αποκτήθηκε το Δεκέμβριο του 1963, ενώ ο Αιτητής πήρε το πρώτο του δίπλωμα, που απαιτείτο ως βασικό προσόν, τον Ιούλιο του 1965. Το κατ΄ισχυρισμό δίπλωμα μετεκπαίδευσης προηγήθηκε δηλαδή αντί να έπετο του πρώτου και βασικού προσόντος και έτσι αντιστρατεύετο κάθε έννοια μετεκπαίδευσης. Δεν υπάρχει εισήγηση στην απόφαση ότι η μετεκπαίδευση πρέπει να έχει χωριστή, παρά μόνο ακόλουθη, οντότητα της βασικής εκπαίδευσης.
Σημαντική θεωρώ την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128. Το τι αποφασίζει η υπόθεση αυτή είναι ότι το δίπλωμα ΜΒΑ Marketing του ενδιαφερόμενου μέρους, όντας μεταπτυχιακό δίπλωμα, δεν υποκαθιστούσε την έλλειψη κατοχής του απαιτούμενου πτυχιακού διπλώματος στα καθοριζόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας θέματα τα οποία περιλάμβαναν το Marketing. Όπως παρατήρησε ο Νικολαΐδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στις σελίδες 131-132:
"..... το δίπλωμα MBA (Marketing) συνιστά μεταπτυχιακό τίτλο που δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου, ούτε προεξοφλεί την κατοχή τίτλου σε ένα από τα καθοριζόμενα θέματα."
Ως εκ τούτου, αποφάνθηκε το δικαστήριο, κακώς ο ΚΟΤ θεώρησε ότι το ΜΒΑ συνιστούσε πτυχιακό δίπλωμα ώστε να ικανοποιούντο οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Η ουσία της υπόθεσης, όπως προκύπτει και από το πιο πάνω απόσπασμα και από το αποτέλεσμα, είναι ότι η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος σε κάποιο θέμα από μόνη της δεν εξυπακούει κατ΄ανάγκη και την ύπαρξη πτυχιακού διπλώματος στο εν λόγω θέμα, ούτε καθίσταται το μεταπτυχιακό δίπλωμα πτυχιακό επειδή δεν προηγήθηκε αυτού πτυχιακό δίπλωμα.
Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του διπλώματος ως μεταπτυχιακού δεν αναιρείται ως εκ της έλλειψης προηγούμενου πτυχιακού τίτλου.Μεταφέροντας το σκεπτικό αυτό την προκειμένη περίπτωση, ακολουθεί ότι ο χαρακτηρισμός του διπλώματος του εφεσείοντα ως μεταπτυχιακού δεν μπορούσε να αναιρεθεί ως εκ του ότι δεν προηγήθηκε αυτόνομο πτυχιακό δίπλωμα ούτε μπορούσε το δίπλωμα του εφεσείοντα να θεωρηθεί ως πτυχιακό δίπλωμα, όπως ουσιαστικά θεωρήθηκε. Η κατάληξη αυτή οδηγεί και σε μια περαιτέρω διάσταση, ευθέως σχετική προς
τα γεγονότα της προκειμένης υπόθεσης. Ο χαρακτηρισμός διπλώματος ως μεταπτυχιακού, αν και δεν εξυπακούει, δεν το αποκλείει να εμπεριέχει και το πτυχιακό δίπλωμα. Αυτό είναι θέμα δέουσας έρευνας των δεδομένων στην κάθε περίπτωση. Στην Προδρόμου δεν υπήρχε τέτοια ένδειξη, αφού το MBA (Marketing) ήταν αποκλειστικά μεταπτυχιακό, ενώ στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, 190/89 και 205/89, 12.2.1992 (Α. Λοΐζου, Π.), δεν υπήρχε αρμόδια άποψη ή ένδειξη ότι το κρινόμενο δίπλωμα ήταν μεταπτυχιακό, το δε χρονικό μήκος των σπουδών προς απόκτηση του δεν θεωρείτο αποφασιστικός παράγοντας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα πράγματα ενδέχεται να είναι διαφορετικά. Συμφωνώ με τους αδελφούς μου δικαστές ότι το όλο θέμα πρέπει να εξετασθεί με βάση το περιεχόμενο της διαβεβαίωσης της Ιταλικής Πρεσβείας ως αρμόδιας να παρέχει το υπόβαθρο της φύσης και του status του διπλώματος του εφεσείοντα. Και η διαβεβαίωση λέγει πολύ καθαρά ότι το εν λόγω δίπλωμα "Laurea di Dottore" είναι "second degree academic title" και "equivalnt to the British Master degree", προχωρεί δε να εξηγήσει πώς αποκτάται και ποία η σχέση του προς το πρώτο πτυχίο "Diploma Universitario" και προς το ανώτερο μεταπτυχιακό "Dottorato di Ricerca e Diploma di Specializzazione". Όχι μόνο ο αρμόδιος χαρακτηρισμός του διπλώματος ως μεταπτυχιακού θα έπρεπε να ήταν το τέλος του πράγματος για την ΕΔΥ, αλλά και ο συσχετισμός των πτυχίων στον οποίο προέβη η Ιταλική Πρεσβεία έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσει την ΕΔΥ, και ενδεχόμενα να ερευνήσει περαιτέρω, κατά πόσο το "Laurea di Dottore" δεν εμπεριείχε και το "Diploma Universitario", έστω και αν αυτό δεν αποκτήθηκε σε χωριστό και αυτόνομο στάδιο.Εν όψει της θεώρησης αυτής, είναι η άποψη μου ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι τρωτή ως ληφθείσα και υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας και θα έπρεπε να ακυρωθεί, επιτρέποντας την έφεση και παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π