ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2209
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Φώτος Χ" Δημητρίου, από τη Λάρνακα,
Εφεσείων-Αιτητής
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Προέδρου Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητων-Καθ'ων η αίτηση
--------------------------------
Για τον Εφεσείοντα:
Για τους Εφεσιβλήτους: κα Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------------- P>
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων, που είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής, διορίστηκε επί δοκιμασία στη θέση Καθηγητή από την 1/9/94. Τρεις μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 28/11/94 το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ζήτησε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όπως ο εφεσείων τεθεί σε διαθεσιμότητα επειδή εθεωρείτο ύποπτος για έξι υποθέσεις κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Η Αστυνομία είχε ήδη αρχίσει τις έρευνες εναντίον του εφεσείοντος κατόπιν καταγγελιών που είχαν υποβληθεί από συνάδελφους καθηγητές του εφεσείοντος. Η Επιτροπή αποφάσισε όπως θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα για λόγους δημόσιου συμφέροντος μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης ενώ ταυτόχρονα αποφάσισε ότι κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του εφεσείοντος θα αναστέλλονταν και οι απολαβές του θα περιορίζονταν στο ½ .Ο εφεσείων προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι (α) η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και (β) το απρόσκοπτο της διενέργειας των αστυνομικών ανακρίσεων, καθιστούσαν την απόφαση της Επιτροπής να τον θέσει σε διαθεσιμότητα ως εύλογα εφικτή.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι,
(1) Είχε δικαίωμα να ακουστεί προτού τεθεί σε διαθεσιμότητα,
(2) Δεν εδικαιολογείτο η απόφαση να τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την τελική συμπλήρωση των ερευνών,
(3) Η αιτιολογία για τη διαθεσιμότητα του έπασχε αφού το απρόσκοπτο των ερευνών και το δημόσιο συμφέρον δεν μπορούσαν να επηρεαστούν, εφόσον ο ίδιος τελούσε υπό αστυνομική κράτηση και
(4) Δεν έπρεπε να καταδικαστεί σε έξοδα.
Δικαίωμα ακρόασης
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι είναι αδιανόητο να τίθεται σε διαθεσιμότητα χωρίς να του δίνεται το δικαίωμα να εκφέρει τις απόψεις του πάνω σε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Ο εφεσείων ζήτησε την αναθεώρηση της μέχρι σήμερα υφιστάμενης νομολογίας ότι η διαθεσιμότητα συνιστά διοικητικό και όχι τιμωρητικό μέτρο και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν παρέχεται ευχέρεια στο διοικούμενο να ακουστεί προτού ληφθεί η απόφαση που τον θέτει σε διαθεσιμότητα. (Ιδε
Payiatas v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1239 και Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579). Η αναγκαιότητα για την αναθεώρηση προκύπτει, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, από την εξέλιξη του Δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως π.χ. στην Ελλάδα και Αγγλία ενώ η δική μας νομική θέση στηρίζεται σε απηρχειωμένες αντιλήψεις.Το άρθρο 74(1) του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69 όπως έχει τροποποιηθεί), παρέχει στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας τη διακριτική ευχέρεια (α) αν έχουν αρχίσει αστυνομικές έρευνες εναντίον ενός εκπαιδευτικού για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και (β) αν το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την απομάκρυνση του, να τον θέσει σε διαθεσιμότητα όχι μόνο μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών ανακρίσεων αλλά ακόμα μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής δίκης. Και τούτο γιατί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού λειτουργήματος και οι επιπτώσεις της
υπόθεσης στο εκπαιδευτικό έργο δικαιολογούν την επέκταση της διαθεσιμότητας μέχρι και τη συμπλήρωση της ποινικής διαδικασίας, σε αντίθεση με την περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων για τους οποίους η διάρκεια της διαθεσιμότητας περιορίζεται για το διάστημα εκείνο που διαρκεί η έρευνα, που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ή σε ορισμένες περιπτώσεις τους έξι μήνες (άρθρο 85 του Νόμου 1/90).Η προσωρινή απομάκρυνση ενός υπαλλήλου για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος δεν μπορεί να συσχετιστεί με ποινική ευθύνη και κατ' επέκταση με τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του. Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Θεόδουλου Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (Αίτηση 61/93 της 17/11/93),
"Περαιτέρω η διαθεσιμότητα δεν θέτει τον υπάλληλο εκτός υπηρεσίας, ούτε μπορεί να ταυτιστεί ή να εξομοιωθεί με οριστική απόλυση ή απώλεια του βαθμού ή της θέσεως του, αλλά αναστέλλει προσωρινά τις εξουσίες, προνόμια και άλλα ωφελήματα τα οποία ο υπάλληλος ανακτά αν απαλλαγεί ή αν από την έρευνα δεν αποδειχθεί πειθαρχική υπόθεση εναντίον του. Ενόψει των πιο πάνω είναι πρόδηλο πως η διαθεσιμότητα υπαλλήλων δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου η προηγούμενη κλήση του υπαλλήλου σε απολογία δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή της. (Βλ. μεταξύ άλλων
Αντίθετα το δικαίωμα ακρόασης επιβάλλεται όταν ο πολίτης αντιμετωπίζει πειθαρχικές διαδικασίες που δυνατόν να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων. (Ιδε
A. Markoullides v. Republic 3 R.S.C.C. 30, Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239 και Νικολάου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, Αίτηση 501/90 της 18/3/91).Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων δεν έχει υποστηρίξει την εισήγηση του ότι επιβάλλεται παρέκκλιση από την υφιστάμενη νομική θέση με σοβαρά νομικά επιχειρήματα, σε βαθμό που θα μας επέτρεπε να εξετάσουμε την αναθεώρηση της. Αντίθετα πιστεύουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και κρίνουμε ότι δεν έχουμε οποιοδήποτε λόγο για να επέμβουμε.
Περίοδος διαθεσιμότητας
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η σχετική πρόνοια για την επέκταση της διαθεσιμότητας μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής δίκης αποτελεί ένα δρακόντειο μέτρο το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή. Εστω και αν το κριτήριο για το οποίο τέθηκε σε διαθεσιμότητα ήταν το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, η χρονική περίοδος έπρεπε να είχε καθοριστεί και εν πάση περιπτώσει δεν έπρεπε να υπερβαίνει το χρονικό εκείνο διάστημα το οποίο
θα ήταν αναγκαίο για τη συμπλήρωση των αστυνομικών ερευνών.Στην παρούσα περίπτωση τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν αρκετά σοβαρά και η στοιχειοθέτηση τους ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε επιβολή ποινής φυλάκισης. Τα αδικήματα είχαν κατ' ισχυρισμό διαπραχθεί από ένα καθηγητή εναντίον άλλων συναδέλφων του. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας γνώριζε ότι υπήρχε πρόθεση εκ μέρους των διωκτικών οργάνων μετά τη συμπλήρωση των αστυνομικών ερευνών να παραπέμψουν την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Συμφωνούμε απόλυτα με την πρωτόδικη απόφαση ότι η τελική απόφαση για την απομάκρυνση ενός εκπαιδευτικού από τα καθήκοντα του επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και ότι στην παρούσα περίπτωση, η σοβαρότητα των αδικημάτων και το απρόσκοπτο της έρευνας, ήταν παράγοντες που εύλογα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόφαση να τεθεί ο εφεσείων σε διαθεσιμότητα.
Δημόσιο συμφέρον
Ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι από μόνη της η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Από το σχετικό πρακτικό που οδήγησε στη λήψη της απόφασης να τεθεί σε διαθεσιμότητα δεν επεξηγείται πώς ο εφεσείων, που τελούσε υπό κράτηση, θα μπορούσε να επηρεάσει το απρόσκοπτο των αστυνομικών ερευνών.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης μπορούσαν να οδηγήσουν στη λήψη της σχετικής απόφασης για να τεθεί ο εφεσείων σε διαθεσιμότητα. Το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι ήταν συνάδελφοι του εφεσείοντος, το γεγονός ότι μετά τη λήξη της κράτησης του θα επανερχόταν για να αναλάβει τα καθήκοντά του μέσα σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο θα υπηρετούσαν τα πρόσωπα που είχαν προβεί σε σοβαρές καταγγελίες εναντίον του για τις οποίες πιθανόν να καταδικαζόταν και σε φυλάκιση, ήταν στοιχεία που καθιστούσαν την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ως εύλογα επιτρεπτή.
Εξοδα
Εχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η καταδίκη του όπως καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί οι δικηγόροι στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα αμείβονται για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και οι μισθοί τους συμπεριλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό του Κράτους. Κατ' επέκταση η είσπραξη εξόδων από τη Δημοκρατία επενεργεί ως μορφή φορολογίας.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατία και οι δικηγόροι που υπηρετούν στο γραφείο του πληρώνονται από το δημόσιο. Το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ενεργεί όπως θα ενεργούσε οποιοσδήποτε άλλος εγγεγραμμένος δικηγόρος σε μια δικαστική διαδικασία και δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν εκτροπή από τη μέχρι σήμερα καθιερωθείσα νομολογία. Οπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Αρτεμίδη στην υπόθεση Κασάπης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Α.Ε. 1959 της 5/1/98),
"Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις δικαστικές διαδικασίες ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου επανδρώνεται με εγγεγραμμένους εν ενεργεία δικηγόρους οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα, όπως κάθε δικηγόρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, οι δικηγόροι του νομικού τμήματος και όλο το αναγκαίο προσωπικό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους."
Σε μια πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ΑΕ 2271 της 29/1/99) ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δικαστής Νικήτας είχε τονίσει ότι,
"Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Οπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν (για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει), μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική.
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Τάκης Χ" Γεωργίου και Εύη Παπαμιχαήλ ν. Ρ.Ι.Κ. (Α.Ε. 2264 της 16/2/99).
Στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε οποιοσδήποτε λόγος ή οποιοδήποτε καινοφανές νομικό σημείο που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από τον καθιερωμένο κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ