ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2209
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Φώτος Χ" Δημητρίου, από τη Λάρνακα,
Εφεσείων-Αιτητής
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Προέδρου Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητων-Καθ'ων η αίτηση
--------------------------------
23 Ιουνίου 1999
Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για τους Εφεσιβλήτους: κα Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------------- P>
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου (Νικήτας, Νικολάου, Καλλής, Ηλιάδης) θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων, που είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής, διορίστηκε επί δοκιμασία στη θέση Καθηγητή από την 1/9/94. Τρεις μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 28/11/94 το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ζήτησε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όπως ο εφεσείων τεθεί σε διαθεσιμότητα επειδή εθεωρείτο ύποπτος για έξι υποθέσεις κλοπής επιταγών, πλαστογραφίας και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Η Αστυνομία είχε ήδη αρχίσει τις έρευνες εναντίον του εφεσείοντος κατόπιν καταγγελιών που είχαν υποβληθεί από συνάδελφους καθηγητές του εφεσείοντος. Η Επιτροπή αποφάσισε όπως θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα για λόγους δημόσιου συμφέροντος μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης ενώ ταυτόχρονα αποφάσισε ότι κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του εφεσείοντος θα αναστέλλονταν και οι απολαβές του θα περιορίζονταν στο ήμισυ.Ο εφεσείων προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι (α) η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και (β) το απρόσκοπτο της διενέργειας των αστυνομικών ανακρίσεων, καθιστούσαν την απόφαση της Επιτροπής να τον θέσει σε διαθεσιμότητα ως εύλογα εφικτή.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι,
(1) Είχε δικαίωμα να ακουστεί προτού τεθεί σε διαθεσιμότητα,
(2) Δεν εδικαιολογείτο η απόφαση να τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την τελική συμπλήρωση των ερευνών και
(3) Δεν έπρεπε να καταδικαστεί σε έξοδα.
Δικαίωμα ακρόασης
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι είναι αδιανόητο να τίθεται σε διαθεσιμότητα χωρίς να του δίνεται το δικαίωμα να εκφέρει τις απόψεις του πάνω σε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Ο εφεσείων ζήτησε την αναθεώρηση της μέχρι σήμερα υφιστάμενης νομολογίας ότι η διαθεσιμότητα συνιστά διοικητικό και όχι τιμωρητικό μέτρο και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν παρέχεται ευχέρεια στο διοικούμενο να ακουστεί προτού ληφθεί η απόφαση που τον θέτει σε διαθεσιμότητα. (Ιδε Payiatas v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1239 και Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579). Η αναγκαιότητα για την αναθεώρηση προκύπτει, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, από την εξέλιξη του Δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως π.χ. στην Ελλάδα και Αγγλία ενώ η δική μας νομική θέση στηρίζεται σε απηρχειωμένες αντιλήψεις.
Η πιο πάνω νομολογιακή θέση, της οποίας επιδιώκεται η ανατροπή, έχει διαμορφωθεί με βάση ανάλογη θέση της Ελληνικής Νομολογίας. Η τελευταία θεωρούσε πάντοτε τη διαθεσιμότητα ή την αργία δημόσιου υπαλλήλου ως απλό διοικητικό μέτρο και όχι ως πειθαρχική ποινή και δεν απαιτούσε κλήση σε απολογία προκειμένου να τεθεί κάποιος σε διαθεσιμότητα ή αργία. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 368 και Γ.Μ. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", Τόμος Πρώτος, 6η Εκδοση, σελ. 435, 436, Σ.τ.Ε. 940/37, 498/38, 699/45, 711/45).
Είναι αλήθεια ότι έχει σημειωθεί στροφή στην πιο πάνω θέση της Ελληνικής Νομολογίας. Αυτή η στροφή οφείλεται στο άρθρο 20.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι,
"Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του."
Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει αναγνωρίσει απόλυτο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που δεν συνάδει με τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του διοικουμένου.
Στην απόφαση 2594/1977 τέθηκε για πρώτη φορά η βασική επί του ζητήματος αρχή της νομολογίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα ακρόασης εφαρμόζεται μόνον όταν η διοικητική κρίση, "δυνάμει της οποίας εκδίδεται η θίγουσα τον διοικούμενο πράξη, σχηματίζεται επί τη βάσει εκτιμήσεως της υποκειμενικής συμπεριφοράς
του διοικουμένου, όχι δε και όταν διαμορφούται βάσει καθαρώς αντικειμενικών δεδομένων". (Βλ. Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β΄ Εκδοση, σελ. 618). Οπως αναφέρθηκε στην απόφαση 2594/1977,"Η διάταξις αύτη - του άρ. 20.2 - επιβάλλουσα την προηγούμενην ακρόασιν του ενδιαφερομένου προ πάσης ενεργείας ή μέτρου εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων αυτού, δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ή περί μερικής ανακλήσεως αυτής - ως εν προκειμένω -, διότι επί των περιπτώσεων τούτων η κρίσις περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων και περί του ενδεδειγμένου της κηρύξεως της απαλλοτριώσεως ως και της εκτάσεως αυτής διαμορφούται επί τη βάσει δεδομένων αντικειμενικών, ουδόλως συνδεομένων προς υποκειμενικήν τινα συμπεριφοράν των ενδιαφερομένων ή επί της οποίας προηγουμένη ακρόασις αυτών να επιδρά επί την διαμόρφωσιν της κρίσεως της διοικήσεως."
Η πιο πάνω εξαίρεση δεν είναι η μόνη που έχει καθιερωθεί από την Ελληνική Νομολογία. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ως κάθε ατομικό δικαίωμα έχει περιορισθεί από την Ελληνική Νομολογία και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα όταν η άσκηση του θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαλκίδευση γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. (Βλ. Ι. Σαρμά, πιο πάνω, σελ. 619 και Σ.τ.Ε. 3853/1985, 2252/1986).
Στην απόφαση 2252/1986 το θέμα έχει τεθεί ως εξής:
"Επειδή η διάταξη της §2 του άρθρου 20 του Σ., κατά την οποία κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα ακροάσεως πριν από κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και ιδιαίτερα με τις διατάξεις των άρθρων 5 §1 και 25 §3 που εντάσσονται στο ίδιο μ' αυτήν δεύτερο μέρος του Σ. (ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα), δεν αποκλείει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό ορισμένες εγγυήσεις να παραλείπεται η πρόσκληση των ενδιαφερομένων να εκθέσουν τις απόψεις τους πριν από τη διοικητική ενέργεια ή τη λήψη του μέτρου, όταν πρόκειται για μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, η δε πρόσκλησή τους αυτή θα καθιστούσε τη λήψη του αδύνατη ή περιττή ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ματαίωση του διασφαλιστικού του δημοσίου συμφέροντος σκοπού στον οποίο αποβλέπει."
(Βλ. και 220/89, 571/89).
Σε σχέση με το θέμα της υπαγωγής δημόσιου υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα ή αργία, η Ελληνική Νομολογία είναι διχασμένη. Στο Συμπλήρωμα Νομολογίας 1987-1988, σελ. 443, αναφέρεται ότι,
"Περίπτωση όπου είναι αναγκαία η προηγούμενη ακρόαση, είναι και η κατ' ενάσκηση διακριτικής εξουσίας θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 192 του Υ.Κ., όταν εις βάρος του υφίσταται εκκρεμής ποινική ή πειθαρχική δίωξη για αδίκημα που μπορεί να επιφέρει την έκπτωση ή απόλυσή του".
(Σ.τ.Ε. 3012/1986 (Ολ.) ΝοΒ. 35. 242, Ελλ. Δικ. 28. 369, Αρμ. 41. 331, ΤοΣ. ΙΓ΄ 130. Contra η Σ.τ.Ε. 931/1985 ΝοΒ. 36. 419).
Αντίθετα στην απόφαση 931/1985 (Βλ. Συμπλήρωμα Νομολογίας (πιο πάνω) σελ. 443, κρίθηκε ότι,
"Ο τύπος της προηγούμενης ακροάσεως κάμπτεται οσάκις προέχει θέμα δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση θέσεως δημοσίου υπαλλήλου σε αργία λόγω παραπομπής του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για παράπτωμα το οποίο δύναται να επιφέρει οριστική απόλυση κατ' άρθρ. 192 §1 του π.δ. 611/77 (παραπ. σε Ολομ.), Σ.τ.Ε. 931/1985)".
Στο ίδιο Συμπλήρωμα Νομολογίας - σελ. 442 - τονίζεται ότι "η αρχή της προηγούμενης ακροάσεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, διότι η γενική και άκρατη εφαρμογή της δημιουργεί πραγματικό αδιέξοδο στη Διοίκηση, επιβραδύνει τη δράση των διοικητικών οργάνων και οδηγεί σε αδρανοποίηση της κρατικής μηχανής (Γνμδ. Ολ. Ελ. Συν. 26-11-1986 ΤοΣ. ΙΓ΄ 130)".
Στην απόφαση 3012/86, αντίθετα με την απόφαση 931/85, το θέμα δεν εξετάστηκε από τη σκοπιά του δημόσιου συμφέροντος. Στην Κύπρο το άρθρο 74(1) του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (άρθρο 10/69 όπως έχει τροποποιηθεί), παρέχει στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας τη διακριτική ευχέρεια (α) αν έχουν αρχίσει αστυνομικές έρευνες εναντίον ενός εκπαιδευτικού για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και (β) αν το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την απομάκρυνση του, να τον θέσει σε διαθεσιμότητα όχι μόνο μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών ανακρίσεων αλλά ακόμα μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής δίκης. Και τούτο γιατί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού λειτουργήματος δικαιολογούν την επέκταση της διαθεσιμότητας μέχρι και τη συμπλήρωση της ποινικής διαδικασίας, σε αντίθεση με την περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων για τους οποίους η διάρκεια της διαθεσιμότητας περιορίζεται για το διάστημα εκείνο που διαρκεί η έρευνα, που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ή σε ορισμένες περιπτώσεις τους έξι μήνες (άρθρο 85 του Νόμου 1/90). Στην Ελλάδα ο σχετικός Νόμος δεν κάμνει αναφορά στο δημόσιο συμφέρον.
Εχουμε την άποψη πως αυτό που προέχει είναι το δημόσιο συμφέρον. Στην κρινόμενη περίπτωση το δημόσιο συμφέρον έχει εξειδικευθεί. Σχετίζεται με τη σοβαρότητα του αδικήματος - ο εφεσείων κατηγορείται ανάμεσα σ' άλλα για κλοπή τραπεζικών επιταγών που ανήκουν σε συναδέλφους του εκπαιδευτικούς - και την απρόσκοπτη διεξαγωγή της αστυνομικής έρευνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απρόσκοπτη διεξαγωγή μιας αστυνομικής έρευνας αποτελεί θέμα δημόσιου συμφέροντος. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι η παρουσία στο σχολείο εκπαιδευτικού ο οποίος κατηγορείται για διάπραξη σοβαρών αδικημάτων - κλοπή επιταγών, πλαστογραφία, απόσπαση εμπορευμάτων και πλαστοπροσωπία - αποτελεί ζήτημα το οποίο πλήττει καίρια τα συμφέροντα της εκπαίδευσης και κατ' επέκταση το δημόσιο συμφέρον. Η παρουσία εκπαιδευτικού, ο οποίος είναι ύποπτος για διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, στις αίθουσες διδασκαλίας
υπονομεύει τα συμφέροντα της εκπαίδευσης. Η λήψη του μέτρου της προηγούμενης ακρόασης αναπόφευκτα θα συνεπαγόταν την παρουσία του εκπαιδευτικού στο σχολείο, ανάμεσα στους μαθητές του και στους συναδέλφους του, εμφανιζόμενα ως θύματα της υπό διερεύνηση εγκληματικής συμπεριφοράς του, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που θα χρειαζόταν για την προηγούμενη ακρόαση και μέχρι τη λήψη της απόφασης για να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Η παρουσία του εκπαιδευτικού στο σχολείο στη διάρκεια της περιόδου εκείνης θα οδηγούσε στη ματαίωση της διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος όπως αυτό έχει εξειδικευθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. (Βλ. Σ.τ.Ε. 2252/1986). Περαιτέρω θα είχε σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση της δράσης των διοικητικών οργάνων.Επομένως και με βάση τις αρχές που έχουν διαμορφωθεί από την Ελληνική Νομολογία η οποία - τονίζουμε - έχει σαν νομικό βάθρο το άρθρο 20.2 του Συντάγματος, η αρχή της προηγούμενης ακρόασης δεν τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής. Αυτή κάμπτεται όπου συντρέχουν, όπως είναι εδώ η περίπτωση, λόγοι δημόσιου συμφέροντος.
Πρέπει επί του προκειμένου να τονιστεί ότι όταν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος το ατομικό συμφέρον υποχωρεί. (Βλ.
Iordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696).Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη. (Βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αίτηση 1/95, ημερομηνίας 26/3/96).
Η σχετική επί του θέματος Κυπριακή Νομολογία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία νομοθετημάτων τα οποία καθιστούσαν δυνατή τη διαθεσιμότητα μόνο για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Τέτοιοι λόγοι έχουν κριθεί και στην Ελλάδα ικανοί να μετριάσουν την επιταγή του άρθρου 20.2 του Ελληνικού Συντάγματος για προηγούμενη ακρόαση. Δεν θεωρούμε ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει η νομολογία μας είναι εσφαλμένη. Δεν υπάρχει, επομένως, λόγος απόκλισης ή απομάκρυνσης από αυτή. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Περίοδος διαθεσιμότητας
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η σχετική πρόνοια για την επέκταση της διαθεσιμότητας μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής δίκης αποτελεί ένα δρακόντειο μέτρο το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή. Εστω και αν το κριτήριο για το οποίο τέθηκε σε διαθεσιμότητα ήταν το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, η χρονική περίοδος έπρεπε να είχε καθοριστεί και εν πάση περιπτώσει δεν έπρεπε να υπερβαίνει το χρονικό εκείνο διάστημα το οποίο θα ήταν αναγκαίο για τη συμπλήρωση των αστυνομικών ερευνών.
Στην παρούσα περίπτωση τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν αρκετά σοβαρά και η στοιχειοθέτηση τους ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε επιβολή ποινής φυλάκισης. Τα αδικήματα είχαν κατ' ισχυρισμό διαπραχθεί από ένα καθηγητή εναντίον άλλων συναδέλφων του. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας γνώριζε ότι υπήρχε πρόθεση εκ μέρους των διωκτικών οργάνων μετά τη συμπλήρωση των αστυνομικών ερευνών να παραπέμψουν την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εχουμε την άποψη πως η τελική απόφαση για την απομάκρυνση ενός εκπαιδευτικού από τα καθήκοντα του καθώς και η περίοδος της διαθεσιμότητας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Στην παρούσα περίπτωση λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Επιτροπή έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο. Η απόφαση της να θέσει τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής δίκης ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Εξοδα
Εχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η καταδίκη του όπως καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί οι δικηγόροι στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα αμείβονται για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και οι μισθοί τους συμπεριλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό του Κράτους. Κατ' επέκταση η είσπραξη εξόδων από τη Δημοκρατία επενεργεί ως μορφή φορολογίας.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατία και οι δικηγόροι που υπηρετούν στο γραφείο του πληρώνονται από το δημόσιο. Το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ενεργεί όπως θα ενεργούσε οποιοσδήποτε άλλος εγγεγραμμένος δικηγόρος σε μια δικαστική διαδικασία και δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν εκτροπή από τη μέχρι σήμερα καθιερωθείσα νομολογία. Οπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Αρτεμίδη στην υπόθεση Κασάπης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Α.Ε. 1959 της 5/1/98),
"Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις δικαστικές διαδικασίες ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου επανδρώνεται με εγγεγραμμένους εν ενεργεία δικηγόρους οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα, όπως κάθε δικηγόρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, οι δικηγόροι του νομικού τμήματος και όλο το αναγκαίο προσωπικό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους."
Σε μια πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ΑΕ 2271 της 29/1/99) ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δικαστής Νικήτας είχε τονίσει ότι,
"Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Οπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν (για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει), μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική."
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Τάκης Χ" Γεωργίου και Εύη Παπαμιχαήλ ν. Ρ.Ι.Κ. (Α.Ε. 2264 της 16/2/99).
Στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε οποιοσδήποτε λόγος ή οποιοδήποτε καινοφανές νομικό σημείο που θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από τον καθιερωμένο κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.