ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 309
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2260.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Δ. Ουζουνιάν & Μ. Σουλτανιάν & Σία Λτδ.,
Εφείουσα-Αιτήτρια,< /P>
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία: 28 Μαΐου, 199
9.Για την εφεσείουσα: Χρ. Κληρίδης, με Ι. Λουκαΐδου-Πολυκάρπου (κα).
Για τους εφεσίβλητους: Α. Μαππουρίδης, Δικ. Δημ., εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Η εφεσείουσα, η εταιρεία Δ. Ουζουνιάν & Σία Λτδ., είναι ενοικιάστρια μέρους ακινήτου το οποίο χρησιμοποιεί για τη διεξαγωγή των εμπορικών της επιχειρήσεων. Κατέχει το υποστατικό από το 1961 αφότου άρχισε η ενοικίαση. Το ακίνητο απαλλοτριώθηκε από τη Δημοκρατία για σκοπούς αναμόρφωσης και ανάπτυξης του αστικού κέντρου της Λευκωσίας.Η εφεσείουσα προσέβαλε το διάταγμα απαλλοτρίωσης, επικαλούμενη το δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος ως νομιμοποιητικού στοιχείου για την προσβολή τoυ. Όταν εκδόθηκε το διάταγμα στις 8 Νοεμβρίου 1991, η εφεσείουσα κατείχε το κατάστημα βάσει σύμβασης ενοικίασης που θα έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1995. Βάσει του ισχύοντος νομικού καθεστώτος, μετα την εκπνοή της συμβατικής περιόδου η εφεσείουσα θα καθίστατο θέσμιος ενοικιαστής.
(Βλ. τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (Ν.23/83, όπως τροποποιήθηκε.) Οι ιδιοκτήτες του ακινήτου δεν έφεραν ένσταση στην απαλλοτρίωση. αποδέχτηκαν την προσφερθείσα ή συμφωνηθείσα αποζημίωση, η οποία στο μεταξύ τους καταβλήθηκε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεχτη λόγω απουσίας του νενομισμένου συμφέροντος της εφεσείουσας να προσβάλει την απαλλοτρίωση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαλλοτρίωση δεν επαγόταν επηρεασμό ιδίου συμφέροντος της εφεσείουσας, όχι διότι δεν θα επέφερε τον τερματισμό της κατοχής του μισθίου, αλλά γιατί το ακίνητο δεν της ανήκει. Ο όποιος επηρεασμός της διαπιστώνει το Δικαστήριο, είναι έμμεσος. διέρχεται μέσα από τον επηρεασμό του συμφέροντος του ιδιοκτήτη. Έτσι κρίθηκε ότι απουσιάζει η αμεσότητα του επηρεασμού συμφέροντος που θέτει το Άρθρο 146.2 ως προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής.Αποδοχή του αιτήματος της εφεσείουσας να προσβάλει την απόφαση θα είχε, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, και άλλες συνέπειες
. θα παρενέβαλλε εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών και θα απέληγε στην ακύρωση της επελθούσας συμφωνίας για τη διάθεση του ακινήτου από τους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Αυτό θα συνιστούσε, παρατηρεί το Δικαστήριο, παραβίαση του δικαιώματος του ιδιοκτήτη διάθεσης της ιδιοκτησίας του, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος. Παραγνωρίζεται στην απόφαση ότι και το δικαίωμα κατοχής αναγνωρίζεται από το ίδιο άρθρο του Συντάγματος ως δικαίωμα το οποίο τυγχάνει συνταγματικής προστασίας.Το δικαίωμα κατοχής του υποστατικού από τον ενοικιαστή αναγνωρίζεται επίσης ως αντικείμενο προστασίας από τον ίδιο τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν.15/62), ο οποίος κατοχυρώνει στο άρθρο 11(1)(β) δικαίωμα αποζημίωσης του μισθωτή.
«(β) ....... επαρκές δια να αποζημιώση αυτόν δια πάσαν, εκ του τερματισμού της μισθώσεως, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ενοικιαγοράς προκύψασαν, ζημίαν.»
Το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντηθεί και αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα της έφεσης, είναι κατά πόσο η απαλλοτρίωση επάγεται τον άμεσο επηρεασμό εννόμου συμφέροντος της ενοικιάστριας, της εφεσείουσας. Είναι δεδομένο ότι η απαλλοτρίωση θα επιφέρει τον τερματισμό της κατοχής του ακινήτου, γεγονός που επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα της εφεσείουσας. Είναι αυτό το συμφέρον που προσδίδει, κατά την εισήγησή της, έρεισμα στην προσφυγή προς τον σκοπό αναθεώρησης της νομιμότητας της απαλλοτρίωσης που επηρεάζει τα δικαιώματά της. Σκοπός της αναθεώρησης δεν είναι η διαπίστωση της ζημίας που θα υποστεί αλλά η εγκυρότητα, κατά το δημόσιο δίκαιο, της πράξης που θα την επιφέρει.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση η οποία προσβάλλεται λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και αντίθετα προς το Σύνταγμα. Η ουσία του παραπόνου της δεν εξετάστηκε ούτε η απάντηση της Δημοκρατίας σ΄ αυτή, εφόσον η προσφυγή κρίθηκε απαράδεχτη.
Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Μας κάλεσε να απορρίψουμε την έφεση.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου βεβαιώνει ότι το «συμφέρον» με την έννοια που ενέχει στο Άρθρο 146.2, δεν εξομοιώνεται με αγώγιμο δικαίωμα. Το «συμφέρον» πρέπει να είναι υπαρκτό, υλικό ή ηθικό, απόρροια της ιδιαίτερης σχέσης του προσφεύγοντα προς το αντικείμενο της απόφασης και ο επηρεασμός άμεσος. Ταυτόχρονα το συμφέρον πρέπει να είναι «έννομο» δηλαδή να προσελκύει έρεισμα από τα δικαιώματα του αιτητή. Όπως λέχθηκε στην. Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, κ.ά. Α.Ε. 2166 - 28.2.1997 το συμφέρον «πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος».
Η εφεσείουσα έχει συμφέρον να κατέχει το υποστατικό το οποίο ενοικιάζει. Η κατοχή του ακινήτου έχει νομικό έρεισμα τη σύμβαση ενοικίασης. Η απαλλοτρίωση επηρεάζει άμεσα το καθόλα νόμιμο συμφέρον της εφεσείουσας να κατέχει το υποστατικό. Το γεγονός ότι από την προσβαλλόμενη πράξη επηρεάζονται επίσης τα συμφέροντα και άλλου προσώπου, του ιδιοκτήτη, δεν αμβλύνει τον επηρεασμό του δικού της συμφέροντος, ούτε εξουδετερώνει το δικαίωμα προστασίας με προσφυγή βάσει του Άρθρου 146.1. Το δικαίωμα αποζημίωσης της εφεσείουσας βάσει του Άρθρου 11(1)(β) του Ν.15/62, για την απώλεια της κατοχής του ακινήτου, δεν αναιρεί το δικαίωμά της να αξιώσει την αναθεώρηση της επίδικης διοικητικής απόφασης για να διαπιστωθεί το κατά νόμο έγκυρό της. Για τον ίδιο λόγο νομιμοποιείται και ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου να προσβάλει την απαλλοτρίωση παρά το δικαίωμα που του εξασφαλίζει το Σύνταγμα και ο νόμος, Ν.15/62, για δίκαιη αποζημίωση.
Σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνουμε ότι η απαλλοτρίωση επηρέασε δυσμενώς και ευθέως ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον της εφεσείουσας. Ενομιμοποιείτο συνεπώς να προσφύγει και να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, διαπίστωση που μας οδηγεί στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και τον ορισμό της ακρόασης της ουσίας της προσφυγής σε ημερομηνία η οποία θα καθοριστεί.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Θα δοθεί ημερομηνία για την ακρόαση της ουσίας της προσφυγής.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ.