ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 3 ΑΑΔ 7

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2148

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

 

Ζωή Νικολαΐδου, εκ Λευκωσίας,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

εκ Λευκωσίας,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση

------------------------

19 Ιανουαρίου, 1999

Για την Εφεσείουσα: Αγ. Ξενοφώντος.

Για τους Εφεσίβλητους: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το ΄Αρθρο 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, (Ν. 41/80), (ο «Νόμος»), προβλέπει:-

«61. - (1) Εάν πρόσωπόν τι, ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα εδικαιούτο συγχρόνως εις δύο ή πλείονας περιοδικώς καταβαλλομένας παροχάς δυνάμει του παρόντος Νόμου, δικαιούται να λαμβάνη μόνην την καθ' ύψος μεγαλυτέραν των τοιούτων παροχών, εάν δε αι παροχαί είναι καταβλητέαι εις το αυτό ύψος την πρώτον χορηγηθείσαν παροχήν :

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το επίδομα ορφανίας, ως και σύνταξις αναπηρίας καταβαλλομένη συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος επισυμβάντος ή νόσου προκληθείσης προ της ορισθείσης ημερομηνίας, εξαιρουμένης τυχόν αυξήσεως αυτής δι' εξαρτωμένους, καταβάλλεται ανεξαρτήτως της καταβολής ετέρας τινός περιοδικώς καταβαλλομένης παροχής.»

Η εφεσείουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα και έπαιρνε σύνταξη γήρατος για εννέα χρόνια πριν το θάνατο του συζύγου της, συμβάν που της παρείχε δικαίωμα σύνταξης χηρείας, όπως προβλέπει το ΄Αρθρο 39 του Νόμου. Το δικαίωμα της αποστερήθηκε, ενόψει των προνοιών του ΄Αρθρου 61(1) του Νόμου, το οποίο αποκλείει την παροχή και των δύο συντάξεων σε χήρα, σύνταξη γήρατος και χηρείας. Δικαιούται μόνο σε μια από αυτές, τη ψηλότερη.

Δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν ορθή, στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων του Νόμου. Προσβάλλεται το ίδιο το σχετικό άρθρο του Νόμου - (61(1)) - ως αντισυνταγματικό. Αντίκειται, κατά την εφεσείουσα, προς τις πρόνοιες και είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου και δεσμεύει το νομοθέτη να μεταχειρίζεται ισομερώς τα υποκειμένα του δικαίου. Είναι η εισήγησή της ότι το ΄Αρθρο 61(1) εξομοιώνει τις χήρες, ανεξάρτητα από τη θέση στην οποία βρίσκονται και τα ξεχωριστά δικαιώματά τους, ταύτιση η οποία προσκρούει στην αρχή της ισότητας. Υποβλήθηκε ότι η ανομοιογένεια μεταξύ των δικαιωμάτων χηρών καθιστά την εξομοίωση που επιχειρείται στο ΄Αρθρο 61(1), ειδικά μεταξύ εκείνων που απολαμβάνουν σύνταξη γήρατος και εκείνων που δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα, αυθαίρετη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση . ΄Εκρινε ότι:-

«Οι προσβαλλόμενες πρόνοιες πράγματι δεν δημιουργούν ανισότητα ή δυσμενή διάκριση μεταξύ των πολιτών, αλλά αφορούν μια ομοιογενή κατηγορία ατόμων που θα μπορούσαν, αν δεν υπήρχαν οι απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις, να λαμβάνουν δύο συντάξεις. Αυτές οι περιοριστικές νομοθετικές πρόνοιες εφαρμόζονται για όλα τα πρόσωπα αυτής της κατηγορίας και σ' αυτή εμπίπτει και η αιτήτρια.

Η αιτήτρια συμπεριλήφθη σε ομοιογενή κατηγορία ατόμων και η διάκριση η οποία έγινε όσον αφορά τα δικαιώματα της, σκοπό έχει τον περιορισμό παροχής πέραν της μιας συντάξεως και η διάκριση αυτή είναι εύλογη. (βλ., μεταξύ άλλων Commercial Union Assurance (Cyprus) Ltd v. Δήμου Λευκωσίας Υπ. Αρ. 1038/87, ημερ. 23.6.90, Mikrommatis v. The Republic (Minister of Finance and another) 2 R.S.C.C. 125). Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες του άρθρου 61(1) του Ν. 41/80 δεν είναι αντισυνταγματικές.»

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η ρύθμιση, στην οποία προβαίνει το ΄Αρθρο 61(1), είναι σύμφωνη με το βασικό σκοπό του Νόμου, που εστιάζεται στην εξασφάλιση ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης στις χήρες. Η εισήγηση εξυπακούει ότι και οι δύο συντάξεις, η σύνταξη γήρατος και η σύνταξη χηρείας, έχουν τον ίδιο σκοπό. Η εφεσείουσα υποστήριξε το αντίθετο - ότι ο σκοπός των δύο συντάξεων είναι διάφορος και οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος για την καταβολή τους ανόμοιες.

Τα οικονομικά μέσα του δικαιούχου σύνταξης γήρατος ή χηρείας δεν αποτελούν κριτήριο για την παροχή εκατέρας από αυτές. Η σύνταξη γήρατος έχει ως παρονομαστή την ασφάλιση της εργασίας και κριτήριο για την παροχή και το ύψος της τις συνεισφορές του εργοδοτουμένου και την περίοδο ασφάλισής του. υπό την αίρεση πάντα του κατώτατου ορίου σύνταξης. Η σύνταξη χηρείας έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της χήρας από την απώλεια του συζύγου της, με τον οποίο συζούσε ή από τον οποίο εξαρτάτο οικονομικώς. Διάφοροι είναι οι σκοποί των δύο συντάξεων και διάφορες οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος για την καταβολή τους. Η σύνταξη γήρατος αποτελεί απόρροια της εργασίας, ενώ η σύνταξη χηρείας απόρροια της έγγαμης κατάστασης και εξάρτησης της συζύγου από το σύζυγο. Η παροχή των δύο συντάξεων δεν έχει κοινό παρονομαστή.

Η θέση της Δημοκρατίας - ότι τα ευεργετήματα, τα οποία παρέχονται από το Νόμο, έχουν κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση στους δικαιούχους ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης - δεν ευρίσκει έρεισμα στο Νόμο. Σκοπός του Νόμου είναι η παροχή ξεχωριστών συντάξεων ή ωφελημάτων, προς αντιμετώπιση συγκυριών, δυσχερειών ή μειονεκτικότητας. Η σύνταξη γήρατος κτάται, δεν παρέχεται με μονομερή συνεισφορά του κράτους. Προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος αποτελεί η συνεισφορά του ασφαλισμένου και κριτήριο για το ύψος της σύνταξης τόσο η συνεισφορά όσο και η περίοδος ασφάλισης. Το επίπεδο της σύνταξης γήρατος ποικίλλει, ανάλογα με τις εισφορές του ασφαλισμένου και την περίοδο ασφάλισης της εργασίας. Η σύνταξη χηρείας έχει άλλο σκοπό - να ανακουφίσει τις χήρες από την απώλεια του συζύγου με τον οποίο συμβιούσαν και, συναφώς, την απώλεια της συνεισφοράς του στην κοινή διαβίωση. Η ομοιόμορφη μεταχείριση των χηρών για τους σκοπούς του ΄Αρθρου 61(1) απολήγει σε εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή των χηρών, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους.

Η ισότητα, όπως κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, νοηματοδοτείται από την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως γνώμονα την ουσιαστική ομοιογένεια ή ανομοιογένεια ατόμων ή πραγμάτων. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και η εξομοίωση των ανομοιογενών ή ετερογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου - (βλ., μεταξύ άλλων Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941. Χριστοδουλίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας. Α.Ε. 448, 15/11/90. Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, 129-133. RIK v. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, 192-193. Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611. KANIKA HOTELS LTD. και άλλοι v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας, Α.Ε. 1491, 17/1/97).

Δε χωρεί, για τους σκοπούς της ισότητας, αριθμητική ισοπέδωση. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να είναι ουσιαστική, ώστε να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, εξισώνονται όλες οι χήρες, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους. Υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ χηρών που είναι δικαιούχοι σύνταξης γήρατος και χηρών που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη εντοπίζεται στη διάκριση, η οποία γίνεται μεταξύ των χηρών, για λόγους άσχετους προς την παροχή σύνταξης χηρείας, δηλαδή άσχετους προς το θάνατο του συζύγου. Το ΄Αρθρο 61(1) πλήττει την αρχή της ισότητας και πρέπει να αποκηρυχθεί ως αντισυνταγματικό. Παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης από το νόμο, που αποτελεί πτυχή της ισοπολιτείας, που κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.

Υπάρχει και μία άλλη διάσταση του θέματος, που σχετίζεται με τις συνθήκες απόκτησης δικαιώματος για την παροχή σύνταξης γήρατος, την οποία θέλουμε να επισημάνουμε, χωρίς όμως να επεκταθούμε στις προεκτάσεις της. Αυτή σχετίζεται με την αρχή, την οποία πραγματεύεται η Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, στην οποία αποφασίστηκε ότι δικαιώματα, τα οποία προκύπτουν από το νόμο και επακόλουθα αποτελούν το αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων, δεν μπορεί να παραμεριστούν μονομερώς, με την κατάργηση ή τον περιορισμό των σχετικών διατάξεων του νόμου που αποτέλεσαν την πηγή του δικαιώματος.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται στην ολότητά της.

Π.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο