ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πιριπίτσης Kαίσσαρας και Άλλοι ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1 ΑΑΔ 385
CHARALAMBOS MENIKOU ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1973) 3 CLR 73
CYPRUS TANNERY LTD ν. REPUBLIC(MINISTER OF PUBLIC COMMUNICATIONS AND WORKS) (1977) 3 CLR 75
Τσαγγαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3392
Λοΐζου Xριστόφορος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου. (1995) 3 ΑΑΔ 455
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1998) 3 ΑΑΔ 141
25 Φεβρουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ Δ. ΛΑΜΠΙΔΟΝΙΤΗΣ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ Δ. ΛΑΜΠΟΔΟΝΙΤΗΣ,
3. ΜΑΡΙΑ Δ. ΛΑΜΠΙΔΟΝΙΤΗ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2019)
Aναγκαστική Aπαλλοτρίωση — Επίτευξη του σκοπού — Eπιστροφή απαλλοτριωθέντος ακινήτου βάσει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος — Προϋποθέσεις — Έννοια του όρου "εφικτός σκοπός της απαλλοτρίωσης" — Στην προκειμένη περίπτωση το τεμάχιο απαλλοτριώθηκε για να χρησιμοποιείται ως άνοιγμα παραπλεύρως δημοσίου δρόμου — H μη χρήση του για κάποιο διάστημα λόγω απόρριψης άχρηστων αντικειμένων δεν καθιστά τον σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο.
Mε την παρούσα έφεση επιδιώχθηκε η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή των αιτητών - εφεσειόντων κατά της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να επιστρέψουν μέρος του τεμαχίου τους, που είχε απαλλοτριωθεί για σκοπούς διεύρυνσης του οδικού δικτύου απορρίφθηκε.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το αίτημα των αιτητών για επιστροφή του επίδικου μέρους του τεμαχίου που απαλλοτριώθηκε ερείδεται στις διατάξεις του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, που επιβάλλουν υποχρέωση επιστροφής απαλλοτριωθέντος κτήματος στον ιδιοκτήτη, οποτεδήποτε ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε καθίσταται ανέφικτος, κατά τη χρονική περίοδο των τριών χρόνων μετά την απαλλοτρίωση καθώς και στις διατάξεις του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) που ρυθμίζουν τη διαδικασία απόδοσης του κτήματος στον ιδιοκτήτη. (Βλ. Άρθρα 14 και 15 του Ν. 15/62).
Η επιστροφή ακίνητης περιουσίας που απαλλοτριώθηκε στον ιδιοκτήτη της, συναρτάται με το ανέφικτο του σκοπού.
Στην προκείμενη περίπτωση, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο πως ανοίγματα παραπλεύρως των δημόσιων δρόμων, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για στάθμευση οχημάτων, αλλαγή πορείας ή διευκόλυνση της κίνησης και από τις δύο κατεθύνσεις. Το επίδικο μέρος, ως άνοιγμα εφαπτόμενο δημόσιου δρόμου σε ορεινή περιοχή αναμφίβολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που περιγράφει ο πρωτόδικος δικαστής διευκολύνοντας έτσι την τροχαία κίνηση στην περιοχή. Ακριβώς αυτή η χρήση του μέρους συνάδει προς το σκοπό της απαλλοτρίωσης που είναι "η διάνοιξη οδών στο Παλαιχώρι". Στο Άρθρο 2 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 όπως τροποποιήθηκε:
"'Oδός' σημαίνει οποιαδήποτε πλατεία, δρόμο .... αδιέξοδο δρόμο, δίοδο, πεζόδρομο, πεζοδρόμιο, ή δημόσιο χώρο που βρίσκεται σε περιοχή βελτιώσεως."
"Δημόσιος δρόμος" εντός της εννοίας του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 243 και τροποποιήσεων σημαίνει:
"... οποιαδήποτε οδό, πλατεία, μονοπάτι, ανοικτό χώρο ή χώρο επί του οποίου το κοινό έχει δικαίωμα διόδου και περιλαμβάνει οποιαδήποτε γη που εκχωρήθηκε από ή με τη συναίνεση της αρμόδιας αρχής ως δημόσιος δρόμος".
Τα άχρηστα αντικείμενα που αφέθηκαν εγκαταλειμμένα στο χώρο δεν μειώνουν την αναγκαιότητά του για σκοπούς οδικής κυκλοφορίας, ούτε καθιστούν ανέφικτο τον σκοπό της απαλλοτρίωσης. Όταν αυτά μετακινηθούν και ο χώρος καταστεί ελεύθερος, αυτός θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που έχει απαλλοτριωθεί, όπως εξάλλου ήταν και η πάγια θέση της απαλλοτριούσας αρχής. Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το επίδικο κτήμα χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Λοΐζου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 455,
Τσαγγαρίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392,
Πιριπίτσης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 385.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Aρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 18 Nοεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 70/92) με την οποία απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων με αίτημα με αίτημα την επιστροφή σ' αυτούς του απαλλοτριωθέντος κτήματος το οποίο δεν είχε χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.
Μ. Ζαμπακίδου για Μ. Παπαπέτρου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Καραπατάκης, για τους Εφεσίβλητους αρ. 1.
Α. Μαππουρίδης, για τους Εφεσίβλητους αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Μέρος κτήματος των εφεσειόντων με αριθμό τεμαχίου 710 του Φ/Σχ. 38/52 στο Παλαιχώρι, απαλλοτριώθηκε για τη διάνοιξη οδών στο Παλαιχώρι. Για τον ίδιο σκοπό απαλλοτριώθηκε ακίνητη ιδιοκτησία ανήκουσα και σε άλλους ιδιοκτήτες. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, αρ. 1816, ημερ. 12.11.82, η δε σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Παράρτημα, Μέρος ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, αρ. 1794, ημερ. 6.8.82.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως μεγάλο μέρος του κτήματος τους που απαλλοτριώθηκε δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και ζήτησαν γραπτώς την επιστροφή του, επικαλούμενοι το άρθρο 23.5 του Συντάγματος.
Ο Αναπληρωτής Έπαρχος Λευκωσίας εκ μέρους της απαλλοτριούσας αρχής με επιστολή του ημερομ. 26.9.89 πληροφόρησε τους δικηγόρους των εφεσειόντων ότι "όλη η γη που απαλλοτριώθηκε είναι απαραίτητη για το οδικό δίκτυο και δεν υπάρχει πλεόνασμα για επιστροφή". Ζήτησε επίσης από τους δικηγόρους των εφεσειόντων να συμβουλεύσουν τους πελάτες τους να μετακινήσουν τα διάφορα άχρηστα αντικείμενα που είχαν τοποθετήσει πάνω σε "δημόσιο δρόμο" δηλαδή, στο μέρος που ήθελαν να τους επιστραφεί.
Παρά την πιο πάνω απάντηση που δόθηκε στους εφεσείοντες από την απαλλοτριούσα αρχή, οι εφεσείοντες συνέχισαν να διεκδικούν την επιστροφή εκείνου του μέρους του τεμαχίου που κατά τον ισχυρισμό τους δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.
Προκύπτει από τη σχετική αλληλογραφία επί του θέματος και ιδιαίτερα από την τελευταία επιστολή ημερομ. 26.9.89 του Επάρχου Λευκωσίας προς τους εφεσείοντες, πως η απαλλοτριούσα αρχή δεν ήταν διατεθειμένη να μεταβάλει τη θέση που εξ αρχής υιοθέτησε επί του αιτήματος των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες κατεχώρησαν προσφυγή με την οποία πρόσβαλαν την παράλειψη των εφεσειόντων να επιστρέψουν το επίδικο μέρος του τεμαχίου, ως παράνομη και/ή αυθαίρετη ή/και ως αποτέλεσμα παράλειψης εκ του νόμου οφειλομένης ενέργειας. Πρόβαλαν επίσης τον ισχυρισμό ότι η απαλλοτρίωση του μέρους του τεμαχίου που δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης κατέστη άκυρη και παράνομη λόγω παράβασης του νόμου ή και παράλειψης οφειλόμενης εκ του νόμου ενέργειας των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε μεταξύ άλλων προφορική μαρτυρία που δόθηκε σχετικά με το θέμα της χρήσης του επίδικου μέρους του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου. Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέχθηκε την θέση της απαλλοτριούσας αρχής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέρος του απαλλοτριωθέντος κτήματος χρησιμοποιήθηκε και είναι όντως αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε· συνακόλουθα απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης ως εσφαλμένης. Το σφάλμα που οι εφεσείοντες αποδίδουν στην απόφαση συνοψίζεται στο ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως το επίδικο μέρος του κτήματος χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε είναι αντίθετο με την πραγματική κατάσταση του συγκεκριμένου μέρους που κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων αφέθηκε εγκαταλειμμένο από τους εφεσίβλητους για επτά χρόνια και κατέστη τόπος εναπόθεσης άχρηστων αντικειμένων. Οι εφεσείοντες διατείνονται, πως παρά την ύπαρξη αυτής της κατάστασης πραγμάτων, ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα απεφάνθη πως η εν λόγω κατάσταση δεν είχε καμιά σημασία καθόσον αφορά την ουσία του θέματος.
Η πρωτόδικη απόφαση δεν παρουσιάζει το σφάλμα ή τα σφάλματα που οι εφεσείοντες θέλουν να της αποδώσουν. Η ουσία της αιτιολογίας της απόφασης περιέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα.
"Εδώ, νομίζω πως η παρεξήγηση των αιτητών δημιουργείται από το γεγονός πως το επίδικο κτήμα δεν χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο στο ασφαλτικό τμήμα του δρόμου. Η θέση όμως αυτή αγνοεί τους πραγματικούς σκοπούς της απαλλοτρίωσης που ήταν, όπως αναφέρεται στη σχετική γνωστοποίηση, η βελτίωση των οδών και η διάνοιξη δρόμων στο χωριό. Όπως έχω ήδη πει ανοίγματα παραπλεύρως των δημοσίων δρόμων, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για στάθμευση οχημάτων, αλλαγή πορείας ή διευκόλυνση της κίνησης και από τις δυο κατευθύνσεις.
Δεν αποδίδω καμιά σημασία στους ισχυρισμούς των αιτητών πως στο επίμαχο τμήμα του κτήματος υπάρχουν ξύλα και άλλα αντικείμενα, και τα οποία οι αρμόδιες αρχές δεν μετακινούν. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση των καθ' ων, πως αυτά τοποθετήθηκαν από τους αιτητές, που τους κάλεσαν επανειλημμένα να τα μετακινήσουν. Η ουσία της υπόθεσης είναι πως, και για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, το επίδικο κτήμα χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε. (Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1977) 3 A.A.Δ. 75 και Μενοίκου v. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 73.)"
Το αίτημα των αιτητών για επιστροφή του επίδικου μέρους του τεμαχίου που απαλλοτριώθηκε ερείδεται στις διατάξεις του άρθρου 23.5 του Συντάγματος που επιβάλλουν υποχρέωση επιστροφής απαλλοτριωθέντος κτήματος στον ιδιοκτήτη, οποτεδήποτε ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε καθίσταται ανέφικτος κατά τη χρονική περίοδο των τριών χρόνων μετά την απαλλοτρίωση καθώς και στις διατάξεις του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) που ρυθμίζουν τη διαδικασία απόδοσης του κτήματος στον ιδιοκτήτη. (Βλ. άρθρα 14 και 15 του Ν. 15/62).
Η επιστροφή ακίνητης περιουσίας που απαλλοτριώθηκε στον ιδιοκτήτη της, συναρτάται με το ανέφικτο του σκοπού. Βλ. Λoΐζου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 455.
Στην Τσαγγαρίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 3392, ο Γ. Πικής, Δικαστής, (όπως ήταν τότε) αναφέρει:
"Η παρέλευση της τριετούς περιόδου που προβλέπεται από το άρθρο 15 του Ν. 15/62 δεν συνεπάγεται την έκπτωση των σκοπών της απαλλοτρίωσης οποτεδήποτε αυταί δεν πραγματοποιούνται μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων. Στην Jason Kaniklides v. Republic αποφασίστηκε ότι ο όρος "εφικτός" που απαντάται στην παράγραφο 5 του άρθρου 23.5 του Συντάγματος δεν ενέχει την έννοια του "πραγματοποιηθείς" αλλά δυνάμενος να πραγματοποιηθεί ή να επιτευχθεί. Επομένως, η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα στην τριετή περίοδο που προβλέπεται δεν καταδεικνύει αφ' εαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση είναι ανέφικτος."
Στην προκείμενη περίπτωση, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο πως ανοίγματα παραπλεύρως των δημόσιων δρόμων, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για στάθμευση οχημάτων, αλλαγή πορείας ή διευκόλυνση της κίνησης και από τις δύο κατεθύνσεις. Το επίδικο μέρος, ως άνοιγμα εφαπτόμενο δημόσιου δρόμου σε ορεινή περιοχή αναμφίβολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που περιγράφει ο πρωτόδικος δικαστής διευκολύνοντας έτσι την τροχαία κίνηση στην περιοχή. Ακριβώς αυτή η χρήση του μέρους συνάδει προς το σκοπό της απαλλοτρίωσης που είναι "η διάνοιξη οδών στο Παλαιχώρι" (Βλ. Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης - ανωτέρω). Στο άρθρο 2 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 όπως τροποποιήθηκε:
"'Οδός' σημαίνει οποιαδήποτε πλατεία, δρόμο ...... αδιέξοδο δρόμο, δίοδο, πεζόδρομο, πεζοδρόμιο, ή δημόσιο χώρο που βρίσκεται σε περιοχή βελτιώσεως."
"Δημόσιος δρόμος" εντός της εννοίας του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 και τροποποιήσεων σημαίνει:
"... οποιαδήποτε οδό, πλατεία, μονοπάτι, ανοικτό χώρο ή χώρο επί του οποίου το κοινό έχει δικαίωμα διόδου και περιλαμβάνει οποιαδήποτε γη που εκχωρήθηκε από ή με τη συναίνεση της αρμόδιας αρχής ως δημόσιος δρόμος".
Βλ. Πιριπίτσης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 385.
Τα άχρηστα αντικείμενα που αφέθηκαν εγκαταλειμμένα στο χώρο δεν μειώνουν την αναγκαιότητά του για σκοπούς οδικής κυκλοφορίας ούτε καθιστούν ανέφικτο τον σκοπό της απαλλοτρίωσης. Όταν αυτά μετακινηθούν και ο χώρος καταστεί ελεύθερος, αυτός θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που έχει απαλλοτριωθεί όπως εξάλλου ήταν και η πάγια θέση της απαλλοτριούσας αρχής. Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το επίδικο κτήμα χρησιμοποιήθηκε και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.