ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 127
19 Φεβρουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2476)
Επίταξη — Aρχή της επιλογής της λιγότερο επαχθούς λύσης — Eπανεξέταση μετά από ακύρωση του Διατάγματος λόγω μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας — Kατά την επανεξέταση εξετάστηκαν όλες οι πιθανές άλλες λύσεις και απορρίφθηκαν — Aιτιολογημένη απόφαση.
Επίταξη — Aυτοτελής διοικητική λειτουργία — Αναπόφευκτα λαμβάνεται υπόψη κατά την διερεύνηση των γεγονότων της υπόθεσης για την έκδοσή του, η ύπαρξη Διατάγματος Aπαλλοτρίωσης, που αποτελεί το νομιμοποιητικό έρεισμα του Διατάγματος Eπίταξης, καθώς το επείγον της έναρξης των εργασιών.
Mε την παρούσα έφεση αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της αιτήτριας - εφεσείουσας κατά του διατάγματος επίταξης μέρους του ακινήτου της. Tο επίδικο διάταγμα επίταξης εκδόθηκε εκ νέου, στα πλαίσια επανεξέτασης, μετά την ακυρωτική απόφαση του Aνωτάτου Δικαστηρίου.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η διοίκηση συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 779/95. Η έρευνα επί του ειδικού ζητήματος που ήγειρε η εφεσείουσα, της ύπαρξης δηλαδή και άλλου κατάλληλου για το έργο ακινήτου διαθέσιμου προς πώληση, εμφαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Σ.Α.Λ. ημερ. 26.4.96, όπου γίνεται αναφορά στις επαφές που είχαν λειτουργοί του Σ.Α.Λ., και από τις οποίες διαπιστώθηκε πως ο νέος ιδιοκτήτης του υπό αναφορά ακινήτου το αγόρασε για να κτίσει σ' αυτό δικό του κατάστημα. Επαναλαμβάνεται επίσης πως οι ιδιότητες του πιο πάνω ακινήτου, μαζί με άλλα που είχαν προηγουμένως υποδείξει η εφεσείουσα και ο σύζυγός της, είχαν μελετηθεί από τους συμβούλους μηχανικούς, οι οποίοι εξέφρασαν τη γνώμη πως το επίδικο ήταν το πιο κατάλληλο από απόψεως τοποθέτησης, υψομέτρου, έκτασης και μορφολογίας του εδάφους. Με τη μελέτη του έργου είχαν επίσης απασχοληθεί και τρεις διεθνείς οίκοι συμβούλων μηχανικών, με μεγάλη και εξειδικευμένη πείρα στα αποχετευτικά συστήματα, οι οποίοι και ενέκριναν τα σχέδια των μηχανικών του Σ.Α.Λ.
2. Η ουσιαστική αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης βρίσκεται στην κρίση του δικαστή, πως «το νομιμοποιητικό έρεισμα», για την έκδοση του διατάγματος επίταξης, είναι η ύπαρξη του διατάγματος της απαλλοτρίωσης, την ορθότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε, αντίθετα αποδέκτηκε ο Υπουργός.
Είναι γεγονός πως ο πρωτόδικος δικαστής, στην ανάπτυξη του σκεπτικού του, λέγει πως αν ο Υπουργός αποφαινόταν ο ίδιος κατά πόσο το επίδικο κτήμα ήταν το πλέον ακατάλληλο για σκοπούς επίταξης, αντί εκείνου που εισηγήθηκε η εφεσείουσα, θα εισχωρούσε μέσα στα στοιχεία που άπτονται του διατάγματος απαλλοτρίωσης, που είναι έγκυρο, εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αν δε τούτο κριθεί επιτρεπτό, συνεχίζει ο δικαστής, ο Υπουργός θα μπορούσε θεωρητικά να αποφασίσει πως για τους σκοπούς του διατάγματος επίταξης υπήρχαν άλλα κατάλληλα και διαθέσιμα προς πώληση ακίνητα για την εγκατάσταση του αντλιοστασίου, και επομένως να μην εκδώσει το διάταγμα επίταξης. Μια τέτοια όμως απόφασή του θα ήταν, κατά τον Δικαστή, αντίθετη με το έγκυρο διάταγμα απαλλοτρίωσης, της οποίας αντικείμενο είναι το επίδικο ακίνητο. Ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε με τις ειδικές περιστάσεις στην υπόθεση, που ελήφθησαν υπόψη από τη διοίκηση, και έκρινε πως έγινε από τον Υπουργό η δέουσα έρευνα. Σ' αυτή την έρευνα η ύπαρξη του διατάγματος της απαλλοτρίωσης αναπόφευκτα είχε βαρύνουσα σημασία.
3. H απόφαση του Υπουργού για την έκδοση του επίδικου διατάγματος είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Σ' αυτή καταγράφεται πως ικανοποιήθηκε από την έρευνα που διεξήγαγε το Σ.Α.Λ. και οι σύμβουλοι μηχανικοί του, την οποίαν και είχε ενώπιόν του. Αναφέρεται δε ειδικά και στο θέμα που ηγέρθη με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, και διαπιστώνει πως δεν υπάρχει άλλη κατάλληλη και διαθέσιμη ακίνητη ιδιοκτησία που να ικανοποιεί τους σκοπούς του έργου. Στο ίδιο το διάταγμα της επίταξης διευκρινίζεται ο σκοπός της δημόσιας ωφελείας, δηλαδή της κατασκευής αντλιοστασίου λυμάτων, τοποθέτησης διασωληνώσεων και άλλων συναφών εγκαταστάσεων του αποχετευτικού συστήματος.
Ο πρωτόδικος δικαστής παρατηρεί, επίσης ορθά, πως η έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος επίταξης αποτελεί αυτοτελή διοικητική λειτουργία, για την αναθεώρηση της οποίας ισχύουν οι γνωστές αρχές διοικητικού δικαίου. Ο έλεγχος τέτοιων διαταγμάτων ασκείται ανάλογα με τα γεγονότα στην κάθε περίπτωση. Στην υπό εξέταση υπόθεση αναποφεύκτως ελήφθη υπόψη η ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης για την εκπλήρωση της κατασκευής του έργου, και το επείγον της έναρξης των εργασιών, που θα μπορούσαν να αρχίσουν μόνο με την έκδοση του διατάγματος επίταξης, ώστε να εισέλθουν στο επίδικο κτήμα οι εργολάβοι.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Αspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57,
Μαρκουλλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413,
Χριστοδουλίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2766.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kωνσταντινίδης, Δ.), που δόθηκε στις 16 Iουλίου, 1997 (Προσφυγή Aρ. 1013/96) με την οποία απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας κατά του διατάγματος επίταξης του ακινήτου της.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Γ. Μ. Νικολαΐδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Μέρος του ακινήτου της αιτήτριας - εφεσείουσας (τεμάχιο 770, Φ/Σχ.XL64.3IV Σύμπλεγμα Β, Σκάλα) απαλλοτριώθηκε με σχετικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 24.9.93, για να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του αποχετευτικού συστήματος Λάρνακας. Στο κτήμα της εφεσείουσας βρίσκεται το σπίτι της που περιβάλλεται από αυλή, μέρος της οποίας επηρεάζεται από διάταγμα απαλλοτρίωσης και το επίδικο της επίταξης, ημερ. 4.10.96 (βλ.τρίτο παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας αριθ. 3091, ΑΔΠ1180), όπου θα εγκατασταθεί ένα από τα αντλιοστάσια του αποχετευτικού συστήματος. Η προσφυγή εναντίον του διατάγματος απαλλοτρίωσης, αριθμ. 919/93, εκκρεμεί ενώπιον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Του επίδικου διατάγματος επίταξης προηγήθηκε άλλο, που δημοσιεύθηκε στις 18.8.95 (ΑΔΠ1131), και το οποίο η εφεσείουσα πρόσβαλε επιτυχώς (προσφυγή 779/95). Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε κρίνει πως η προσφυγή ήταν παραδεκτή, επειδή διαπίστωσε πως δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα για τη διακρίβωση και επιλογή της λιγότερο επαχθούς λύσης για την εφεσείουσα. Ειδικώτερα ο δικαστής εντόπισε ως παράλειψη της διοίκησης να μη εξετάσει αν ακίνητο που η εφεσείουσα υπέδειξε, και ισχυριζόταν πως προσφερόταν για πώληση, ήταν επίσης κατάλληλο για τους σκοπούς του έργου.
Το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λάρνακος, Σ.Α.Λ., συμμορφούμενο με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου επανεξέτασε το ζήτημα. Επέμεινε δε στη θέση πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε εναλλακτική λύση λιγότερο επαχθής για την εφεσείουσα και ζήτησε από τον αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών να εγκρίνει νέο διάταγμα επίταξης. Ο Υπουργός εξέδωσε το διάταγμα, που είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και εδώ, τα ίδια ουσιαστικά νομικά επιχειρήματα. Πρότειναν οι συνήγοροι της εφεσείουσας πως υπήρξε εκ μέρους της διοίκησης παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 779/95, γιατί το Σ.Α.Λ. δεν προέβη σε νέα έρευνα, όπως επιβαλλόταν με την πιο πάνω απόφαση. Εισηγήθηκαν επίσης πως το υπό συζήτηση διάταγμα για επίταξη δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο. Ο Υπουργός, υποστήριξαν, δεν άσκησε την αρμοδιότητα που του δίδει ο νόμος, αλλά απλώς υιοθέτησε, χωρίς να λειτουργήσει τη διοικητική του ευχέρεια, τις απόψεις του Σ.Α.Λ. Συναφώς επικαλέστηκαν τις διατάξεις της παραγρ. 8(β) του άρθρου 23 του Συντάγματος και του άρθρου 4 του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου 1962, Ν.21/62, όπως τροποποιήθηκε, και που θεσπίστηκε δυνάμει της παραγράφου 8(α) του πιο πάνω άρθρου του Συντάγματος.
Ο πρωτόδικος δικαστής συζητά με λεπτομέρεια στην υπό έφεση απόφαση του τα πιο πάνω ζητήματα. Συνοψίζουμε τις απόψεις του παρακάτω: Έκρινε πως η διοίκηση συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 779/95, γιατί είχε εξετάσει ειδικά κατά πόσο το κτήμα που η εφεσείουσα υπέδειξε ήταν πράγματι διαθέσιμο προς πώληση και κατάλληλο για την τοποθέτηση του αντλιοστασίου. Διαπιστώθηκε όμως πως το ακίνητο δεν προσφερόταν γιατί ο ιδιοκτήτης του είχε πρόθεση να το αξιοποιήσει κτίζοντας σ' αυτό το κατάστημα του. Αναφορικά με τη δεύτερη εισήγηση των δικηγόρων της εφεσείουσας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο Υπουργός αιτιολόγησε την απόφαση του, αφού μελέτησε τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του το Σ.Α.Λ. και ενέκρινε την εισήγηση του.
Η βασική κριτική που ασκήθηκε ενώπιον μας κατά της πρωτόδικης απόφασης είναι πως ο δικαστής εξέφρασε στην ουσία την άποψη πως ο Υπουργός δεν είχε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στο ζήτημα, δεδομένου ότι υπήρχε το διάταγμα απαλλοτρίωσης και η οποιαδήποτε εξέταση από τον ίδιο ζητημάτων, όπως π.χ. η υιοθέτηση της λιγότερο επαχθούς λύσης για την εφεσείουσα, δεν ήταν ανοικτή μιας και τέτοιο ζήτημα θα άγγιζε τα στοιχεία που αφορούν στο διάταγμα απαλλοτρίωσης, που θεωρείται, σύμφωνα με τον Δικαστή, έγκυρο εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εισηγήθηκαν επίσης οι συνήγοροι πως ο Υπουργός ώφειλε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια επί του ζητήματος, να εξετάσει δηλαδή κατά πόσο εδικαολογείτο η έκδοση του διατάγματος επίταξης ανεξάρτητα από την ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Έχουμε τη γνώμη πως η διοίκηση συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 779/95. Η έρευνα επί του ειδικού ζητήματος που ήγειρε η εφεσείουσα, της ύπαρξης δηλαδή και άλλου κατάλληλου για το έργο ακινήτου διαθέσιμου προς πώληση, εμφαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Σ.Α.Λ. ημερ. 26.4.96, όπου γίνεται αναφορά στις επαφές που είχαν λειτουργοί του Σ.Α.Λ., και από τις οποίες διαπιστώθηκε πως ο νέος ιδιοκτήτης του υπό αναφορά ακινήτου το αγόρασε για να κτίσει σ' αυτό δικό του κατάστημα. Επαναλαμβάνεται επίσης πως οι ιδιοκτήτες του πιο πάνω ακινήτου, μαζί με άλλα που είχαν προηγουμένως υποδείξει η εφεσείουσα και ο σύζυγος της, είχαν μελετηθεί από τους συμβούλους μηχανικούς, οι οποίοι εξέφρασαν τη γνώμη πως το επίδικο ήταν το πιο κατάλληλο από απόψεως τοποθέτησης, υψομέτρου, έκτασης και μορφολογίας του εδάφους. Με τη μελέτη του έργου είχαν επίσης απασχοληθεί και τρεις διεθνείς οίκοι συμβούλων μηχανικών με μεγάλη και εξειδικευμένη πείρα στα αποχετευτικά συστήματα, οι οποίοι και ενέκριναν τα σχέδια των μηχανικών του Σ.Α.Λ.
Η ουσιαστική αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης βρίσκεται στην κρίση του δικαστή πως «το νομιμοποιητικό έρεισμα», για να χρησιμοποιήσουμε την ίδια τη φράση του, για την έκδοση του διατάγματος επίταξης είναι η ύπαρξη του διατάγματος της απαλλοτρίωσης, την ορθότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε, αντίθετα αποδέκτηκε ο Υπουργός. Έκανε δε αναφορά στις σχετικές επί του θέματος υποθέσεις Ασπρή ν. Δημοκρατίας, 4 Α.Α.Σ.Δ. 57, Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 3413 και Γιαννούλα Χριστοδουλίδου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2766.
Είναι γεγονός πως ο πρωτόδικος δικαστής, στην ανάπτυξη του σκεπτικού του, λέγει πως αν ο Υπουργός αποφαινόταν ο ίδιος κατά πόσο το επίδικο κτήμα ήταν το πλέον ακατάλληλο για σκοπούς επίταξης, αντί εκείνου που εισηγήθηκε η εφεσείουσα, θα εισχωρούσε μέσα στα στοιχεία που άπτονται του διατάγματος απαλλοτρίωσης, που είναι έγκυρο εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αν δε τούτο κριθεί επιτρεπτό, συνεχίζει ο δικαστής, ο Υπουργός θα μπορούσε θεωρητικά να αποφασίσει πως για τους σκοπούς του διατάγματος επίταξης υπήρχαν άλλα κατάλληλα και διαθέσιμα προς πώληση ακίνητα για την εγκατάσταση του αντλιοστασίου, και επομένως να μην εκδώσει το διάταγμα επίταξης. Μια τέτοια όμως απόφασή του θα ήταν, κατά τον Δικαστή, αντίθετη με το έγκυρο διάταγμα απαλλοτρίωσης, της οποίας αντικείμενο είναι το επίδικο ακίνητο.
Ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε με τις ειδικές περιστάσεις στην υπόθεση, που ελήφθησαν υπόψη από τη διοίκηση, και έκρινε πως έγινε από τον Υπουργό η δέουσα έρευνα. Σ' αυτή την έρευνα η ύπαρξη του διατάγματος της απαλλοτρίωσης αναπόφευκτα είχε βαρύνουσα σημασία. Η υπόθεση Ασπρή, που αναφέρεται πιο πάνω, είναι σχετική.
H απόφαση του Υπουργού για την έκδοση του επίδικου διατάγματος είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Σ' αυτή καταγράφεται πως ικανοποιήθηκε από την έρευνα που διεξήγαγε το Σ.Α.Λ. και οι σύμβουλοι μηχανικοί του, την οποίαν και είχε ενώπιόν του. Αναφέρεται δε ειδικά και στο θέμα που ηγέρθη με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, και διαπιστώνει πως δεν υπάρχει άλλη κατάλληλη και διαθέσιμη ακίνητη ιδιοκτησία που να ικανοποιεί τους σκοπούς του έργου. Στο ίδιο το διάταγμα της επίταξης διευκρινίζεται ο σκοπός της δημόσιας ωφελείας, δηλαδή της κατασκευής αντλιοστασίου λυμάτων, τοποθέτησης διασωληνώσεων και άλλων συναφών εγκαταστάσεων του αποχετευτικού συστήματος.
Ο πρωτόδικος δικαστής παρατηρεί, επίσης ορθά, πως η έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος επίταξης αποτελεί αυτοτελή διοικητική λειτουργία, για την αναθεώρηση της οποίας ισχύουν οι γνωστές αρχές διοικητικού δικαίου. Ο έλεγχος τέτοιων διαταγμάτων ασκείται ανάλογα με τα γεγονότα στην κάθε περίπτωση. Στην υπό εξέταση υπόθεση αναποφεύκτως ελήφθη υπόψη η ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης για την εκπλήρωση της κατασκευής του έργου, και το επείγον της έναρξης των εργασιών που θα μπορούσαν να αρχίσουν μόνο με την έκδοση του διατάγματος επίταξης, ώστε να εισέλθουν στο επίδικο κτήμα οι εργολάβοι.
Μιλούμε για ένα τεράστιο έργο υποδομής και περιβαλλοντικής αξίας, του οποίου η δημόσια ωφέλεια είναι αυτόδηλη. Για τους σκοπούς του επίδικου διατάγματος δεν έχουμε διαπιστώσει εκ μέρους της διοίκησης οποιαδήποτε αυθαίρετη λειτουργία ή αδικαιολόγητη επέμβαση στα συνταγματικά δικαιώματα της εφεσείουσας. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης αναφέρθηκαν παραδείγματα πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή διατάγματος επίταξης, όπως π.χ. όταν καταστρέφεται το αντικείμενό της, μια οικοδομή φερ' ειπείν, ενώ αργότερα το διάταγμα απαλλοτρίωσης κηρύσσεται άκυρο από το Δικαστήριο. Και τούτο για να δοθεί έμφαση από τους δικηγόρους της εφεσείουσας πως η ύπαρξη του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν πρέπει να καθιστά, χωρίς άλλη σκέψη και μελέτη, βέβαιη την έκδοση διατάγματος επίταξης.
Έχουμε τη γνώμη πως η αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα δεν βοηθά πάντοτε στη θεώρηση νομικών κανόνων. Το Δικαστήριο, όπως αναφέραμε ήδη, διακρίνει τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση και εφαρμόζει το νόμο σύμφωνα με τις καλά γνωστές αρχές δικαίου. Ας υπενθυμίσουμε όμως και τη θεραπεία που προβλέπεται στο άρθρο 146(6) του Συντάγματος, για την πληρωμή αποζημιώσεων σε πρόσωπο που υφίσταται ζημιά από πράξη ή παράλειψη της διοίκησης που κηρύσσεται άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή. Η έφεση απορρίπτεται. Το επίδικο διάταγμα επίταξης επικυρώνεται. Η εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα της έφεσης.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.