ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 43
15 Iανουαρίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Μ. ΚΑΣΑΠΗΣ κ.ά.,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.ά.,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ.1959)
Έννομο Συμφέρον — Έλλειψη — Ευνοϊκή πράξη — Eυνοϊκή για το διοικούμενο πράξη που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς του — Δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με προσφυγή — Περίπτωση προσβολής πολεοδομικής άδειας διαιρέσεως γης σε οικόπεδα.
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 29 — Σαφής ερμηνεία της λειτουργίας του από τη νομολογία — Περιστάσεις αδυναμίας εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση, όπου η παράλειψη άρθηκε με την έκδοση απόφασης.
Έξοδα — Eπί της διαδικασίας της προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ισχύουν οι καθιερωμένοι γενικώς κανόνες περί εξόδων — Kαμία διαφοροποίηση εκ του γεγονότος ότι διάδικος καθίσταται η Δημοκρατία.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου v. Χριστοφόρου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή τότε του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου, (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 30 Mαΐου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 547/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων κατά της χορηγηθείσας σ' αυτούς, άδειας διαιρέσεως γης σε οικόπεδα.
Κ. Χ΄Ιωάννου, για τους Eφεσείοντες-Αιτητές.
Ελ.Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Έχει ουσιαστική σημασία στην έκβαση της υπό συζήτηση έφεσης να παραθέσουμε αυτούσιες τις δυο θεραπείες, όπως διατυπώνονται στην αίτηση ακυρώσεως:
«Α. Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ημερομηνίας 30.4.93, με αρ.Φακέλλου, ΛΕΥ/0193/93 με την οποίαν εχορηγήτο άδεια διαιρέσεως γης σε οικόπεδα στους αιτητές (επισυνάπτεται σημειουμένη ως Παράρτημα 1), είναι άκυρη και άνευ ουδενός αποτελέσματος και/ή
Β. Δήλωση Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ' ων 4 να αποφασίσουν και απαντήσουν επί της ιεραρχικής προσφυγής ημ. 24.5.93 που άσκησαν οι αιτητές εναντίον της αποφάσεως της Πολεοδομικής Αρχής ημ.30.4.93 με αρ.Φακ.ΛΕΥ/0193/93 (που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2) είναι άκυρη και άνευ ουδενός αποτελέσματος.»
Ο συνάδελφος, ο οποίος δίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, αποφάνθηκε πως, σε ότι αφορά τη θεραπεία «Α» η προσβαλλόμενη απόφαση είχε χάσει την εκτελεστότητα της λόγω της άσκησης εκ μέρους των αιτητών ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (Ν.90/72). Αναφορικά με τη θεραπεία «Β» επεσήμανε πως αυτή δεν είναι διατυπωμένη με σαφήνεια, έκρινε όμως πως προέκυπτε από το κείμενο της ότι απέβλεπε στην ακύρωση της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου να αποφασίσει τα εγειρόμενα στην ιεραρχική προσφυγή θέματα. Εξέφρασε δε την άποψη πως η θεραπεία αυτή δεν συναρτάτο με το άρθρο 29 του Συντάγματος γιατί απέβλεπε στην ακύρωση εξυπακουόμενης αρνητικής απόφασης η οποία δεν υπήρχε, δεδομένου ότι το αρμόδιο υπουργείο απάντησε στους αιτητές πως η ιεραρχική προσφυγή τους ήταν υπό μελέτη και θα αποφασιζόταν μετά τη συμπλήρωση της εξέτασης. Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μας, πως οι επίδικες αποφάσεις και στα δυο αιτητικά δεν ήταν εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις ή παραλείψεις που προσβάλλονται, δυνάμει του άρθρου 146(1) του Συντάγματος.
Έχουμε τη γνώμη πως η προσφυγή ήταν απορριπτέα και για άλλους λόγους, εκτός απ' αυτούς που αναφέρονται στην υπό έφεση απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως με το αιτητικό «Α» της προσφυγής προσβάλλονταν οι όροι που τέθηκαν στην πολεοδομική άδεια για διαίρεση της γης των αιτητών. Δεν ειναι όμως έτσι τα πράγματα. Το αιτητικό, όπως είναι διατυπωμένο, μεταδίδει την έννοια πως προσβάλλεται, κατά περίεργο τρόπο, ευνοϊκή για τους εφεσείοντες διοικητική απόφαση, εφόσον παραπονούνται για την έκδοση σ' αυτούς άδειας διαίρεσης της γης τους, για την οποία προφανώς υπέβαλαν αίτηση. Ο συνήγορος βέβαια είπε, στην πρωτόδικη διαδικασία και εδώ, πως ο σκοπός της θεραπείας «Α» ήταν να προσβληθεί η επιβολή ενστάσιμων όρων στην αίτηση. Δεν είναι όμως τούτο που προσβάλλεται και κατά συνέπεια το πιο πάνω αιτητικό κρίνεται ως απαράδεκτο.
Στο δεύτερο αιτητικό «Β» προσβάλλεται η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να αποφασίσει επί της ιεραρχικής προσφυγής που άσκησαν οι αιτητές στις 24.5.93 κατά της απόφασης της πολεοδομικής αρχής. Εισηγείται ο συνήγορος πως σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος το Υπουργικό Συμβούλιο όφειλε σε 30 ημέρες να αποφασίσει επί της ιεραρχικής προσφυγής και εφόσον τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε, θεωρείται πως απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Επαναλαμβάνουμε ότι συμφωνούμε με τη γνώμη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν υπάρχει αρνητική απάντηση του Υπουργικού Συμβουλίου, που αν υπήρχε θα ήταν εκτελεστή διοικητική απόφαση. Αντίθετα οι αιτητές πληροφορήθηκαν πως η προσφυγή τους ήταν υπό μελέτη. Ο συνήγορος όμως των αιτητών εισηγείται πως αφού παρήλθαν οι 30 μέρες, όπως προβλέπει το άρθρο 29 του Συντάγματος, εδικαιούτο να καταχωρήσει την προσφυγή με το αιτητικό όπως είναι διατυπωμένο στην Β θεραπεία, την οποία και καταχώρισε στις 13.7.93.
Εδώ αναφέρουμε πως στις 2.9.94 εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου επί της ιεραρχικής προσφυγής, κάτι που καθιστά εν πάση περιπτώσει άνευ αντικειμένου την προσφυγή. Ο δικηγόρος όμως των αιτητών ούτε μ' αυτή την αδιαμφισβήτητη νομική θέση συμφώνησε.
Η ερμηνεία, διάσταση και λειτουργία που θέλει να αποδίδει ο συνήγορος των αιτητών στο άρθρο 29 του Συντάγματος είναι εσφαλμένη και αντίκειται στη σαφή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος όπως έχει καθοριστεί στην απόφαση της Ολομέλειας: Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορου Α. Χριστοφόρου και άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. σελ.434).
Τέλος, ο δικηγόρος των αιτητών παραπονείται για την εις βάρος τους διαταγή για έξοδα. Προτείνει, ως αρχή, πως δεν πρέπει να επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας γιατί εμφανίζεται η ίδια ως διάδικος στην υπόθεση της, όπως ένας κοινός διάδικος που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο χωρίς συνήγορο.
Δεν συμφωνούμε με αυτή την πρόταση. Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις δικαστικές διαδικασίες ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου επανδρώνεται με εγγεγραμμένους εν ενεργεία δικηγόρους οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα, όπως κάθε δικηγόρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, οι δικηγόροι του νομικού τμήματος και όλο το αναγκαίο προσωπικό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους. Η οποιαδήποτε ανησυχία διάδικου σε σχέση με τα έξοδα τα οποία δυνατό να τον επιβαρύνουν στο τέλος της διαδικασίας είναι, νομίζουμε, λόγος να απασχολήσουν τον ίδιο ή το συνήγορο του. Στον προβληματισμό αυτό βοηθά η γνωστή πλέον νομολογία του Δικαστηρίου και οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.