ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 13
13 Iανουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΑΡΑΝΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ
ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2096)
Φολογογία — Φορολογία εισοδήματος — Kέρδος από εμπορία σε αντίθεση προς ρευστοποίηση επένδυσης — Kριτήρια διακρίσεως — Nομολογιακή αναδρομή — Πώληση μετοχών με κέρδος στην κριθείσα περίπτωση — Xαρακτηριστικά των περιστάσεών της — Απόφαση του Eφόρου να επιβάλει φορολογία εισοδήματος δεν παρεβίασε τα όρια της σχετικής διακριτικής του εξουσίας.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Aμάνι Εντερπράισες (Χάουσες) Λτδ v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041,
Jokaro Investments Ltd. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4273,
Χατζημιτσή v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40,
Van den Berghs Ltd. v. Clark [1935] A.C. 431,
B.P. Australia Ltd. v. Comr of Taxation of the Commonwealth of Australia [1966] A.C. 224,
Regent Oil Co. Ltd. v. Strick [1966] A.C. 295,
Griffiths v. J.P. Harrison (Watford) Ltd. [1963] A.C. 1.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 28 Aπριλίου, 1995 (Προσφυγή 294/93) μ την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης του Eφόρου Φόρου Eισοδήματος για την επιβολή σ' αυτόν φόρου εισοδήματος σχετικά με την αγοραπωλησία μετοχών.
Ρ. Σταυράκης με Σπ. Ευαγγέλου, για τον Eφεσείοντα.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η κρινόμενη έφεση είναι απόρροια της φορολόγησης του εφεσείοντα για το οικονομικό έτος 1976 με φόρο εισοδήματος. Χρειάζεται μια σύντομη εισαγωγή στις περιστάσεις που δημιούργησαν τη διαφορά. Το κεντρικό γεγονός είναι η αγοραπωλησία μετοχών που πραγματοποιήθηκε υπό τις εξής συνθήκες. Τον Ιανουάριο του 1972 ο εφεσείων αγόρασε από την Ιερά Μονή Κύκκου 40.000 μετοχές στην εταιρεία Kykkos Estate Ltd., αντί £3.700. Το 1976 τις πώλησε στην Καπνοβιομηχανία Γκαράνης και Πετρίδης Λτδ., στην οποία ήταν μέτοχος, όπως και δύο άλλοι μέτοχοι της παραπάνω εταιρείας, για £39.998. Πραγματοποίησε κέρδος £36.298. Αυτή δεν ήταν η μόνη συναλλαγή του εφεσείοντα σε μετοχές. Το 1973 αγόρασε 25.500 μετοχές στην εταιρεία Sun Estates Ltd., ονομαστικής αξίας £1.00 η καθεμιά, για £65.535. Η πώληση 18.700 από αυτές το 1976 απέφερε στον εφεσείοντα κέρδος £69.366. Έτσι ο αιτητής κέρδισε συνολικά - και από τις δύο πράξεις - £105.664.
Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος θεώρησε το παραπάνω ποσό ως εμπορικό απόθεμα υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος. Και προχώρησε σε φορολόγηση του πάνω στη βάση αυτή. Στην απόφαση του βάρυνε κυρίως το γεγονός ότι η αγορά, και στις δύο περιπτώσεις, χρηματοδοτήθηκε εξολοκλήρου από την Ιερά Μονή Κύκκου από την οποία ο εφεσείων συνήψε δάνειο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτό εξοφλήθηκε από την πώληση των μετοχών.
Άλλο στοιχείο, που ο Έφορος έλαβε υπόψη ήταν ότι, ενόσω ο εφεσείων τις κατείχε, οι μετοχές δεν του είχαν αποφέρει οποιοδήποτε εισόδημα. Και ακόμη πως κύρια ασχολία των εταιρειών από τις οποίες αγοράστηκαν οι μετοχές ήταν η εμπορία ακινήτων. Αυτό είναι απόλυτα αληθές για τη Sun Estates Ltd. Η άλλη εταιρεία ενοικιάζει στην προμνησθείσα καπνοβιομηχανία τα υποστατικά στα οποία λειτουργεί, που της ανήκουν και για τα οποία εισπράττει ενοίκιο. Ο εφεσείων, από την άλλη, επέμεινε, υποβάλλοντας και ένσταση στη φορολογία, προτού προσφύγει, πως η αγορά των επίδικων μετοχών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επενδυτική δραστηριότητα. Χωρίς άλλο ελατήριο. Και φυσιολογικά απέληξε στην πραγμάτωση κέρδους, αλλά κεφαλαιουχικής υπόστασης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε εκτεταμένα αποσπάσματα από δύο προηγούμενες αποφάσεις, από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση: Amani Enterprises (Houses) Ltd. v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 1041, Jokaro Investments Ltd. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4273. Με την τελευταία αυτή περίπτωση προέβη και σε συγκρίσεις για να καταλήξει ότι η φορολογική αρχή σωστά, με βάση τα δεδομένα, έκρινε πως οι παραπάνω ενέργειες του εφεσείοντα είχαν εμπορικό χαρακτήρα. Και ακολουθώντας περαιτέρω τα κριτήρια παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε φορολογικές υποθέσεις, όπως εκτέθηκαν στην απόφαση Λεωνίδας Χ"Μιτσή v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 40, αρνήθηκε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου. Ανάμεσα στις ομοιότητες της κρινόμενης με την Jokaro ο πρωτόδικος δικαστής εντόπισε (1) την επανάληψη της δοσοληψίας και (2) την αγορά των μετοχών από τη σύναψη δανείων, που εξοφλήθηκαν από το τίμημα πώλησής τους.
Ο εφεσείων προσβάλλει βασικά την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Και με ξεχωριστό λόγο έφεσης τη βασιμότητα των παραλληλισμών με την υπόθεση Jokaro, στην οποία η πώληση μετοχών θεωρήθηκε ότι είχε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εμπορικής συναλλαγής. Συνεπώς σωστά ο Έφορος, στην περίπτωση εκείνη, προέβη σε καταλογισμό φόρου εισοδήματος στην προσφεύγουσα εταιρεία γιατί προηγήθηκαν (1) χρηματοδότηση της αγοράς των μετοχών και (2) άλλες όμοιες συναλλαγές.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι παραγνωρίστηκε από τον Έφορο η οικονομική άνεση του να εξοφλήσει τις μετοχές από τα εισοδήματα που είχε ως μέτοχος ή διευθυντής άλλων εταιρειών χωρίς να καταφύγει σε δανεισμό. Με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να αχθεί σε λανθασμένες διαπιστώσεις. Κατά το δικηγόρο του σημασία είχε η δυνατότητα αποπληρωμής από άλλες εισοδηματικές πηγές. Αγνοήθηκε ακόμη, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Σταυράκη, ότι ουσιαστικά τα ίδια πρόσωπα ήταν μέτοχοι της Kykkos Estate Ltd. και της αγοράστριας εταιρείας. Επομένως, δεν μπορεί, κατά την άποψη αυτή, η αγορά των μετοχών να είχε κερδοσκοπικό ελατήριο. Ήταν καθαρά μια επενδυτική τοποθέτηση. Το τελευταίο αυτό επιχείρημα παραγνωρίζει ότι οι μέτοχοι ως άτομα δεν ταυτίζονται με την εταιρεία της οποίας είναι μέλη, που έχει ξεχωριστή και ανεξάρτητη οντότητα από τους ίδιους ως φυσικά πρόσωπα.
Περαιτέρω έχει λεχθεί ότι η δραστηριότητα των εταιρειών, από τις οποίες αγοράστηκαν οι μετοχές, είναι άσχετη και δε διαπλέκεται με το χαρακτήρα των επίδικων δοσοληψιών. Εν πάση περιπτώσει, πάντοτε κατά την ίδια εισήγηση, "είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο" μετοχές ιδιωτικής εταιρείας να αποτελέσουν εμπορικό απόθεμα δεδομένων των περιορισμών που υπάρχουν στη διακίνηση μετοχών εταιρείας που είναι συγκροτημένη και έχει το σχήμα ιδιωτικής μετοχικής εταιρείας.
Αναφορικά με την Jokaro, ο κ. Σταυράκης υπέβαλε πως διακρίνεται της συζητουμένης λόγω των ανομοιοτήτων σε βασικές πτυχές των δύο υποθέσεων. Στο σημείο αυτό προβάλλονται βασικά οι άλλοι λόγοι που ανέπτυξε ο εφεσείων. Ιδιαίτερα ότι τα στοιχεία του κεφαλαίου στην Jokaro δεν επέτρεπαν αγορά μετοχών σε τόσες πολλές περιπτώσεις, ενώ στην υπό κρίση ο εφεσείων διέθετε την απαιτούμενη οικονομική ευχέρεια. Επίσης ελλείπει το στοιχείο της επανάληψης των συναλλαγών στο βαθμό που υπήρχε στην Jokaro.
Τα νομολογιακά προηγούμενα στα οποία παρέπεμψε η πρωτόδικη απόφαση αποτυπώνουν τα βασικά κριτήρια που εφαρμόζονται στη διαλεύκανση και επίλυση του ερωτήματος, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν έχουμε κέρδος από εμπορία, οπόταν καταλογίζεται φόρος εισοδήματος ή μετατροπή περιουσιακού στοιχείου εν είδει ρευστοποίησης, που δεν υπόκειται σε φορολόγηση. Είναι βασικό πως δεν πρέπει να απομονώνεται ένα στοιχείο, να προσδίδεται σ' αυτό κυριαρχική θέση, χωρίς να συσχετίζεται ή αξιολογείται με άλλους παράγοντες της υπόθεσης.
Επιβάλλεται η συνολική θεώρηση των στοιχείων σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση. Και τούτο διότι δεν επινοήθηκε και δεν υπάρχει λυδία λίθος που να παρέχει ασφαλή απάντηση στο ερώτημα εμπορία ή ρευστοποίηση επενδύσεων. Ο δικαστής Λόρδος Macmillan στην υπόθεση Van den Berghs Ltd. v. Clark [1935] A.C. 431, 438, 439, διέγνωσε το πρόβλημα και το έθεσε στις σωστές βάσεις:
"While each case is found to turn upon its own facts, and no infallible criterion emerges, nevertheless the decisions are useful as illustrations and as affording indications of the kind of considerations which may relevantly be borne in mind in approaching the problem."
H λύση του προβλήματος όπως παρατηρεί με πρακτικό πνεύμα ο δικαστής Λόρδος Pearce στην υπόθεση BP Australia Ltd. v. Comr of Taxation of the Commonwealth of Australia [1966] A.C. 224, 264:
"has to be derived from many aspects of the whole set of circumstances some of which may point in one direction, some in the other ..... It is a commonsense appreciation of all the guiding features which must provide the ultimate answer ..... That answer "depends on what the expenditure is calculated to effect from a practical and business point of view rather than upon the juristic classification of the legal rights, if any, secured employed or exhausted in the process": per Dixon J., in Hallstroms Pty. Ltd. v. Federal Comr of Taxation."
Από τη μάζα των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων στο σημείο αυτό, που, ας σημειωθεί περιστασιακά είναι ενίοτε συγκεχυμένες, προκύπτουν τρία ζητήματα, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συντελούν στην εξεύρεση της λύσης: (1) η φύση του ευεργετήματος που κτήθηκε σε αντάλλαγμα της πληρωμής. (2) ο τρόπος που αυτό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. και (3) τα μέσα απόκτησης του (τρόπος χρηματοδότησης). Διαφορετική βαρύτητα θα αποδοθεί στον καθένα από τους παράγοντες αυτούς ανάλογα με τις συνθήκες κάθε ξεχωριστής περίπτωσης.
Στην υπόθεση Regent Oil Co. Ltd. v. Strick [1966] A.C. 295 ο Λόρδος Reid είπε σχετικά:
"Whether a particular outlay by a trader can be set against income or must be regarded as a capital outlay has proved to be a difficult question. It may be possible to reconcile all the decisions, but it is certainly not possible to reconcile all the reasons given for them ..... The question is ultimately a question of law for the court, but it is a question which must be answered in light of all the circumstances which it is reasonable to take into account, and the weight which must be given to a particular circumstance in a particular case must depend rather on common sense than on a strict application of any single legal principle."
Όπως είδαμε, η μέθοδος κτήσης της περιουσίας μπορεί να προσλάβει, για την ιχνηλάτηση της αληθινής φύσης μιας συναλλαγής, κεφαλαιώδη σπουδαιότητα. Και σε αυτές τις δύο περιπτώσεις υπήρξε δανειοδότηση. Το δεύτερο μάλιστα δάνειο ήταν πολύ πιο ουσιαστικό. Για τα 3 ή 4 χρόνια, που ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης των μετοχών, δε διανεμήθηκε κανένα μέρισμα ούτε είχε προκύψει άλλο όφελος για τον εφεσείοντα. Η επενδυτική προοπτική δε φαίνεται να ήταν ούτε στις αρχικές προθέσεις του εφεσείοντα. Η οικονομική του κατάσταση, έστω και αν δεχθούμε πως ήταν ανθηρή, δεν είναι παράγων που έχει καταλυτική βαρύτητα στο ζήτημα. Αλλά και να είχε, γεγονός παραμένει πως η αγορά χρηματοδοτήθηκε και η εξόφληση των μετοχών συνέπεσε με την κερδοφόρα πώλησή τους. Αυτό μάλιστα ενισχύει την άποψη του Εφόρου ότι οι πράξεις είχαν κερδοσκοπικά ελατήρια.
Αναφορικά με το εύρημα για "επαναληπτικότητα" των πράξεων - αυτή τη φράση χρησιμοποιεί η πρωτόδικη απόφαση - δεν έχουμε πεισθεί ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση ή καθοδήγηση. Ενόψει μάλιστα και της νομολογίας που υπάρχει ότι και μια πρώτη πράξη δυνατό να συγκεντρώνει τα συστατικά της εμπορίας. Όπως αναφέρει ο Λόρδος Denning στην Griffiths v. J.P. Harrison (Watford) Ltd. [1963] A.C. 1, 31:
"..... Usually in trade, the trader makes many trading transactions. But that is not essential. An isolated transaction may do ....."
Άλλο στοιχείο που ορθά συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα ήταν η φύση των εργασιών, τουλάχιστον, της Sun Estates Ltd. Υπό το πρίσμα όλων αυτών των δεδομένων, η πρωτόδικη απόφαση ορθά κατέληξε ουσιαστικά ότι η απόφαση του Εφόρου δεν παραβιάζει τα όρια της διακριτικής του εξουσίας.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι οι μετοχές ιδιωτικής εταιρείας ουσιαστικά εκφεύγουν της εμβέλειας του κανόνα, θα αρκεστούμε στην παρατήρηση ότι από καμιά διάταξη νόμου και από κανένα νομολογιακό προηγούμενο δεν προκύπτει τέτοια αρχή, όπως αυτή που πρόβαλε ο εφεσείων.
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.