ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 796

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2048

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.

 

TSAPACO CATERING LTD., από τη Λεμεσό,

Εφεσείοντες-Αιτητές

ν.

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και/ή

2. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση

----------------------------

22 Οκτωβρίου 1998

Για τους Εφεσείοντες: κ. Γ. Σαββίδης.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

-----------------------

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια τουριστικών επιχειρήσεων και κέντρων αναψυχής στη Λεμεσό μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η ταβέρνα "Κλίμα" στον Ποταμό της Γερμασόγειας. Μεταξύ των χρόνων 1991-1993 η εφεσείουσα απασχόλησε για σκοπούς ψυχαγωγίας των θαμώνων του πιο πάνω κέντρου τρεις μουσικούς και δύο χορευτές. Κατόπιν σχετικών παραπόνων που υποβλήθηκαν, η εφεσείουσα κλήθηκε να καταβάλει Κοινωνικές Ασφαλίσεις για τους πέντε επηρεαζομένους. Η εφεσείουσα αρχικά υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή ισχυριζόμενη ότι τα επηρεαζόμενα πρόσωπα ήταν αυτοεργοδοτούμενοι και έτσι δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η εργασία που πρόσφεραν οι πιο πάνω καλλιτέχνες ήταν "ασφαλιστέα" μέσα στα πλαίσια του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, εξέτασε κατά πόσο αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως "αυτοεργοδοτούμενοι" ή "μισθωτοί". Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, "η παροχή των υπηρεσιών του προσωπικού ρυθμιζόταν λεπτομερώς από την ίδια τη σύμβαση εργασίας, γεγονός που παρείχε ανάλογη ευχέρεια στους εργοδότες για την άσκηση ελέγχου στην εργασία τους" και ότι η σχέση αυτή "εύλογα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου και η υπόσταση του κάθε μέλους του προσωπικού στην εργασία των αιτητών να ταξινομηθεί ως εκείνη του μισθωτού".

Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους, που συμπεριλαμβάνουν τη θέση ότι το εύρημα ότι οι καλλιτέχνες μπορούν να ταξινομηθούν στην κατηγορία των "μισθωτών" είναι λανθασμένο, αφού μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε να εξαχθεί από το περιεχόμενο των συμβολαίων εργοδοσίας. Επιπρόσθετα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε χώρα η δέουσα έρευνα και ότι η σχετική διοικητική απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

Το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80 προνοεί ότι,

"΄Μισθωτός΄ σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος."

 

Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. (Ιδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 698.) Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο

(α) από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και

(β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.

΄Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Batt "The Law of Master & Servant" 5η Εκδοση, σ. 8,

"There are two essentials in the relation of master and servant, namely: (1) the servant must be under the duty of rendering personal services to the master or to the others on behalf of the master .................................................. ........................................... (2) the master must have the right to control the servant's work, either personally or by another servant or agent. It is this right of control or interference, of being entitled to tell the servant when to work (within the hours of service) or when not to work, and what work to do and how to do it (within the terms of such service), which is the dominant characteristic in this relation and marks off the servant from an independent contractor, or from one employed merely to give to his employer the fruits or results of his labour."

 

Στο σύγγραμμα των Τούση και Σταυρόπουλου "Εργατικό Δίκαιο", 1967, σ. 35 αναφέρεται ότι,

"Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου."

 

Τα ίδια κριτήρια ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Performing Right Society, Limited v. Mitchell and Booker (Palais De Danse), Limited (1924) 1 K.B. 762 όπου σε αγωγή για παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ευρεσιτεχνίας που αφορούσε συγκεκριμένα κομμάτια μουσικής, τα μέλη μιας ορχήστρας θεωρήθηκαν ότι ήταν εργοδοτούμενοι του ιδιοκτήτη του κέντρου στο οποίο εμφανίζονταν. Οπως είπε χαρακτηριστικά ο Δικαστής McCardie J.,

"It seems, however, reasonably clear that the final test, if there be a final test, and certainly the test to be generally applied, lies in the nature and degree of detailed control over the person alleged to be a servant. This circumstance is, of course, one only of several to be considered, but it is usually of vital importance."

 

 

Οι πιο πάνω αποφάσεις υιοθετήθηκαν στην Κύπρο στην υπόθεση Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363 όπου τονίστηκε ότι,

"The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other."

(Ιδε επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Δήμου Λευκωσίας, Ποινική Εφεση 5757 της 30/12/93)

Η φραστική αναφορά από τους συμβαλλόμενους σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών δεν μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά το χαρακτήρα της συμφωνίας που πρέπει να βασίζεται σε μια ορθή αξιολόγηση όλων των πραγματικών γεγονότων. (Ιδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 711.)

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι υπήρχε καθορισμός συγκεκριμένης αμοιβής για κάθε εργάσιμη νύκτα, καθορισμός των ωρών εργασίας τόσο για τις καλοκαιρινές όσο και για τις χειμερινές νύκτες, καθορισμός δικαιώματος διαλείμματος του εργοδοτουμένου, παροχή δωρεάν δείπνου και ποτού κατά τις εργάσιμες νύκτες από τον εργοδότη, υποχρέωση του καλλιτέχνη να φέρει στολή και περιβολή που θα καθόριζε ο εργοδότης και υποχρέωση του καλλιτέχνη να παρουσιάζει πρόγραμμα με τραγούδια της προτίμησης των πελατών. Ολα τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε προσφορά υπηρεσιών με πιθανό δικαίωμα εκ μέρους του εργοδότη ελέγχου της εργασίας του εργοδοτουμένου σε βαθμό που ο εργοδοτούμενος δικαιολογημένα να έχει θεωρηθεί ως "μισθωτός" μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου 41/80.

Η λήψη μιας διοικητικής απόφασης προϋποθέτει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έκταση και η μορφή της έρευνας συνδέονται άμεσα με τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που θα δημιουργούσαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Ιδε Νικολαΐδης και Αλλοι ν. Μηνά και Αλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου, Α.Ε. 1575 της 14/7/97).

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση, αφού άκουσαν τις θέσεις και των δύο πλευρών και αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που είχαν παρουσιαστεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες μπορούσαν να θεωρηθούν ως "μισθωτοί". Συνεκτιμώντας τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν οι καθ'ων η αίτηση κρίνουμε ότι είχε γίνει η δέουσα έρευνα στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη, από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ικανοποιητική. Υπάρχει αναφορά στη σχετική επιστολή πάνω σε ποιά στοιχεία είχαν βασιστεί οι καθ'ων η αίτηση για τη διεξαγωγή της έρευνας και απαριθμίζονται έξι συνολικά λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της σχετικής απόφασης. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου συνάδει με τους λόγους που έχουν δοθεί.

Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο