ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 490
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2067
Σύνθεση Δικαστηρίου
: Γ.Μ. ΠΙΚΗΣ, Π., Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Π. ΚΑΛΛΗΣ, Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές
Χρίστος Ιωσηφίδης
Εφεσείων-Αιτητής
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.)
Εφεσίβλητης-Καθ΄ ης η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
24 Ιουνίου, 1998
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Για τους Εφεσίβλητους: Κα. Ρ. Πετρίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας.
Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: Κος. Μιχ. Τριανταφυλλίδης.
_ _ _ _ _ _ _ _
Κος. Γ.Μ. Πικής, Π
.:-Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από το Δικαστή Γαβριηλίδη. Με αυτή συμφωνούν και οι Δικαστές Νικήτας και Καλλής. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Κραμβής.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23/8/1991 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μια κενή μόνιμη (Προϋπ. Αναπτ.) θέση Διευθυντή Συντονισμού, Γραφείο Προγραμματισμού. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Υποβλήθηκαν τρεις υποψηφιότητες. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις 21/7/1992 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και το προήγαγε από τις 15/8/1992.
Ο αιτητής πρόσβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, η καθ΄ ης η αίτηση, με απόφασή της που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/8/1994, ανακάλεσε αναδρομικά την προσβαλλόμενη απόφαση. Παρ΄ όλον τούτο, ο αιτητής κάλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στην περαιτέρω συζήτηση της προσφυγής με σκοπό να κηρυχθεί άκυρη η επίδικη απόφαση ώστε να μπορεί, όπως είπε, να διεκδικήσει, στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 146(6) του Συντάγματος, αποζημιώσεις από το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο για υλική και ηθική ζημιά που θεωρούσε ότι είχε υποστεί εξ΄ αιτίας της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους, αντί αυτού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα. Απέρριψε την προσφυγή με το αιτιολογικό ότι αυτή έχασε το αντικείμενό της λόγω της αναδρομικής ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστή είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ερώτημα κατά πόσον η αναδρομική
(ex tunc) ανάκληση της απόφασης που προσβάλλεται καταργεί τη δίκη επειδή η προσφυγή μένει χωρίς αντικείμενο, παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα.Μέχρι το 1984 σειρά πρωτόδικων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε πάρει τη θέση ότι η αναδρομική ανάκληση της διοικητικής απόφασης αφήνει την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αποτέλεσμα να καταργείται η δίκη, εκτός εάν, κατά το μεσοδιάστημα πριν την ανάκληση, ο αιτητής είχε υποστεί ζημιά, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση, οπότε η δίκη συνεχίζεται με σκοπό την ακύρωση της απόφασης ώστε να μπορεί ο αιτητής να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάσει το ΄Αρθρο 146(6) του Συντάγματος (βλ., μεταξύ άλλων,
Maliotis and others v. The Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75, Andreou and others v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 75, Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 189, Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550, Kittou and others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 605, Irregation Division "Katzilos" v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068, Agrotis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1397).Το 1984, στην υπόθεση
Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η αναδρομική ανάκληση της επίδικης διοικητικής απόφασης δεν αποστερούσε την έφεση από το αντικείμενό της. Η υπόθεση είχε ως εξής. Η Αρχή Λιμένων αποφάσισε την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή ο οποίος και τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Καταχώρησε προσφυγή. Αφού ακούσθηκε η υπόθεση ορίστηκε ημερομηνία για να εκδοθεί απόφαση. Τέσσερις μέρες προηγουμένως, η διαθεσιμότητα ανακλήθηκε αναδρομικά. Την ημέρα που θα εκδιδόταν η απόφαση ζητήθηκε η απόρριψη της προσφυγής πάνω στη βάση ότι αυτή έχασε το αντικείμενό της. Ο δικηγόρος του αιτητή δήλωσε ότι, παρά την ανάκληση, ήθελε την απόφαση του Δικαστηρίου. Στη σελίδα 1246 η Ολομέλεια είπε:-"Unless we have an application by the applicant to withdraw or abandon the appeal, we consider ourselves dutybound to proceed with the delivery of the judgment."
Στη συνέχεια, αφού η Ολομέλεια έκαμε αναφορά στην απόσυρση ή παραίτηση από την έφεση παραπέμποντας στην υπόθεση
Republic v. Louca and others (1984) 3 C.L.R. 241 και στις υποθέσεις Kittou και Christodoulides (ανωτέρω), προχώρησε στην απαγγελία της απόφασης.Μετά την υπόθεση Payiata η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πρωτόδικο επίπεδο, εκυμάνθη.
Στις υποθέσεις Salem v. Republic (1985) 3 C.L.R. 453, Mavronihis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427, Agathangelos and others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1512, Phylactides and others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 176, Strakka Ltd. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 760, Skoufaris v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1742, κ.α., ο πρωτόδικος Δικαστής κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της προ του 1984 πρωτόδικης νομολογίας όπως την έχουμε διαγράψει. Ειδικά στις υποθέσεις Phylactides< FONT FACE="Arial,Arial"> και Skoufaris
Το 1989, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 125/86 - απόφαση 25/4/1989), αφού εξέτασε την απόφαση στην Payiata, όπως και τις πρωτόδικες αποφάσεις στη Vakis και Christodoulides (ανωτέρω), επιβεβαίωσε την ορθότητα της προ του 1984 πρωτόδικης νομολογίας αποφασίζοντας ότι η αναδρομική ανάκληση διοικητικής απόφασης αποστερεί την προσφυγή του αντικειμένου της εκτός αν καταφαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση. Η ίδια απόφαση αρνήθηκε και την ορθότητα της υπόθεσης Kyriakides v. Educational Commission (1987) 3 C.L.R. 457 αναφορικά με το στοιχείο της λεγόμενης "ηθικής βλάβης".
Η υπόθεση Παπαδοπούλλου ακολουθήθηκε από την Ολομέλεια και στις Δημοκρατία ν. Ματθαίου (Α.Ε. 832, 12/7/1990) και Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 1931, 27/2/1996). Δεν συζητήθηκε, όμως, η ορθότητά της διότι δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τους εφεσείοντες.
Το 1994 εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή G.A.P. Estate Limited ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1. Ο εφεσείων, αμφισβητώντας την ορθότητα της Παπαδοπούλλου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή και μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε υιοθετώντας, όπως εκείνη, την αρχή της Payiata και απορρίπτοντας την αρχή της Παπαδοπούλλου.
Στην εν λόγω υπόθεση, όταν προέκυψε ζήτημα κατά πόσον η ανακλητική απόφαση αποστέρησε την προσφυγή του αντικειμένου της, ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) είπε τα ακόλουθα:-
"... οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η ανάκληση αποστέρησε την προσφυγή του αντικεμένου της επειδή δεν άφησε οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημίας που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο πολιτικής αγωγής κάτω από το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος. Τις θέσεις τους υποστηρίζουν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 125/86, 25/4/89), όπου αποφασίστηκε ότι η ανάκληση πράξης ή απόφασης αποστερεί την προσφυγή του αντικειμένου της, εκτός αν καταφαίνεται, εκ πρώτης όψεως ότι παραμένει ζημία ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:
"Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων "του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, τις βασικές αρχές του "Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου "καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση "των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή "βλάβη,
Διάφορη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε δυο προηγούμενες πρωτόδικες αποφάσεις μου στην άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην
Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 534 και στη Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 C.L.R. 1162, κρίθηκε ότι η διάρθρωση του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος γενικά και, το κείμενο της παραγράφου 6 ειδικά, καθιστά τη δικαστκή ακύρωση παράνομης διοικητικής πράξης, προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, οπόταν ο αιτητής δικαιούται να αξιώσει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την ανάκληση της επίδικης απόφασης, την ακύρωσή της. Η ακύρωση είναι απαραίτητη προς διασφάλιση του δικαιώματος που διαφυλάσσει στον επιτυχόντα αιτητή το ΄Αρθρο 146.6.Το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται από τη φύση του αντικειμένου της (εκτελεστή διοικητική πράξη, απόφαση ή παράλειψη) και τις επιπτώσεις που έχει στα δικαιώματα του προσφεύγοντα (άμεσος δυσμενής επηρεασμός ενεστώτος συμφέροντος). Το αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η αναθεώρηση της νομιμότητας της πράξης, απόφασης ή παράλειψης, η οποία προσβάλλεται. Οι θεραπείες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν είναι αποκλειστικά εκείνες που προσδιορίζουν στην παράγραφο 4 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Πουθενά στο ΄Αρθρο 146 συναρτάται η αναθεώρηση της πράξης με την ανάκλησή της. Εφόσον βέβαια η πράξη ανακληθεί και ο προσφεύγων εγκαταλείψει την προσφυγή, το ένδικο μέσο για την αναθεώρηση εκτελεστής διοικητικής πράξης, η δίκη καταργείται και τίθεται τέρμα στη διαδικασία [βλ.
Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241]. Η διαδικασία του Δικαστηρίου βάσει του ΄Αρθρου 146 περιορίζεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση της νομιμότητας της πράξης η οποία προσβάλλεται. Στερείται το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιοδοσίας διερεύνησης των υλικών επιπτώσεων παράνομης διοικητικής πράξης. αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στη σφαίρα δικαιοδοσίας αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου όπως ορίζει το ΄Αρθρο 146.6. Οι σφαίρες δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του ΄Αρθρου 146.1 και του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, βάσει του ΄Αρθρου 146.6, διαχωρίζονται θεσμικά. Οι δυο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο.Για τους πιο πάνω λόγους, διατηρώ επιφυλάξεις για την ορθότητα της απόφασης στην Παπαδοπούλλου εφόσον η διαπίστωση ύπαρξης ζημίας, έστω εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να εκφεύγει του πεδίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του ΄Αρθρου 146.1. Εν τούτοις θα την ακολουθούσα στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής του δικαστικού προηγούμενου (απόφαση ολομέλειας) αν δεν διαπίστωνα ότι συγκρούεται στο επίμαχο σημείο με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την
Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239. Στην Payiatas αποφασίστηκε ότι η ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης δεν αποστέρησε την έφεση του αντικειμένου της. Η κατάληξη του Δικαστηρίου κατοπτρίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα:"Unless we have an application by the applicant to withdraw or abandon the appeal, we consider ourselves dutybound to proceed with the delivery of the judgment".
(Σε ελληνική μετάφραση): "Εκτός αν έχουμε αίτηση εκ μέρους του αιτητή με την οποία να αποσύρει ή να εγκαταλείπει την έφεση, θεωρούμε καθήκον μας να προχωρήσουμε με την έκδοση της απόφασης".
Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση, επέτρεψε την έφεση και ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση [με την οποία είχε τεθεί ο εφεσείων (αιτητής στην προσφυγή) σε διαθεσιμότητα], ανεξάρτητα από την ανάκλησή της. Στην Παπαδοπούλλου (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στην Payiatas (ανωτέρω) η αρχή όμως την οποίαν ενσωματώνει, δεν ακολουθήθηκε.
΄Οπου διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τους, ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου, για την ορθότητα τους, [βλ.
Young v. Bristol Aeroplane Co. (1946) 1 All E.R. 98 (H.L.)].Μπορεί να προβληθεί η θέση ότι η
Payiatas διακρίνεται από την Παπαδοπούλλου επειδή η διοικητική πράξη του αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής είχε επικυρωθεί πρωτόδικα. Η διάκριση αυτή δεν μπορεί να ισχύσει εφόσον και στις δυο περιπτώσεις η ανάκληση αφορά στην πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της αναθεώρησης, δηλαδή τη διοικητική πράξη ή απόφαση που προσβάλλεται.Για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω, δε θα ακολουθήσω, την Παπαδοπούλλου. Κρίνω ότι η
Payiatas, καθώς και η Vakis και η Christodoulides, βασίζονται σε σωστή θεώρηση του ΄Αρθρου 146. Ο προσφεύγων δικαιούται να αξιώσει, όπως αξιώνουν οι αιτητές σ΄ αυτή την προσφυγή, την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να την ακυρώσει εφόσον την κρίνει παράνομη, όπως κρίνεται η επίδικη διοικητική απόφαση σ΄ αυτή την περίπτωση."
Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση εγείρει δύο σοβαρά θέματα τα οποία έχουμε καθήκον να εξετάσουμε. Το πρώτο είναι κατά πόσον η απόφαση στην υπόθεση Παπαδοπούλλου είναι ορθή ή όχι ώστε, ανάλογα με την απάντηση, να την ακολουθήσουμε και στην ενώπιόν μας υπόθεση ή όχι. Το δεύτερο αφορά τη δεσμευτικότητα των συγκρουόμενων αποφάσεων (conflicting decisions) της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έναντι των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη τους δικαιοδοσία στα πλαίσια της εφαρμογής της Αρχής του δικαστικού προηγούμενου (Doctrine of precedent).
Η ορθότητα ή μη της απόφασης στην Παπαδοπούλλου
Το αιτιολογικό
(ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλλου είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα, και τούτο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο, σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξη οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση (παράγραφος 5 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος) ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή (παράγραφος 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος) και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δεν θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση, και στο δεύτερο ερώτημα, είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη πλέον συνέπεια την κατάργηση της δίκης αφού δεν υπάρχει πλέον απόφαση είτε για επικύρωση είτε για ακύρωση βάσει της παραγράφου 4 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Θέτοντας στον εαυτό του τα δύο αυτά ερωτήματα και δίδοντας την ανάλογη απάντηση με σκοπό να εξακριβώσει κατά πόσο, με την ανάκληση της επίδικης απόφασης, η προσφυγή έμεινε χωρίς αντικείμενο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εκφεύγει της δικαιοδοσίας του βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος ούτε ότι εισχωρεί στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου αφού, προσεγγίζοντας το θέμα με τον τρόπο που εξηγήσαμε, και για το σκοπό ή το στόχο που εξηγήσαμε, ούτε ζημιά διαπιστώνει ή εκτιμά ούτε, βέβαια, αποζημίωση επιδικάζει ή άλλη θεραπεία παρέχει. Απλώς διαπιστώνει αν, ύστερα από την ανάκληση της διοικητικής απόφασης, είναι δυνατόν να τεθεί καν θέμα ζημιάς και, συνεπακόλουθα, αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας ώστε να είναι απαραίτητη η συνέχιση της ακυρωτικής δίκης.Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου είναι ορθή και εφαρμόζεται απόλυτα στην ενώπιόν μας περίπτωση. Ενόψει της ανάκλησης της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, η διοίκηση δεν θα έχει να συμμορφωθεί με τίποτε προς όφελος του αιτητή-εφεσείοντα ούτε θα έχει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε αξίωσή του σε περίπτωση που θα επακολουθήσει ακυρωτική απόφαση. Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατόν, δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, να υπέστη ο αιτητής-εφεσείων οποιαδήποτε ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε (αφού δεν είχε αξίωση για προαγωγή αλλά μόνον προσδοκία) ώστε να τίθεται καν θέμα αξίωσης του για αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο.
Η δεσμευτικότητα των συγκρουόμενων αποφάσεων (conflicting decisions) της Ολομέλειας έναντι του πρωτόδικου Δικαστή
Στην υπόθεση
G.A.P. Estate Limited (ανωτέρω) ο πρωτόδικος Δικαστής εθεώρησε τον εαυτό του ελεύθερο να επιλέξει μεταξύ της Payiata και της Παπαδοπούλλου (παρ΄ όλον που η Παπαδοπούλλου ήταν μεταγενέστερη και δεν αποδέχθηκε την Payiata), εξέτασε την Παπαδοπούλλου, δεν την αποδέκτηκε και, ακολούθως, επέλεξε και εφάρμοσε, ως ορθή, την Payiata, στηριζόμενος στη δυνατότητα τέτοιας επιλογής που του παρέχεται, όπως έκρινε, από την κλασσική αγγλική υπόθεση Young v. Bristol Aeroplane Co., Ltd. (1944) 2 All E.R. 293 (Court of Appeal) - (1946) 1 All E.R. 98 (House of Lords).Στην υπόθεση εκείνη το αγγλικό Εφετείο, αφού πρώτα επιβεβαίωσε την αρχή του
stare decisis, προχώρησε και εξέτασε το ερώτημα κατά πόσον, το ίδιο το Εφετείο, δεσμευόταν από τις προηγούμενες αποφάσεις, τις δικές του και εκείνες δικαστηρίων ομοβάθμιας (ή ανώτερης) δικαιοδοσίας.Είπε ο Λόρδος Greene, M.R., στη σελίδα 298 της απόφασης του Εφετείου.
"In considering the question whether or not this court is bound by its previous decisions and those of courts of co-ordinate jurisdiction, it is necessary to distinguish four classes of case. The first is that with which we are now concerned, namely, cases where this court finds itself confronted with one or more decisions of its own or of a court of co-ordinate jurisdiction which cover the question before it, and there is no conflicting decision of this court or of a court of co-ordinate jurisdiction. The second is where there is such a conflicting decision. The third is where this court comes to the conclusion that a previous decision, although not expressly overruled, cannot stand with a subsequent decision of the House of Lords. The fourth (a special case) is where this court comes to the conclusion that a previous decision was given per incuriam. In the second and third classes of case it is beyond question that the previous decision is open to examination. In the second class, the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions. In the third class of case the court is merely giving effect to what it considers to have been a decision of the House of Lords by which it is bound. The fourth class requires more detailed examination and we will refer to it again later in this judgment."
(Βλέπε σχετικά και
Rupert Cross, Precedent in English Law, 2nd Edition, 1968, page 128 et seq.)Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι εμφανές ότι το
dictum του Λόρδου Greene αναφέρεται στη δυνατότητα του Εφετείου και των ομοβάθμων του δικαστηρίων να επιλέγουν μεταξύ των δικών τους συγκρουόμενων αποφάσεων. Δεν δέχεται ότι τέτοια δυνατότητα έχουν και τα κατώτερα δικαστήρια. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει από το dictum είναι ότι τα κατώτερα δικαστήρια δεν έχουν τέτοια δυνατότητα αλλά οφείλουν να ακολουθούν την πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, που ανατρέπει προηγούμενη απόφαση, είτε δική του είτε των ομοβάθμων του δικαστηρίων και αντιστρόφως. ΄Οτι αυτή είναι η ορθή προσέγγιση της δεύτερης εξαίρεσης από την αρχή του stare decisis όπως αυτή διατυπώνεται στην υπόθεση Young v. Bristol Aeroplane Co., Ltd., ξεκαθαρίστηκε με την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Cassell & Co. Ltd. v. Broome (1972) 1 All E.R. 801, όπου ο Λόρδος Hailsham, L.C., είπε τα ακόλουθα στη σελίδα 809:-"The fact is, and I hope it will never be necessary to say so again, that, in the hierarchical system of courts which exists in this country, it is necessary for each lower tier, including the Court of Appeal, to accept loyally the decisions of the higher tiers. Where decisions manifestly conflict, the decision in Young v Bristol Aeroplane Co Ltd offers guidance to each tier in matters affecting its own decisions. It does not entitle it to question considered decisions in the upper tiers with the same freedom."
Στην ίδια απόφαση χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Diplock στη σελίδα 874:-
"... It is inevitable in a hierarchical system of courts that there are decisions of the supreme appellate tribunal which do not attract the unanimous approval of all members of the judiciary. When I sat in the Court of Appeal I sometimes thought the House of Lords was wrong in overruling me. Even since that time there have been occasions, of which the instant appeal itself is one, when, alone or in company, I have dissented from a decision of the majority of this House. But the judicial system only works if someone is allowed to have the last word and if that last word, once spoken, is loyally accepted."
Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα (όπως οι αποφάσεις
Payiata και Παπαδοπούλλου), οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως. Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει. ΄Οπως παρατηρεί ο Salmond on Jurisprudence, 12th Edition, στη σελίδα 153:-"... The lower court may refuse to follow the later decision on the ground that it was arrived at per incuriam, or it may follow such decision on the ground that it is the latest authority. Which of these two courses the court adopts depends, or should depend, upon its own view of what the law ought to be."
(Bλέπε σχετικά την απόφαση στην Αίτηση Αρ. 135/97 υπό
Elbee Ltd. [δόθηκε στις 23/12/1997 υπό Νικήτα, Δ.] και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση για αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 85/97 υπό Caspi Shipping Ltd. και άλλης [δόθηκε στις 20/5/1998] όπου το Δικαστήριο σχολιάζει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή Sheen στην υπόθεση Saint Anna του 1983 να επιλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων αποφάσεων του αγγλικού Εφετείου, της Bremer του 1933 και της The Beldis του 1935, και, ενόψει της διαπίστωσής του ότι η απόφαση στην The Beldis ελήφθη per incuriam της Bremer, να προτιμήσει και ακολουθήσει, ως ορθή, την Bremer.)Στην εξαίρεση αυτή των
per incuriam αναφέρεται η τέταρτη κατηγορία υποθέσεων στο dictum του Λόρδου Greene.Η έφεση απορρίπτεται κατ΄ εφαρμογήν της απόφασης στην Παπαδοπούλλου
.
Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΝ