ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 466

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2042

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Εφεσείουσα-Καθ΄ης η αίτηση

- ν -

Ιφιγένειας Παπαλεοντίου, από τη Λεμεσό, κ.ά.

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 15 Ιουνίου, 1998.

Για την εφεσείουσα: Λ. Κουρσουμπά (κα).

Για τις εφεσίβλητες-αιτήτριες στις προσφυγές 637/92 και 717/92: Μ. Ορφανίδης για Λ. Κληρίδη και Ε. Ευσταθίου.

Για την εφεσίβλητη-αιτήτρια στην προσφυγή 753/92: Μ. Ορφανίδης.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη Σ. Χ"Μηνά, Ειρ. Παπαθεοδούλου, Ν. Νικολάου, Χ. Ψαρά και Ε. Λαζάρου: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Επιφανίου: Ν. Χ"Ιωάννου.

Ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Πατέρα, παρούσα προσωπικά.

- - - - - -

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής κ. Μ. Κρονίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός εννέα ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης, αναδρομικά από 1.9.1989. Αυτή είναι η δεύτερη ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ. Προηγήθηκε η πρώτη ακύρωση με την απόφαση στην προσφυγή Ελπινίκη Γεωργίου ν. ΕΔΥ, αρ. υπόθ. 880/89 και ημερομηνίας 17.12.1991. Ο λόγος της πρώτης ακύρωσης ήταν ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα αναφορικά με την αναπηρία της αιτήτριας (εφεσίβλητης στην παρούσα έφεση στην προσφυγή αρ. 753/92) ως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33Α του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 33/67.

Υπό το φως της πιο πάνω πρώτης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα πλήρωσης των θέσεων σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.

Λόγω της, εν τω μεταξύ, αλλαγής στη σύνθεση της η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων που σχημάτισε υπό την παλαιά της σύνθεση.

Η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση ασχολήθηκε με το θέμα των προσόντων και του πλεονεκτήματος με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας και προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τους προσωπικούς φακέλους και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων, που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής.

Η ΕΔΥ αποφάσισε στη συνέχεια, να περιορίσει την επιλογή μεταξύ των υποψηφίων εκείνων που είχαν συγκεντρώσει βαθμολογία άνω των 70 βαθμών στη γραπτή εξέταση που διενήργησε η Τμηματική Επιτροπή και να δώσει ανάλογο βάρος στα ακαδημαϊκά προσόντα, το πλεονέκτημα και την πείρα που αποκτήθηκε σε εργασία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα η ΕΔΥ επέλεξε για τις εννέα θέσεις τα εννέα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ακυρώνοντας την απόφαση αυτή της ΕΔΥ το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι "στην υπό εξέταση περίπτωση η διαφοροποίηση της βάσης επιτυχίας των υποψηφίων στο γραπτό διαγωνισμό που αποφασίστηκε κατά την επανεξέταση, αποτελούσε αντιφατική συμπεριφορά του οργάνου και ενέργεια αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τις αρχές". Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι "η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η ανύψωση της βάσης επιτυχίας στο γραπτό διαγωνισμό των υποψηφίων, που αποφασίστηκε κατά την επανεξέταση, αποτελούσε στοιχείο νέο που δεν ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε".

Οι εφεσείοντες με δύο λόγους στην έφεσή τους προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Οι δύο λόγοι αφορούν το ίδιο θέμα, διαπλέκονται μεταξύ τους και θα εξετασθούν συνολικά.

Η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι τίποτε το παράνομο ή το παράτυπο δεν υπάρχει στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Η απόφαση της ΕΔΥ, συνεχίζει, δεν συνιστά εκμετάλλευση ή δημιουργία κατάστασης πλάνης, απάτης ή απειλής, ούτε αναίρεση προηγούμενων δικών της ενεργειών στις οποίες στηρίχθηκε ο διοικούμενος και οι οποίες δημιούργησαν γι΄ αυτόν ευνοϊκή κατάσταση ούτε συνιστά αλλαγή ex post facto των κριτηρίων ώστε να παραβιάζονται οι αρχές της καλής πίστης. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η απόφαση της ΕΔΥ βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας να αξιολογήσει τα νενομισμένα κριτήρια σύμφωνα με τη νομολογία και να δώσει στο κάθε ένα το ανάλογο βάρος, όπως η ίδια κρίνει πρέπον, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της για την επιλογή των πλέον κατάλληλων υποψηφίων για τις υπό πλήρωση θέσεις. Επίσης, εισηγήθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο λήφθηκε υπόψη η γραπτή εξέταση ή το πώς αξιολογήθηκε η επιτυχία των υποψηφίων, δεν συνιστά νέο στοιχείο αλλά πράξη μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, συναφή με την αρμοδιότητα της να αξιολογεί και να δίνει τη βαρύτητα που πρέπει στα διάφορα στοιχεία κρίσης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων αντέτειναν ότι με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου οι εφεσίβλητες εφόσο είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση ήταν καθόλα νόμιμες υποψήφιες για τις υπό πλήρωση θέσεις και επομένως, με την υπό κρίση απόφαση της ΕΔΥ, μετεβλήθη ουσιωδώς το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο αφού κατά την επανεξέταση οι εφεσίβλητες αποκλείστηκαν ως νόμιμες υποψήφιες για τις υπό πλήρωση θέσεις και επομένως, με την υπό κρίση απόφαση της ΕΔΥ, μετεβλήθη ουσιωδώς το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο αφού κατά την επανεξέταση οι εφεσίβλητες αποκλείστηκαν ως νόμιμες υποψήφιες.

Διαφωνούμε με τη θέση που εξέφρασαν οι συνήγοροι των εφεσίβλητων. Έχουμε μελετήσει το κείμενο της απόφασης της ΕΔΥ. Ανάφερε ρητά ότι προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο και ανάφερε επίσης ρητά ότι δεν θα λάμβανε υπόψη τις συνεντεύξεις ενώπιον της που έγιναν από άλλη σύνθεσή της. Προχώρησε ακολούθως στην αξιολόγηση όλων των υποψηφίων αφού επικύρωσε, ως είχε, τον κατάλογο των υποψηφίων που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η ΕΔΥ ουδέποτε απέκλεισε τις αιτήτριες ως υποψήφιες για τις θέσεις. Η ΕΔΥ ακολούθως απαρίθμησε τις υποψήφιες που κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας και αφού προχώρησε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, κατέληξε στην απόφασή της.

Αναφέρονται σχετικά, μεταξύ άλλων, τα εξής στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ:-

"Η Επιτροπή ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, από τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψηφίων, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Εμπιστευτικών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και έλαβε επίσης υπόψη τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής.

Η Επιτροπή αποφάσισε όπως περιορίσει την επιλογή μεταξύ των υποψηφίων που έχουν βαθμολογία στη γραπτή εξέταση που έγινε από την Τμηματική Επιτροπή 70 βαθμούς και άνω και αφού δοθεί το ανάλογο βάρος στα ακαδημαϊκά προσόντα, το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας και την πείρα που αποκτήθηκε σε εργασία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.".

Ακολούθως η ΕΔΥ απεφάσισε να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη για διορισμό δίδοντας προς τούτο πλήρη αιτιολογία.

Από τη μελέτη της πιο πάνω απόφασης έχουμε καταλήξει ότι η ΕΔΥ όχι μόνο δεν άλλαξε τη βάση επιτυχίας των υποψηφίων στις εξετάσεις αλλά αντίθετα συμπεριέλαβε τις αιτήτριες, όπως και στην πρώτη απόφασή της, στις υποψήφιες της θέσης τις οποίες μάλιστα και αξιολόγησε. Κατά συνέπεια το συμπέρασμα του αδελφού πρωτόδικου Δικαστού, ότι η ανύψωση της βάσης επιτυχίας στο γραπτό διαγωνισμό αποτελούσε στοιχείο νέο που δεν ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε, είναι λανθασμένο.

Κρίνουμε επίσης ως λανθασμένο το συμπέρασμα του αδελφού πρωτόδικου Δικαστού ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η διαφοροποίηση της βάσης επιτυχίας των υποψηφίων αποτελούσε αντιφατική συμπεριφορά και ενέργεια αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τις αρχές.

Η απόφαση της ΕΔΥ να περιορίσει την επιλογή της μεταξύ των υποψηφίων εκείνων οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει βαθμολογία άνω των 70 βαθμών στη γραπτή εξέταση και να δώσει ανάλογο βάρος στα ακαδημαϊκά προσόντα, το πλεονέκτημα και την πείρα που αποκτήθηκε σε εργασία σχετική με τα καθήκοντα της θέσης δεν συνιστά παραγνώριση κανόνων πρακτικής που η ίδια επέλεξε να εφαρμόσει, αλλά, αντίθετα, συνιστά νόμιμο τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Η ΕΔΥ, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας της, στο στάδιο της επιλογής των πλέον καταλλήλων υποψηφίων για τις υπό πλήρωση θέσεις, άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια να αξιολογήσει τους υποψηφίους με βάση τα νενομισμένα κριτήρια και να δώσει στο κάθε ένα το ανάλογο βάρος. Ο βαθμός επιτυχίας στις εξετάσεις ήταν ένα απ΄ αυτά τα κριτήρια, που εξασφάλιζε μάλιστα ενιαίο μέτρο κρίσης, ιδιαίτερα μετά την απόφαση της ΕΔΥ να μη λάβει υπ΄ όψη τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων που διενεργήθηκαν από άλλη σύνθεσή της. Σύμφωνα με τη νομολογία είναι επιτρεπτό για την ΕΔΥ να δώσει η ίδια την αξία που θεωρεί ορθή σε κάθε ένα από τα νόμιμα κριτήρια (Βλέπε: Ierides v. Republic (1980) 3 CLR 165, στη σελίδα 180 το σχετικό απόσπασμα).

Κατά συνέπεια δεν υπήρξε εκ μέρους της ΕΔΥ καμιά αντιφατική συμπεριφορά αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τις αρχές.

Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα. Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ επικυρώνεται στην ολότητά της.

 

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο