ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 530
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< B>Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2138.
Σύνθεση Δικαστηρίου
: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.Μεταξύ:
Ανδρέα Οικονόμου,
Εφεσείοντα-Αιτητή,< /P>
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ)
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία:
29 Ιουνίου 1998.Για τον εφεσείοντα: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους εφεσίβλητους: Αλεξ. Λυκούργου (κα), εκ μέρους
Τ. Παπαδόπουλου.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ.
ΠΙΚΗΣ, Π.- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Ο εφεσείων προσέφυγε εναντίον της Δημοκρατίας, μέσω του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, με αίτημα την παροχή των ακολούθων θεραπειών:«(α) Εγγραφή του ως μέλους του ΕΤΕΚ.
(i) Στον Κλάδο των Επιμετρητών Ποσοσήτων (Quantity
Surveying).
(ii) Στον Κλάδο Τοπογράφων/Χωρομέτρων
(Land Surveying).
(β) Έξοδα.»
Το πρακτικό του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1994 αναγράφει:
«Για τον αιτητή: Αυτοπροσώπως.
Για τη Δημοκρατία: Δνις Ιωάννου για την κ. Ε. Ζαχαριάδου
Για τους καθ΄ ων ΕΤΕΚ: Δνις Α. Αλεξάνδρου για
κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Δικαστήριο: Ο Αιτητής αποσύρει την προσφυγή εναντίον της Δημοκρατίας, η οποία και απορρίπτεται. Να καταχωριστεί η ένσταση εκ μέρους του ΕΤΕΚ σε 1 μήνα. Η υπόθεση ορίζεται για μνεία στις 13.9.94.»
Όπως εξηγείται στην απόφαση του Δικαστηρίου η τροποποίηση του τίτλου έγινε μετά από εισήγηση του Δικαστηρίου στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον αιτητή, ο οποίος εμφανίστηκε χωρίς συνήγορο, να θέσει την υπόθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο Κ.4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου
Δικαστηρίου (1962) (ο Διαδικαστικός Κανονισμός), προβλέπει τον καθορισμό του αιτητή και του καθ΄ ου η αίτηση. Ο διάδικος, εναντίον του οποίου πρέπει να στρέφεται η προσφυγή, είναι η αρχή, πρόσωπο ή όργανο που πήρε την απόφαση.Στη Μιλτιάδη Μιλτιάδου ν. Δημοκρατίας και άλλου Υπ. αρ. 247/94 - 9.12.1994, εξηγείται:
«Εφόσον προσφυγή θέτει προς διερεύνηση πράξη, απόφαση ή παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση μέσα στα χρονικά πλαίσια που θέτει το Άρθρο 146.3 και εγείρεται από πρόσωπο του οποίου θίγεται το προβλεπόμενο από το Άρθρο 146.2 συμφέρον, ενεργοποιείται η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τίθεται προς εξέταση η νομιμότητα του αντικειμένου της προσφυγής.»
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει οδηγίες για τη διόρθωση του τίτλου της αγωγής, δυνατότητα η οποία διασφαλίζεται από τον Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού σε συνάρτηση με τη Δ.9, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Παρά τη διαταγή του Δικαστηρίου η προσφυγή ουδέποτε τροποποιήθηκε ώστε να υποκατασταθεί το ΕΤΕΚ ως καθ΄ ου η αίτηση. Αυτή είναι μια ατέλεια η οποία δεν θεραπεύθηκε. Υπήρξαν και άλλες ουσιαστικότερες οι οποίες άφησαν την προσφυγή έκθετη σε απόρριψη. Αυτές συνίστανται στην παράλειψη του αιτητή να προσδιορίσει το αντικείμενο της προσφυγής, σε συνάρτηση με την παροχή θεραπείας γνωστής στο Σύνταγμα. Το κενό στη στοιχειοθέτηση του αιτήματος αποδίδεται στην έλλειψη νομικής κατάρτισης εκ μέρους του αιτητή. O πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει:
«Η έλλειψη όμως από μέρους του νομικής κατάρτισης είχε το ανάλογο τίμημα, γιατί αντιμετώπισε προκαταρκτικές ενστάσεις επί νομικών ζητημάτων για τα οποία δεν χωρεί οποιαδήποτε ελαστικότητα, μια και αφορούν θέματα ουσίας.»
Το Σύνταγμα εναποθέτει τη ρύθμιση της διαδικασίας, περιλαμβανομένων των τύπων των δικογράφων, στο Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. Άρθρο 135 και Ν.33/64.) Ο Διαδικαστικός Κανονισμός και οι μετέπειτα τροποποιήσεις θεσμοθετήθηκαν στο πλαίσιο της προειρημένης κανονιστικής εξουσίας. Ο Κ.4 καθορίζει τον τύπο της προσφυγής στο Δικαστήριο. Το εγκριθέν ένδικο μέσο ρητά απαιτεί τον καθορισμό της θεραπείας που εξαιτείται ο αιτητής. Η σημασία του δικόγραφου στην αναθεωρητική δικαιοδοσία διαγράφεται στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993)3 Α.Α.Δ. 598, 607:
«Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων.»
(Βλ. επίσης Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας Συνεκδικαζόμενες υπ. αρ. 212/95 και 259/95 - 31.1.97. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας Α.Ε.1883 - 14.7.1997.)
Στην Γιαγκουλλή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 769/94, κ.ά. - 27.11.1995, υποδείξαμε ότι όπως στην πολιτική έτσι και στην αναθεωρητική δίκη παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησης του δικόγραφου με την επεξήγηση ότι στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ισχύουν ελαστικότερα κριτήρια για την έγκριση του αιτήματος. (Βλ. επίσης Κυριακίδης (ανωτέρω).)
Οι θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 146. Είναι συνυφασμένες με το αντικείμενο της αναθεώρησης, την απόφαση, πράξη ή παράλειψη που τίθεται προς αναθεώρηση. Περιορίζονται στην επικύρωση ή ακύρωση, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, της απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται και την αποκήρυξη συνεχιζόμενης παράλειψης με το διατακτικό να εκτελεστεί παν παραλειφθέν. Η τελευταία θεραπεία δεν μας αφορά
. σχετίζεται αποκλειστικά με παραλείψεις στην εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο οριστικοποιεί ο νόμος. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται.Στην προσφυγή του εφεσείοντα δεν καθορίζονται οι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που προσβάλλονται ούτε επιζητείται θεραπεία γνωστή στο Σύνταγμα. Προστακτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί βάσει της παραγράφου 4(γ) μόνο στην περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης καθήκοντος, το οποίο θετικά επιβάλλει ο Νόμος. (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995)3 Α.Α.Δ. 165
. Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd. (1995)3 A.A.Δ. 400. Mustafa Humza Uludag v. Republic 5 R.S.C.C. 131. Police Association and Others v. Republic (1972)3 C.L.R. 1. The Cyprus Tannery Ltd v. The Republic (1980)3 C.L.R. 405. Ekaterini Colocassidou Costea v. Republic (1983)3 C.L.R. 115.)Στα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αίτημα, γίνεται αναφορά σε δύο αιτήσεις του προσφεύγοντος οι οποίες απορρίφθηκαν από το ΕΤΕΚ σε μή καθοριζόμενες ημερομηνίες. Ελλείπει συνεπώς και το υπόβαθρο γεγονότων προς θεμελίωση παραδεχτού αιτήματος για τη χορήγηση θεραπείας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε παραδεχτό αίτημα, για τη χορήγηση θεραπείας, οπόταν η προσφυγή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, υποκείμενη σε απόρριψη. Προχώρησε ακόμη ένα βήμα για να διαπιστώσει, υπό το φως των στοιχείων του φακέλλου, ότι τα παράπονα του αιτητή αφορούν τέσσερεις ξεχωριστές αποφάσεις του ΕΤΕΚ, οι τρεις με ιδιαίτερο αντικείμενο, που του κοινοποιήθηκαν με τέσσερεις επιστολές, ημερομηνίας 30.8.1993, 20.9.1993, 2.12.1993 και 21.2.1994. Πρόκειται όντως για ξεχωριστές αποφάσεις. Η προσβολή των τριών πρώτων θα ήταν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όπως διαπιστώνει, απαράδεχτη λόγω της εκπνοής της προθεσμίας για την προσβολή τους. Ενώ η τέταρτη, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης ενόψει του κανόνα ο οποίος απαγορεύει την αναθεώρηση περισσότερων της μιας πράξης ή απόφασης, με το ίδιο ένδικο μέσο
. εκτός όπου οι πράξεις είναι συναφείς, που δεν ήταν η περίπτωση στην προκείμενη υπόθεση. (Βλ. μεταξύ άλλων Georghiou v. Republic (1987)3 C.L.R. 400. Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 335/92 - 24.2.1993. Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995)3 Α.Α.Δ. 379.)Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με κύριο στήριγμα τις πρόνοιες του Κ.7Α και Κ.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού. Ο κανονισμός αυτός προστέθηκε με την τροποποίηση του Διαδικαστικού Κανονισμού της 10ης Οκτωβρίου 1975, ο οποίος προβλέπει:
«Το Δικαστήριο ή Δικαστής δύναται να διατάξη όπως έγγραφος πρότασις μή συμμορφούμενη προς τας προνοίας των κανονισμών 4, 5 και 7 διαγραφή, τροποποιηθή ή συμπληρωθή ούτως ώστε να συμμορφούται προς τας τοιαύτας προνοίας ή να εκδώση οιανδήποτε άλλην διαταγήν την οποίαν ήθελε θεωρήσει αρμόζουσαν.»
Οι Κανονισμοί 4 και 5, διέπουν αντίστοιχα τον καταρτισμό και καταχώρηση της αίτησης και της ένστασης και ο Κ.7 τον προσδιορισμό των νομικών σημείων στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και ο καθ΄ ου η αίτηση. Διάδικος ο οποίος εμφανίζεται άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του τελευταίου κανονισμού.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε τη θέση ότι ο Κ.7Α καθιστά υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβεί αυτεπάγγελτα στην τροποποίηση δικόγραφου, προς διάσωση της διαδικασίας, στην περίπτωση διάδικου ο οποίος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο.
Ο Κ.7Α αποτελεί μέρος του ίδιου Διαδικαστικού Κανονισμού ο οποίος καθορίζει το ένδικο μέσο και ό,τι απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του επιδίκου θέματος της προσφυγής. Δεν μεταβάλλει τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου κανονισμού. Τόσον η άσκηση προσφυγής όσο και ο καθορισμός του αντικειμένου της βαρύνουν τον προσφεύγοντα. Όπως νωρίτερα υποδείξαμε, ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 δεν καταργεί το δικόγραφο ως το αναντικατάστατο μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.
Ο αιτητής έχει ιδιάζουσα γνώση της πράξης ή απόφασης η οποία θίγει τα συμφέροντά του. Ο Κ.7 τον απαλλάττει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, όταν δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Δεν προβλέπει ανάλογη χαλάρωση αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.4 και Κ.5. Όπως πρόσφατα διαπιστώσαμε η χαλάρωση η οποία προβλέπεται στον Κ.7 δεν εκτείνεται και στην έφεση. (Βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449 - 31.12.96.) Ούτε, θα ήταν παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος και να προσδιορίσει το επίδικο θέμα της δίκης.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εξειδίκευσε τον όρο «τίμημα», στο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου που έχουμε παραθέσει, ως δηλωτικό πρόθεσης τιμωρίας του εφεσείοντα για την έλλειψη νομικής κατάρτισης. Η εισήγηση είναι αυθαίρετη. Το Δικαστήριο εξηγεί σαφώς τί εννοεί με τη χρήση της λέξης «τίμημα», που δεν είναι άλλο από τις συνέπειες της αδυναμίας του εφεσείοντα να αντιμετωπίσει τις προκαταρκτικές ενστάσεις στο παραδεχτό της προσφυγής. Το Δικαστήριο όντως προσπάθησε να βοηθήσει τον εφεσείοντα να αντιμετωπίσει αδυναμίες στο περίβλημα του αιτήματός του ώστε, να καθοριστεί η αρχή εναντίον της οποίας στρεφόταν η προσφυγή. Όπως σωστά διαπιστώνει το Δικαστήριο, δεν μπορούσε να παρασχεθεί η ίδια βοήθεια ως προς την ουσία της διαφοράς ο προσδιορισμός και προβολή της οποίας βαρύνει τον προσφεύγοντα.
Κατάληξή μας είναι, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η προσφυγή στερείται αντικειμένου. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ.