ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 102
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗ ΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2053
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ,
ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Παύλος Δημητρίου
Εφεσείων-Αιτητής,
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - - - - -
13 Φεβρουαρίου, 1998
.Για τον εφεσείοντα: κα Α. Λυκούργου.
Για την εφεσίβλητη: κ. Α. Μαππουρίδης.
- - - - - - - - - -
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.- - - - - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων και ο ενδιαφερόμενος Ιωάννης Πρέζας ήταν οι δυο υποψήφιοι που είχαν περιληφθεί στον τελικό κατάλογο υποψηφίων για την πλήρωση μιας θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέσης Εκπαίδευσης) για την Τεχνική Εκπαίδευση στην ειδικότητα της Μηχανολογίας, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.Στις 16.2.93 οι δύο υποψήφιοι προσήλθαν για συνεντεύξεις ενώπιον της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ). Μετά από τις συνεντεύξεις η ΕΕΥ αποφάσισε να προάξει στην κενή θέση τον ενδιαφερόμενο Ιωάννη Πρέζα από τις 22.2.93.
Η απόφαση της ΕΕΥ προσβλήθηκε με προσφυγή από τον εφεσείοντα. Η προσφυγή κρίθηκε ως αδικαιολόγητη και απορρίφθηκε. Αντικείμενο αμφισβήτησης πρωτόδικα ήταν η κρίση της ΕΕΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ήταν αναρμόδιο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έρευνα για να διαπιστώσει το ίδιο πρωτογενώς την σύμπτωση των ακαδημαϊκών προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους σε σχέση προς το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ακαδημαϊκό προσόν. Το δικαστήριο έκρινε πως αν προχωρούσε στη διεξαγωγή τέτοιας έρευνας αυτό θα οδηγούσε στην διενέργεια και άλλης λεπτομερούς έρευνας αναφορικά με το ακαδημαϊκό προσόν του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η τυχόν υιοθέτηση μιας τέτοιας διαδικασίας θα βρισκόταν έξω από τις αρμοδιότητές του.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του συγκεκριμένου αυτού συμπεράσματος του εκδικάσαντος την προσφυγή δικαστηρίου. Οι τρεις πρώτοι λόγοι της έφεσης πραγματεύονται το θέμα και συνοψίζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το απαιτούμενο ακαδημαϊκό προσόν για προαγωγή ή και εσφαλμένα έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ακαδημαϊκό προσόν στη μηχανολογία και εσφαλμένα θεώρησε πως ήταν αναρμόδιο να εξετάσει το κατά πόσο το πτυχίο του ενδιαφερομένου μέρους στην Αγροτική Μηχανική (Agricultural Engineering) ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκό προσόν στη Μηχανολογία (Mechanical Engineering).
Η εξέταση του θέματος του κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Παρέμβαση του δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή στην περίπτωση που διαπιστώνεται πλάνη. Βλ. Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΑΕ 1635/21.1.97, Γεώργιος Ιοργάνου ν. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΑΕ 1815/30.6.97. Παρέμβαση του δικαστηρίου χωρεί ακόμα στην περίπτωση που η ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή στην ειδική περίπτωση. Κλέαρχος Μιτλιάδους και Αλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ, Α.Ε. 789, 791, 796/30.5.89.
Η κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό. Στην προκείμενη περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία απαρτίζεται από ειδικούς έκρινε με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία ότι ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στην ίδια διαπίστωση προέβη και η ΕΕΥ που και αυτή επίσης είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία. Το δικαστήριο ορθά έκρινε πως τα δικαιοδοτικά του περιθώρια δεν του επέτρεπαν να υπεισέλθει σε λεπτομερή εξέταση των ακαδημαϊκών προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους ή και των δυο υποψηφίων για να καταλήξει το ίδιο στη γνώμη κατά πόσο αυτά τα προσόντα ανταποκρίνονται προς το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.
Η κατάληξη μας επί του συγκεκριμένου αυτού θέματος είναι ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΕΥ πως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το υπό του σχεδίου απαιτούμενο προσόν ήταν εύλογα επιτρεπτή είναι ορθή.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης έχει διαγραφεί. Ο πέμπτος λόγος έφεσης άπτεται των κριτηρίων αξιολόγησης που έθεσε η ΕΕΥ για τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις συνεντεύξεις ήταν αυθαίρετα, άσχετα, ανεπαρκή και ακατάλληλα. Ο εφεσείων διατείνεται ότι τα κριτήρια που τέθηκαν περιορίζονται μόνο στη διερεύνηση γενικών ή/και θεωρητικών γνώσεων τις οποίες πρέπει στοιχειωδώς να έχει ο κάθε λειτουργός της τεχνικής εκπαίδευσης ενώ αδυνατούν να καταδείξουν την εκ μέρους των υποψηφίων κατοχή των απαιτούμενων από τις παρα. (4) και (5) των "Απαιτούμενων προσόντων" του σχεδίου υπηρεσίας ήτοι:
"4. Ακεραιότητα του χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.
5. Ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα της ειδικότητας του και στις τάσεις και τα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης."
Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η ΕΕΥ προκαθόρισε τα κριτήρια αξιολόγησης επί των οποίων έγιναν οι συνεντεύξεις των υποψηφίων. Τα κριτήρια αυτά είναι:
(α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα εκπαίδευσης και σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα της τεχνικής εκπαίδευσης.
(β) Βαθμός ενημέρωσης πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα.
(γ) Γνώση ευθυνών και καθηκόντων του Επιθεωρητή Α΄.
(δ) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.
(ε) Μεθοδική τεκμηρίωση των απόψεων.
(στ) Εμφάνιση και προσωπικότητα.
Η ΕΕΥ ως το διορίζον όργανο έχει τη διακριτική ευχέρεια επιλογής των κριτηρίων και του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. Βλ. Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη, ΑΕ 868 και 869/13.12.1990. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δύο υποψηφίων που εν προκειμένω έθεσε η ΕΕΥ καλύπτουν και τη δυνατότητα απόδειξης των προβλεπομένων στις παραγράφους 4 και 5 απαιτουμένων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας και κρίνονται ως ευλόγως επιτρεπτά.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη κρίνεται ως ανεδαφικός. Η αιτιολογία της απόφασης της ΕΕΥ διακρίνεται ευκρινώς στα πρακτικά. Η τελική κρίση της ΕΕΥ ήταν αποτέλεσμα προσεκτικής εφαρμογής της προβλεπόμενης διαδικασίας και των ουσιαστικών διατάξεων του νόμου.
Στα πρακτικά καταγράφεται όλο το φάσμα των στοιχείων και της έρευνας που διενήργησε η ΕΕΥ. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η ΕΕΥ συστάθμισε την αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Καταγραμμένη στα πρακτικά είναι και η εντύπωση που η ΕΕΥ αποκόμισε για τους υποψηφίους ύστερα από τις συνεντεύξεις κατόπιν σχετικής αξιολόγησης. Το τελικό συμπέρασμα της ΕΕΥ διατυπώνεται με σαφήνεια και την πρέπουσα πληρότητα καθιστώντας έτσι την απόφαση στο σύνολό της δεόντως αιτιολογημένη.
Τέλος ο εφεσείων εισηγείται πως η απόρριψη της προσφυγής με έξοδα δεν δικαιολογείται επειδή, καθώς ισχυρίζεται, η προσφυγή του αιτητή ήταν τυπικά παραδεκτή και βασίστηκε επί καθόλα εύλογων λόγων ακυρώσεως. Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Κατά τεκμήριο η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι νόμιμη. Ο προσφεύγων διάδικος έχει το βάρος να αποδείξει το αντίθετο. Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσείων απέτυχε να
αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση της ΕΕΥ πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα. Σχετικά βλ. Ανδρόνικος Κασάπης και Αλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 1959/15.1.98.Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
B>
Π.Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
ΑΦ.
P>