ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1738
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.
Λουκίας Α. Σεργίδου, από τη Λευκωσία
Εφεσείουσα-Αιτήτρια
- ν. -
1. Δήμου Λευκωσίας
2. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
(1) Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
(2) Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και
Χωρομετρίας
(3) Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού
Λευκωσίας μέσω του Επαρχιακού
Κτηματολογικού Λειτουργού Λευκωσίας
(4) Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού
Λευκωσίας
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ων η αίτηση
_______
27 Φεβρουαρίου, 1998
Για την εφεσείουσα : Χρ. Μελίδης για Γ. Σαββίδη.
Για τους εφεσίβλητους 1 : Κυρ. Μιχαηλίδης.
Για τους εφεσίβλητους 2 : Ελ. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα.
_______
Πικής Π.
: Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η έφεση θα απορριφθεί με έξοδα. Το σκεπτικό της απόφασης περιέχεται στην απόφαση του Φρ. Νικολαΐδη, Δ. με την οποία ταυτίζονται οι Χατζητσαγγάρης, Νικολάου και Ηλιάδης, Δ.Δ. και στη δική μου ξεχωριστή απόφαση._______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ .: Η εφεσείουσα ήταν ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 565, Φ/Σχ. ΧΧΙ/54.2.ΙΙΙ, Μπλοκ Β, υπ΄ αρ. εγγραφής Β662, που βρίσκεται στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή, ενορία Αγίων Ομολογητών, στη Λευκωσία. Το 1969 υπέγραψε σύμβαση ενοικίασης του ακινήτου με εταιρεία πετρελαιοειδών. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης η εφεσείουσα παρείχε στην εταιρεία το δικαίωμα να υπογράφει τις απαιτούμενες αιτήσεις και να εκτελεί όλες τις απαραίτητες εργασίες για την ανέγερση και λειτουργία πρατήριου βενζίνης και σταθμού εξυπηρέτησης επί του ακινήτου.
Στις 11.7.1973 η εταιρεία υπέβαλε εκ μέρους της εφεσείουσας αίτηση για την έκδοση καλυπτικής άδειας για τροποποιήσεις και προσθήκες που έγιναν στο υφιστάμενο πρατήριο πετρελαιοειδών. Η άδεια εκδόθηκε από το Δήμο Λευκωσίας στις 27.3.1978. Επειδή το ακίνητο επηρεαζόταν από ρυμοτομία, μετά την έκδοση της άδειας ο Δήμος Λευκωσίας, καθ΄ων η αίτηση-εφεσίβλητοι 1, ζήτησε όπως, βάσει του άρθρου 13 (2) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, το τμήμα του τεμαχίου που επηρεαζόταν από τη ρυμοτομία εγγραφεί ως μέρος του δημόσιου δρόμου. Το Κτηματολόγιο προχώρησε στις αναγκαίες τροποποιήσεις του τίτλου της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα προσέβαλε την πιο πάνω πράξη αλλά το Δικαστήριο απέρριψε στις 2.2.1993 την προσφυγή της. Εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου η εφεσείουσα άσκησε την παρούσα έφεση.
Κατά την ακρόαση της έφεσης η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων-καθ΄ων η αίτηση 2, ανέφερε ότι περιέπεσε στην αντίληψή της ότι η εφεσείουσα μεταβίβασε στις 8.12.1992 το ακίνητο στα παιδιά της δυνάμει δωρεάς. Η καταχώρηση στα βιβλία του Κτηματολογίου έγινε στις 23.2.1993. Κρίσιμη όμως ημερομηνία είναι η ημερομηνία μεταβίβασης γιατί τότε επέρχεται η μεταβολή στη νομική κατάσταση. ΄Ετσι πριν μπούμε στην εξέταση των ερωτημάτων που τίθενται με την ειδοποίηση έφεσης θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η έφεση μπορεί να προχωρήσει αφού, σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, λόγω της μεταβίβασης του ακινήτου, η εφεσείουσα στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος.
Η ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος που πλήττεται ευθέως με την πράξη που προσβάλλεται αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της προσφυγής σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος.
Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μόνο αν ο αιτητής κατέχει άμεσο ενεστώς συγκεκριμένο έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος δημιουργεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ενώ αντίθετα ανυπαρξία του στερεί από το Δικαστήριο την εξουσία να ασχοληθεί με την προσφυγή (Loukis Κritiotis v. The Municipality of Paphos and another (1986) 3 C.L.R. 322, 338). Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος φέρει ο αιτητής (Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147).
Για να δικαιούται να ασκήσει διοικητική προσφυγή ο αιτητής θα πρέπει να έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης. Το συμφέρον δεν είναι ταυτόσημο με δικαίωμα.
Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/92, ημερ. 15.7.1992
).Το έννομο συμφέρον πηγάζει από κάποια ειδική σχέση του διοικούμενου με την προσβαλλόμενη από αυτόν διοικητική πράξη, σχέση που πρέπει να ελέγχεται και να διαπιστώνεται ότι συντρέχει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, κατά το χρόνο της προσβολής της (Elias Christofis ν. Republic
(1970) 3 C.L.R. 97), αλλά και κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης (Demetrios Papadopoulos ν. Τhe Municipality of Nicosia and another (1974) 3 C.L.R. 352. Βλέπε επίσης Σ.Ε 2492/85 και Σ.Ε 2555/85 ).Η μεταγενέστερη και πριν από την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης απώλεια της νομικής κατάστασης ή ιδιότητας που προβάλλει ο αιτητής ως βάση του εννόμου συμφέροντός του και η οποία εθίγη κατά οποιονδήποτε τρόπο από την προσβαλλόμενη πράξη, καθιστά άνευ αντικειμένου την αίτηση, αφού η τυχόν συζήτηση και αποδοχή της καμιά συνέπεια δεν θα είχαν στην κατάσταση ή ιδιότητα που είχε και απώλεσε στο σύνολό της από άλλη νομική αιτία ο αιτητής (Σ.Ε 2492/85. Βλέπε 14ο Συμπλήρωμα Νομολογίας, Τόμος 1ος, παραγρ. 246 - 249
).Στην υπόθεση Ανδρέας Ευτυχίου ν. Α. Γεωργίου και άλλου, Υποθ. Αρ. 90/97, ημερ. 20.6.1997, όπου το κτήμα στο οποίο αναφερόταν η προσφυγή, πριν την καταχώρησή της μεταβιβάστηκε σε οικογενειακή εταιρεία της οποίας ο αιτητής ήταν μέτοχος, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος που τον νομιμοποιούσε στην άσκηση της προσφυγής (βλέπε επίσης
Lordos & Anastassiades Ltd and another v. The District Officer of Limassol and another (1976) 2 C.L.R. 145, Μόνα Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 327 και Kyriakos Chrysostomides ν. The Greek Communal Chamber, 1964 C.L.R. 397).Στην παρούσα υπόθεση πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης η εφεσείουσα είχε μεταβιβάσει το ακίνητο σε άλλα πρόσωπα. Συνεπώς απώλεσε τη βάση του εννόμου συμφέροντος της που θιγόταν από την προσβαλλόμενη πράξη. Το συμφέρον της εφεσείουσας επί του ακινήτου προκύπτει από την ιδιοκτησία του επηρεαζόμενου τεμαχίου και η μεταβίβασή του αντίστοιχου τίτλου αναπόφευκτα την αποκόπτει από οποιαδήποτε σχέση που είχε με αυτό. Δεν μπορούμε να δεχθούμε τη θέση ότι η εφεσείουσα παρέμεινε ως ιδεατή ενδιαφερόμενη ή ότι συνέχισε να έχει, παρά τη μεταβίβαση του υπόλοιπου ακινήτου, μία μορφή λανθάνουσας κυριότητας στη λωρίδα που είχε αφαιρεθεί από τον τίτλο της και γράφτηκε ως δημόσιος δρόμος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η εφεσείουσα με τη μεταβίβαση του ακίνητου πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης απώλεσε το έννομο της συμφέρον και συνεπώς δεν εδικαιούτο καν σε οποιανδήποτε θεραπεία πρωτόδικα. Αναπόφευκτα η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ