ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 259
1 Iουλίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Eφεσείων-Aιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Kαθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1896)
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — Θέση Χημικού 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων — Αξιολόγηση υποψηφίων — Προσόντα — Αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο περίπου ίσοι — Παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να συγκρίνει τους υποψηφίους μεταξύ τους και να αιτιολογήσει την απόφασή της για επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου αντί του αιτητή — Οδήγησε σε ακύρωση του διορισμού.
Αιτιολογία διοικητικής πράξης — Πρέπει να είναι σαφής — Aποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της — Eίναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να επιλέξει τους υποψηφίους για διορισμό στην επίδικη θέση, μεταξύ των οποίων ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που υπερείχαν των άλλων υποψηφίων. Ακολούθως προχώρησε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου - επαναδιορίζοντάς το στην επίδικη θέση, μετά από προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Aνωτάτου Δικαστηρίου - αφού όπως ανέφερε στο σχετικό πρακτικό, μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αναφορικά με το "πλεονέκτημα, πείρα, περιεχόμενο και επίπεδο σπουδών". Κατ' αντίθεση των πιο πάνω, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε περαιτέρω και ανέφερε ότι "ειδικά σ' ό,τι αφορά την πείρα τους, ενόψει του χρόνου που έχει παρέλθει από το χρονικό σημείο που συνιστά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων, δεν μπόρεσε να καταλήξει σε τεκμηρίωση και να αποδώσει ουσιαστικό βάρος στο περιεχόμενό τους".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση, απορρίπτοντας την προσφυγή του εφεσείοντα-αιτητή, η οποία είχε σαν λόγο την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας στην επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ο ίδιος λόγος προβλήθηκε επίσης στην έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε, ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε των ανθυποψηφίων του, παραμένει αναιτιολόγητη: δεν αποκαλύπτεται με ποία κριτήρια το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θεωρήθηκε καταλληλότερο κατά προτίμηση του αιτητή και δεν προκύπτει ποία είναι η σύγκριση που έγινε μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου. Η παράλειψη αυτή στέρησε το Δικαστήριο να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους επελέγη ο αιτητής, για να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της Ε.Δ.Υ. Ως εκ τούτου η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνονται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Πολυδώρου v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2440,
Κάτσουρας v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1728.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 12 Iανουαρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 411/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της EΔY να διορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Kυριακή Kαλύβα - Iωάννου στη θέση Xημικού 2ης Tάξης, στο Tμήμα Aναπτύξεως Yδάτων.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή.
Α. Βασιλειάδης, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητούσε πρωτόδικα την ακόλουθη θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 10.4.1992 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία διόρισε εκ νέου, μετά από προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την Κυριακή Ιωάννου Καλύβα στη μόνιμη θέση Χημικού 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, αναδρομικά από τις 2.3.1987 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα έφεση. Ένας από τους πολλούς λόγους που υποβλήθηκαν για ακυρότητα της πράξης ήταν ότι, η διοικητική απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και/ή εστερείτο της δέουσας αιτιολογίας. Ο λόγος της ανεπαρκούς αιτιολογίας ήταν και ένας από τους λόγους έφεσης. Επιπρόσθετα του λόγου αυτού προετάθη και αριθμός άλλων λόγων, αλλά επειδή θεωρούμε ότι ο λόγος της αιτιολογίας οδηγεί σε κατάληξη που κρίνει την έφεση, θα τον εξετάσουμε σε πρώτο στάδιο.
Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερομηνία 28.1.92, που είναι το Παράρτημα 4 στην Ένσταση, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι υποψήφιοι Καλύβα-Ιωάννου Κυριακή (ενδιαφερόμενο μέρος), Νικολάου Μιχάλης (αιτητής) και Χ" Γεωργίου Πανίκος υπερείχαν έναντι των υπολοίπων υποψηφίων και ότι η επιλογή θα έπρεπε να γίνει ανάμεσα σ' αυτούς. Η Επιτροπή, όπως φαίνεται από το ίδιο πρακτικό, κατέληξε σε επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους αναφέροντας τα ακόλουθα:
"Η Επιτροπή, με βάση το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων και αφού προχώρησε σε ιδιαίτερη σύγκριση ανάμεσα στους τρεις υποψήφιους που έκρινε ως επικρατέστερους, επέλεξε ως καταλληλότερη για τη θέση την Καλύβα-Ιωάννου Κυριακή.
Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της, αφού μελέτησε με προσοχή όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της, περιλαμβανομένων των διατριβών και άλλων στοιχείων που υπέβαλαν οι υποψήφιοι και τα οποία ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο.
Συμπερασματικά η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι η ΚΑΛΥΒΑ - ΙΩΑΝΝΟΥ Κυριακή υπερέχει των άλλων υποψήφιων και αποφάσισε να της προσφέρει διορισμό στη θέση Χημικού, 2ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, αναδρομικά από 2.3.87."
Όπως συνάγεται από τα πιο πάνω, η ΕΔΥ, αφού έκαμε τη σύγκριση μεταξύ όλων των υποψηφίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής, το ενδιαφερόμενο μέρος και ο Χ" Γεωργίου Πανίκος υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, γεγονός που δικαιολογούσε, κατά τη κρίση της, την επιλογή μεταξύ αυτών των τριών προσώπων. Ακολούθως η Επιτροπή, όπως αναφέρει στο πιο πάνω πρακτικό "προχώρησε σε ιδιαίτερη σύγκριση ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους" και "επέλεξε ως καταλληλότερη για τη θέση την Καλύβα-Ιωάννου Κυριακή". Κατέληξε δε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αφού, όπως αναφέρει, μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έγγραφα και αφού έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο". Τα στοιχεία αυτά, όπως καθορίζονται στο πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 28.1.92 αφορούν "στο πλεονέκτημα, πείρα, περιεχόμενο και επίπεδο σπουδών". Κατ' αντίθεση των πιο πάνω όμως, η ΕΔΥ προχωρεί και αναφέρει ότι "ειδικά σ' ότι αφορά την πείρα τους, εν όψει του χρόνου που έχει παρέλθει από το χρονικό σημείο που συνιστά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να καταλήξει σε τεκμηρίωση και να αποδώσει ουσιαστικό βάρος στο περιεχόμενο τους". Περαιτέρω, στο ίδιο πρακτικό, εξετάζοντας όλους τους υποψηφίους, η ΕΔΥ διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των υποψήφιων άλλες απ' εκείνες που αντικατοπτρίζουν οι σπουδές τους και με βάση τις σπουδές αυτές και τη μη κατοχή του πλεονεκτήματος δηλαδή των μεταπτυχιακών σπουδών από τους υπόλοιπους υποψηφίους, κατέληξε στο συμπέρασμα στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, ότι ο αιτητής, το ενδιαφερόμενο μέρος και ο Χ" Γεωργίου Πανίκος που όλοι κατείχαν το πλεονέκτημα ήσαν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι μεταξύ των οποίων έπρεπε να γίνει η επιλογή. Όσον αφορά το προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής, η ΕΔΥ θεώρησε, προς όφελος και των τριών, ότι το κατείχαν. Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει από τα πιο πάνω, αφού η πείρα αγνοήθηκε, η καλή γνώση της Αγγλικής θεωρήθηκε ίση για όλους και όλοι είχαν το πλεονέκτημα των μεταπτυχιακών σπουδών, είναι ότι ήταν περίπου ίσοι. Άρα η κρίση της Επιτροπής "ότι η Καλύβα-Ιωάννου Κυριακή υπερέχει των άλλων υποψηφίων" παραμένει αναιτιολόγητη: δεν αποκαλύπτεται με ποια κριτήρια το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε καταλληλότερο κατά προτίμηση του αιτητή για την επίδικη θέση και δεν προκύπτει ποια ήταν η σύγκριση που έγινε μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, ούτως ώστε να έχει ενώπιόν του το Δικαστήριο τους λόγους επιλογής με τρόπο που να μπορεί να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της ΕΔΥ.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Πολυδώρου ν. Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου Αρ. Πρ. 98/87 και 175/87, ημερ. 21.10.89 "είναι νομολογημένο ότι οι διοικητικές αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και ότι η αιτιολογία είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος (PEO v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 27)".
Περαιτέρω, στην Κάτσουρας ν. Δημοκρατία Αρ. 792/87 ημερομ. 21.7.89 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούμε:
"Οι αποφάσεις των διοικητικών αρχών πρέπει να περιέχουν πλήρη, επαρκή και σαφή αιτιολογία. Η αιτιολογία αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της, καθώς και παράθεση κριτηρίων με βάση τα οποία η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. (Δαγτόγλου-Διοικητικό Δίκαιο α.β΄Διοικητικών Πράξεων, 1976 σελ. 25, 106) . . . . Η αιτιολογία συνδέεται άμεσα με τη νομική έκδοση και νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Περαιτέρω είναι αναγκαία για να μπορεί με ευχέρεια να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος. (Βλ. μεταξύ άλλων Stavros Rallis v. Greek Communal Chamber (Director, Greek Education) 5 RSCC 11 σελ.18".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε φαίνεται να εξέτασε σε βάθος το θέμα της αιτιολογίας γιατί η μόνη αναφορά που κάνει στο θέμα τούτο είναι ότι "η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, υπό τας περιστάσεις και αιτιολογημένη".
Εν όψει, των πιο πάνω, ήταν καθήκον της ΕΔΥ να συγκρίνει τους υποψηφίους μεταξύ τους και να επισημάνει τους λόγους γιατί επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά προτίμηση του αιτητή, γεγονός που παρέλειψε να πράξει. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ πάσχει λόγω αόριστης και ανεπαρκούς αιτιολογίας και πρέπει να ακυρωθεί. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας δε θα ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους έφεσης που προτάθηκαν εκ μέρους του αιτητή.
Η έφεση επιτυγχάνει και τόσο η πρωτόδικη απόφαση όσο και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνονται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.