ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 394
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1798
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Π. ΑΡΤΕΜΗ,Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
1. Σάββας Φεττάς, από την Πάφο
2. Κώστας Χατζηπολυδώρου, από την Αμμόχωστο
3. Φοίβος Κωστόπουλος, από την Αγλαντζιά
Εφεσείοντε ς-Αιτητές
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Εφεσίβλητη -Καθ' ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 3 Οκτωβρίου, 1997.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τους εφεσείοντες: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για την εφεσίβλητη: Α. Βασιλειάδης.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Κουρέα: Λ. Κληρίδης.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Αντωνιάδη: Μ. Ιακώβου
.- - - - - -
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής κ. Μ. Κρονίδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Με απόφασή της που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.11.1991 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προήγαγε δύο ιατρικούς λειτουργούς στη μόνιμη θέση Επιμελητή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας.Με την κρινόμενη έφεση επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης αδελφού Δικαστή που στην άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του απέρριψε τις προσφυγές των εφεσειόντων και επικύρωσε την επίδικη απόφαση.
Στο κείμενο της έφεσης προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης. Στο στάδιο της προδικασίας οι λόγοι έφεσης 1 και 3 αποσύρθηκαν όπως και οι παράγραφοι 2.3, 2.4 και 2.5 που αποτελούσαν τη δικαιολογία του λόγου έφεσης 2.
Ο μοναδικός λόγος έφεσης που παρέμεινε είναι ο ακόλουθος:-
"2. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η απόφαση της ΕΔΥ αντίθετα με τα ευρήματα της Δικαστικής απόφασης πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί:
2.1. Δεν έγινε η δέουσα έρευνα περί τα προσόντα και ως εκ τούτου δεν υπήρξε νόμιμη ερμηνεία και/ή εφαρμογή των Σχεδ. Υπηρεσίας ειδικά για το απαιτούμενο "υπηρεσία στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών".
Για το ίδιο θέμα υπάρχει και πλάνη που οδηγεί σε ακύρωση, η οποία αν δεν υπήρχε θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι το ενδιαφ. πρόσωπο Κουρέας δεν κατείχε το απαιτούμενο τούτο προσόν.
2.2. Οι συστάσεις Διευθυντή πάσχουν νομικά και πραγματικά ως μη αιτιολογημένες και/ή ως αντιφατικές γι΄ αυτό οδηγούν σε ακύρωση της απόφασης.".
Θεωρούμε σκόπιμο να περιγράψουμε τα γεγονότα συνοπτικά για να καταστεί κατανοητός ο λόγος της έφεσης.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας με επιστολή του ημερομηνίας 9.7.1990 ζήτησε μεταξύ άλλων και την πλήρωση δύο κενών θέσεων Επιμελητή στην ειδικότητα (Τμήμα Πρώτων Βοηθειών).
Για τις δύο θέσεις ανταποκρίθηκαν 13 αιτητές. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για προαγωγή τόσο τους τρεις εφεσείοντες όσο και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Η ΕΔΥ αφού μελέτησε μεταξύ άλλων και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική εξέταση. Στην προφορική εξέταση παρίστατο και ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών μαζί με δύο Ανώτερους Ειδικούς Ιατρούς ως συμβούλους.
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για προαγωγή για την πρώτη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος Κωνσταντίνο Αντωνιάδη και για τη δεύτερη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος Πέτρο Κουρέα και τον εφεσείοντα αρ. 2 Κώστα Χ"Πολυδώρου.
Η ΕΔΥ με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε να επιλέξει για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων στο πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης ότι η ΕΔΥ δεν έκαμε τη δέουσα έρευνα όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων και ως εκ τούτου δεν υπήρξε νόμιμη ερμηνεία και/ή εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας ειδικά στο απαιτούμενο προσόν
"της υπηρεσίας στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών.".Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε έντονα και ενώπιον του αδελφού πρωτόδικου Δικαστή.
Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η ΕΔΥ έχει καθήκον να διενεργήσει έρευνα προς διακρίβωση των στοιχείων βάσει των οποίων οιοσδήποτε υποψήφιος για την επίδικη θέση πληροί τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Δεν αρκεί να περιορίζεται απλά στην έγκριση ή μη της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής για το θέμα, στη σελίδα 6 της απόφασης:-
"Η Συμβουλευτική Επιτροπή που ασχολήθηκε με το θέμα των προσόντων των αιτητών, αποφάσισε ότι με εξαίρεση ορισμένους υποψήφιους (στους οποίους αναφέρθηκε ονομαστικά, στην Έκθεσή της), όλοι οι υπόλοιποι αιτητές πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Επιμελητή. Το θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσον και η Ε.Δ.Υ. ερεύνησε το θέμα όπως είχε καθήκον να πράξει. Όπως συνάγεται από τα πρακτικά, η Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης βασίστηκε μεταξύ άλλων και πάνω στα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.".
Εξετάζοντας το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης, προκύπτει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ερεύνησε επισταμένα το θέμα. Αυτό προκύπτει εμφαντικά από το γεγονός ότι από τους 13 υποψηφίους η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλεισε τους έξι γιατί δεν πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, αντίθετα με τους υπόλοιπους επτά μεταξύ των οποίων οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η ΕΔΥ ακολούθως σε συνεδρία της μελέτησε και αξιολόγησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και πρόσθεσε στον κατάλογο και όγδοο υποψήφιο τον οποίο απέκλεισε η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζοντας ότι πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας καθώς επίσης και επικύρωσε την απόρριψη άλλου υποψηφίου από την ίδια Επιτροπή. Τελικά δε η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 5.7.1991 απεφάσισε ότι με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής την οποία και υιοθέτησε, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι όπως υποδείχθηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή και συμπληρώθηκαν από την ίδια, πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και τους κάλεσε σε προφορική εξέταση.
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η ΕΔΥ δεν αρκέστηκε στην έγκριση ή μη της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά ερεύνησε η ίδια το θέμα και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα με βάση τα οποία άσκησε τη διακριτική της εξουσία. Το γεγονός ότι η ΕΔΥ τελικά υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν σημαίνει ότι απεμπόλησε τη διακριτική της εξουσία επί του θέματος. Λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας
στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημητρίου Ορφανίδη κ.ά. (1992) 3 ΑΑΔ 205 από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λοΐζου, στη σελίδα 212:-"Αναφορικά με το θέμα της έρευνας καθ΄ αυτό από την Επιτροπή την ίδια, δεδομένου ότι εξέτασε και υιοθέτησε τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής η οποία είχε ερευνήσει όπως είχε καθήκον να πράξει το θέμα των προσόντων των υποψηφίων, συνεπάγεται ότι ερεύνησε και το θέμα των προσόντων, ενόψει δε του γεγονότος ότι ικανοποιήθηκε με τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής, ουδεμία ανάγκη υπήρχε για περαιτέρω έρευνα.".
(Βλέπε επίσης: Ανδρέας Θ. Ασσιώτη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 246/91, ημερομηνίας 28.9.1992 και
Christoudias v. Republic (1994) 3 CLR 657).
Και το δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους του λόγου έφεσης, ότι δηλαδή υπήρξε πλάνη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Πέτρος Κουρέας κατείχε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνεται σαν ανεδαφικό.
Το σκέλος αυτό του λόγου έφεσης συνδέεται άμεσα με την προηγούμενη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών ότι η ΕΔΥ δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα κατά την εξέταση των προσόντων των υποψηφίων, αν δηλαδή πληρούσαν τα προσόντα αυτά, τα απαιτούμενα από τα Σχέδια Υπηρεσίας.
Αν πράγματι η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων όσον αφορά τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Κουρέα τότε επιφέρει ακυρότητα την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να θεραπεύσει γιατί διαφορετικά θα σχημάτιζε πρωτογενή κρίση που δεν είναι έργο δικό του.
Η ΕΔΥ, στην παρούσα υπόθεση, δεν είχε κανένα ειδικό λόγο να αναφερθεί στον κάθε ένα υποψήφιο και να δικαιολογήσει την απόφασή της ότι ο κάθε ένας απ΄ αυτούς ξεχωριστά πληρούσε τους όρους του Σχεδίου Υπηρεσίας. Εκεί που αυτό απαιτείτο το έπραξε. Η απόφαση της ότι τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και οι εφεσείοντες πληρούσαν τους όρους του Σχεδίου Υπηρεσίας μετά από την έρευνα που διεξήγαγε, είναι αρκετό για την εγκυρότητά της.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι η απόφαση της ΕΔΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα βασίστηκε σε πεπλανημένη αντίληψη των πραγμάτων. Αντίθετα, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ είχαν ενώπιόν τους το φάκελο της υπόθεσης και τις Ετήσιες Εμπιστευτικές Εκθέσεις από τις οποίες προκύπτει ότι τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος Κουρέας όσο και οι αιτητές είχαν περιοδικά υπηρετήσει για διάστημα πέραν της τριετίας στις Πρώτες Βοήθειες του Νοσοκομείου. Δεν απαιτείτο από τα Σχέδια Υπηρεσίας, όπως η τριετία αυτή ήταν συνεχής. Αρκεί να συμποσούτο η περιοδική αυτή υπηρεσία σε τρία χρόνια, πράγμα που συνέβαινε τόσο για το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και για τους αιτητές.
Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ πλανήθηκαν ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Αντίθετα είχαν ενώπιόν τους την πραγματική κατάσταση και η απόφασή τους ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Το δεύτερο μέρος του λόγου έφεσης έχει ως βάση ότι οι συστάσεις του Διευθυντή δεν είναι αιτιολογημένες και είναι αντιφατικές.
Ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Προέβηκε στη διάκριση του άρθρου 35 και του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Το άρθρο 35(4) απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις στην περίπτωση πλήρωσης θέσεων προαγωγής, εν αντιθέσει με το άρθρο 34(9) που απαιτεί απλές συστάσεις (όχι αιτιολογημένες) στην περίπτωση πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.
Οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και κατά συνέπεια εφαρμογή έχει το άρθρο 34(9) δυνάμει του οποίου δεν απαιτούνται αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή.
Είναι γεγονός ότι η σύσταση του Διευθυντή επιχειρεί να δώσει αιτιολογία της προτίμησής του προς τους συστηθέντες, αφού στην αρχή της σύστασης αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα τρία νομοθετημένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα.
Είναι νομολογημένο ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει την αιτιολογία που δόθηκε, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν απαιτείται από το Νόμο, και στην περίπτωση που αυτή πάσχει ανατρέπει την απόφαση (Βλέπε: Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ. 2) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713,
Republic v. Haris (1985) 3 CLR 196).Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πράγματι επελήφθη του θέματος και θεώρησε ότι "η σύσταση του Διευθυντή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και η αιτιολογία υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων.".
Ενώπιόν μας δεν έχει αναπτυχθεί από το δικηγόρο των εφεσειόντων η ισχυριζόμενη αντιφατικότητα της σύστασης του Διευθυντή. Δεν προβλήθηκε κανένας ισχυρισμός περί τούτου. Αντίθετα υπεστηρίχθη ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή και επιβεβαιώνουμε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σ΄ αυτό. Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία, όπως φαίνεται στους φακέλους, επιπλέον είχαν καλύτερη απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις όπως αξιολογήθηκαν και συνάμα είχαν και τη σύσταση του Διευθυντή.
Για τους λόγους αυτούς και το δεύτερο μέρος του λόγου έφεσης ως προς τις ενστάσεις του Διευθυντή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου των εφεσειόντων καλούμεθα όπως εξετάσουμε αυταπάγγελτα θέμα παρανομίας στην επίδικη απόφαση η οποία συνίσταται σε παράλειψη αιτιολόγησης της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις με βάση το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990.
Είναι καθιερωμένο νομολογιακά ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Η επανεξέταση όμως της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης γίνεται πάνω στα θέματα που ηγέρθηκαν πρωτόδικα στην προσφυγή και σε όση έκταση οι διάδικοι έχουν περιορίσει τους λόγους στην έφεση ή στην αντέφεση και σε θέματα δημόσιας τάξης που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυταπάγγελτα (Βλέπε:
Republic (Public Service Commission v. Lefkos Georgiades (1972) 3 CLR 594, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντελή Χατζηπαντελή, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 827, ημερομηνίας 25.4.1989, Κυριάκος Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429).Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο των εφεσειόντων πως το επίμαχο ζήτημα που εγείρει είναι δημόσιας τάξης. Εναπόκειτο στον ίδιο να θέσει τους ισχυρισμούς του αυτούς προς συζήτηση, περιλαμβάνοντας τους στους λόγους έφεσης, όπως ρητά αποφασίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1607, ημερομηνίας 14.4.1997.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ