ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 441
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1449
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.
Ανδρέας Αντωνίου, εκ Λευκωσίας
Εφεσείων
- ν. -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Εσωτερικών,
2. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών,
Εφεσιβλήτων
_______
23 Οκτωβρίου, 1997
Για τον εφεσείοντα : κ. Κ. Ταλαρίδης.
Για τον εφεσίβλητο αρ. 1 : κα Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα.
Για τους εφεσίβλητους αρ. 2 : κ. Α. Παναγιώτου.
_______
Πικής Π
.:Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει οΦρ. Νικολαΐδης, Δ.
_______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ
.: Στις 7.11.1988 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στο μητρώο κτηματομεσιτών. Το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (στο εξής "το Συμβούλιο"), που ιδρύθηκε με τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο του 1987, Ν.66/87 και είναι το αρμόδιο όργανο για την εξέταση αιτήσεων για την εγγραφή στο μητρώο κτηματομεσιτών, αφού επιλήφθηκε της αίτησης σε δύο συνεδριάσεις του, την απέρριψε επειδή διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν κατείχε τα προσόντα που προνοούνται από το άρθρο 6 για εγγραφή. Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση του Συμβουλίου με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, η οποία απορρίφθηκε. Ακολούθως ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο η οποία είχε την ίδια τύχη. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.Κατά την ακρόαση της έφεσης ο εφεσείων απέσυρε όλους τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι το άρθρο 6(1) του Ν.66/87 αντίκειται στα ΄Αρθρα 25 και 28 του Συντάγματος.
Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6(1) του Ν.66/87 προσόντα είναι ο αιτητής να είναι καλού χαρακτήρα και (α) να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, (β) να έχει αποφοιτήσει από σχολή μέσης εκπαίδευσης αναγνωρισμένης από το Υπουργείο Παιδείας, (γ) να μην έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, (δ) να μην έχει καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, (ε) να έχει επαρκείς γνώσεις περί τη κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία, αναγκαίες για την ορθή και υπεύθυνη άσκηση του επαγγέλματός του και (στ) να διαθέτει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία.
Το ίδιο άρθρο προνοεί ότι πρόσωπα που κατέχουν δίπλωμα ή πτυχίο αναγνωρισμένου πανεπιστημίου ή αναγνωρισμένου επαγγελματικού σώματος σε συναφή θέματα εξαιρούνται των διατάξεων των παραγρ. (β) και (στ). Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας τους και μπορούν να αποδείξουν ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου ασκούσαν κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη κατά την αμέσως προηγούμενη πενταετία, δεν είναι απαραίτητο όπως έχουν τα αναφερόμενα στις παραγρ. (β) και (ε) προσόντα.
Ο εφεσείων παραδέχεται ότι δεν διαθέτει δεκαετή πείρα και συνεπώς δεν διαθέτει τα απαιτούμενα από το άρθρο 6 του νόμου προσόντα, όμως ισχυρίζεται ότι η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6 του Ν.66/87, όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 160/88 και 216/88, αντίκειται στα ΄Αρθρα 25 και 28 του Συντάγματος, γιατί επιβάλλει αυθαίρετη διάκριση μεταξύ του εφεσείοντος που ασκούσε κτηματομεσιτικές εργασίες, όχι όμως ως κύριο επάγγελμα, και εκείνων που τις είχαν ως κύριο επάγγελμα. Με άλλα λόγια ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ως το κατά κύριο λόγο επάγγελμά του είναι διάκριση που αντίκειται στο Σύνταγμα γιατί η διαφοροποίηση δεν είναι εύλογη, αλλά συνιστά άνιση μεταχείριση και προστασία.
Περαιτέρω ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση που τίθεται με το άρθρο 6 για δεκαετή πείρα υπερκαλύπτεται από τον περιορισμό που τίθεται με την παραγρ. (ε), δηλαδή τις επαρκείς γνώσεις περί την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία. Ο περιορισμός της δεκαετούς πείρας παραβιάζει, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος.
Στον τόπο μας ισχύει η αρχή του τεκμηρίου της συνταγματικότητας. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός μέχρι να αποφασιστεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Καμιά νομοθετική πράξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. ΄Αλλη αρχή συνταγματικής ερμηνείας είναι ότι τα δικαστήρια απασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία της ή ακόμα και με τη συμφωνία της συγκεκριμένης νομοθεσίας με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. ΄Αλλη κεφαλαιώδης αρχή είναι ότι, αν είναι δυνατόν, τα δικαστήρια θα ερμηνεύουν το νόμο ούτως ώστε να τον φέρνουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
΄Ηδη από την υπόθεση
Argiris Mikrommatis and the Republic 2 R.S.C.C. 125, αποφασίστηκε ότι η έννοια "ίσοι ενώπιον του νόμου" του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά εξασφαλίζει εναντίον των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων, ενώ δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις που πρέπει να γίνονται λόγω της oυσιαστικής φύσης των πραγμάτων. Eπίσης η έννοια "άνευ διακρίσεως" της παραγρ. 2 του άρθρου 28 δεν αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις.Στην υπόθεση Republic v. Maria Christoudia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622, τονίστηκε ότι το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ισότητας, ενσωματώνει δε την αρχή της μη δυσμενούς διάκρισης. Δεν απαγορεύει όμως διακρίσεις στη μεταχείριση που θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον. Η αρχή της ισότητας του ΄Αρθρου 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση (Melis Kyriakides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Η ύπαρξη μιας τέτοιας αιτιολόγησης θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό του υπό εξέταση μέτρου, έχοντας πάντα κατά νου τις αρχές που συνήθως ισχύουν σε δημοκρατικές κοινωνίες. Το ΄Αρθρο 28 παραβιάζεται όταν αποδεικνύεται καθαρά ότι δεν υπάρχει εύλογη αναλογία μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί. Επισημαίνεται επίσης ότι μόνη η ισότητα στην αντιμετώπιση, χωρίς να λαμβάνεται υπ΄όψη η ανισότητα των πραγματικοτήτων, δεν συνιστά ούτε δικαιοσύνη, ούτε σεβασμό της συνταγματικής αρχής. ΄Οπου σκοποί, πρόσωπα ή καταστάσεις, ουσιαστικά ανόμοιες, τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης, τότε δυνατόν να δημιουργείται δυσμενής διάκριση.
Η αρχή της ισότητας αναγκαστικά είναι μια σχετική αρχή, η εφαρμογή της οποίας αναπόφευκτα εξαρτάται από τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο και βασίζεται στην ανάγκη ίσης μεταχείρισης εκείνων που ουσιαστικά βρίσκονται στην ίδια κατάσταση (
Panayiotis Christodoulou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1361).Η διάκριση μεταξύ πολιτικών μηχανικών από τη μια και αρχιτεκτόνων εξ επαγγέλματος από την άλλη, κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή ως αναγκαίος περιορισμός για το συμφέρον, μεταξύ άλλων, της δημόσιας ασφάλειας και του δημοσίου συμφέροντος (βλ.
Joseph Hadjloukas v. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666).Το ΄Αρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον, φέρουν δε ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο αν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και ΄Αλλου
(1987) 1 C.L.R. 252). Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι το ΄Αρθρο 28 συναρτά την ισότητα με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων και καταστάσεων, σε αντίθεση με τη φαινομενική ή αριθμητική εξίσωσή τους. Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι πολύ ευρεία (βλέπε μεταξύ άλλων Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935, ημερ. 30.9.1997 και Ανδρέας Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή το άρθρο 6 του Ν.66/87 και τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος. Η συγκεκριμένη πρόνοια δεν παραβιάζει καθ΄οιονδήποτε τρόπο ούτε το ΄Αρθρο 25, ούτε το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος. Δεν συμφωνούμε ότι η ανάγκη για δεκαετή πείρα υπερκαλύπτεται από τη γνώση στην πολεοδομική νομοθεσία. Συνεπώς ο περιορισμός που τίθεται με τη σχετική πρόνοια, δεν είναι μεμπτός ούτε αντίκειται στις συνταγματικές πρόνοιες για προστασία του δικαιώματος άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που προστατεύει το ΄Αρθρο 25. ΄Ομως ακόμα κι΄ αν η γνώση της νομοθεσίας εκάλυπτε την πείρα, δεν θα ήταν αρκετό για να καταστεί αντισυνταγματική η σχετική πρόνοια. Νομοθετική πρόνοια για να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το ΄Αρθρο 25 θα πρέπει να περιορίζει ουσιαστικά και αυθαίρετα το δικαίωμα άσκησης κάποιου επαγγέλματος. Διερωτώμαστε με ποιό τρόπο, ακόμα κι΄ αν ήταν έτσι, η απλή επανάληψη μιας προϋπόθεσης θα συνιστούσε παράνομο περιορισμό.
Η πείρα σε κτηματομεσιτικές εργασίες και η επάρκεια γνώσεων γύρω από την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία είναι δύο ξεχωριστές και ιδιαίτερες προϋποθέσεις. Μπορεί να έχουν κάποια σχέση, αφού κάποιος που διαθέτει δεκαετή πείρα πιθανόν να έχει αποκτήσει και κάποιες γνώσεις της σχετικής νομοθεσίας, όμως οι δύο προϋποθέσεις δεν ταυτίζονται. Εξ άλλου τονίζεται η ανάγκη για επάρκεια γνώσεων και όχι απλή γνώση της νομοθεσίας. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Δεν μπορεί, με οποιοδήποτε μέτρο, να γίνει δεκτό ότι η μια προϋπόθεση καλύπτει την άλλη.
Ο Ν.66/87 προβλέπει ότι πρόσωπα που ασκούσαν τις κτηματομεσιτικές εργασίες ως κύριο τους επάγγελμα για περίοδο πέντε χρόνων πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου, μπορούσαν, έστω κι΄ αν δεν διέθεταν κάποια από τα προσόντα του άρθρου 6, να αποκτήσουν άδεια άσκησης του επαγγέλματος. Η επιφύλαξη αυτή ουσιαστικά συνιστά μεταβατική διάταξη και σκοπό είχε να δώσει την ευκαιρία σε πρόσωπα που ασκούσαν ως
κύριο επάγγελμα τις κτηματομεσιτικές εργασίες, να αποκτήσουν τη σχετική άδεια, έστω κι΄ αν δεν κατείχαν τα απαιτούμενα από το νόμο πλέον προσόντα.Βρίσκουμε ότι η διαφοροποίηση που γίνεται από το νόμο είναι καθ΄όλα εύλογη και δικαιολογημένη και καθόλου αυθαίρετη. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των ασκούντων το επάγγελμα του κτηματομεσίτη για πέντε χρόνια πριν από το νόμο ως κύριο τους επάγγελμα και των προσώπων που το ασκούσαν περιστασιακά, είναι αυθαίρετη. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Ο νομοθέτης με την επιφύλαξη του άρθρου 6 ήθελε να κατοχυρώσει και ουσιαστικά προστατεύσει μια τάξη προσώπων που προηγουμένως ασκούσαν το επάγγελμα. Οι δύο κατηγορίες, αυτών που είχαν τις κτηματομεσιτικές εργασίες ως το κύριο τους επάγγελμα και εκείνων
που το ασκούσαν περιστασιακά δεν είναι συγκρίσιμες. Βρίσκουμε τη διαφοροποίηση εύλογη, δικαιολογημένη και καθόλου αυθαίρετη. H διαφοροποίηση που γίνεται με τον υπό εξέταση νόμο είναι εύλογη και έγινε για το δημόσιο συμφέρον, με σκοπό τη ρύθμιση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη με τον καθορισμό των προσόντων που απαιτούνται για εγγραφή στο μητρώο κτηματομεσιτών.Η διάκριση που γίνεται από συγκεκριμένο νομοθέτημα για να κριθεί αντίθετη με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος θα πρέπει να δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση που να βασίζεται σε φανταστική διαφοροποίηση. Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η διάκριση που τίθεται εμφανίζεται εύλογη και έγινε για το σκοπό της διευθέτησης των προσόντων που απαιτούνται για την απόκτηση άδειας κτηματομεσίτη (
Yiannakis Shistris v. Cyprus Tourism Organization (1983) 2 C.L.R. 72).΄Οσον αφορά το ειδικότερο θέμα της εξουσίας της πολιτείας να ρυθμίζει το δικαίωμα άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος ή επιτηδεύματος ή επιχείρησης έχει αποφασιστεί ότι η εξουσία επιβολής εύλογων όρων ή περιορισμών του δικαιώματος αυτού περιλαμβάνει και τον αποκλεισμό των προσώπων που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τους όρους αυτούς
(The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).Εν όψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η διάταξη του άρθρου 6 του νόμου δεν είναι αντισυνταγματική και δεν αντιβαίνει στις πρόνοιες των ΄Αρθρων 25 ή 28 του Συντάγματος και συνεπώς η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος τόσο κατ΄ έφεση όσο και κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ