ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1827
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Χλόης Ιωάννου, Αγ. Δομέτιος, Λευκωσία
Εφεσείουσας-Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Υπουργού Υγείας και/ή μέσω
του Εφόρου για Συμβούλιο Κλινικών Εργαστηρίων
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
15 Σεπτεμβρίου 1997
Για την εφεσείουσα: κ. Δ. Παυλίδης με κ. Κ. Ευσταθίου.
Για τους εφεσίβλητους: κ. Α. Χριστοφόρου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Κλινικών Εργαστηρίων, εφεσίβλητων, που κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 10.12.90, με την οποία οι εφεσίβλητοι δεν ενέκριναν αίτηση της για έκδοση άδειας λειτουργίας κλινικού εργαστηρίου υπό τη διεύθυνση της.
Η εφεσείουσα είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Universite De Sciences Et Techniques De Lille της Γαλλίας. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε από τις 19 Μαΐου 1986 στο Κλινικό Εργαστήριο του Δρ. Μάϊκ Τύμβιου, Bsc(Lon) PhD(Lon), στη Λευκωσία, τη βεβαίωση του οποίου, ημερομηνίας 17 Νοεμβρίου 1989, επεσύναψε στην αίτηση που υπέβαλε στις 10 Σεπτεμβρίου 1990 για εγγραφή Κλινικού Εργαστηρίου στο Συμβούλιο Κλινικών Εργαστηρίων. Επεσύναψε επίσης πιστοποίηση από τον Καθηγητή Αιματολογίας και Υπεύθυνο της Υπηρεσίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομειακού Κέντρου της Τουρ στη Γαλλία ότι η αιτήτρια παρακολούθησε με επιτυχία τα μαθήματα κατάρτισης στην Αιματολογία πάνω στο σύνολο των τεχνικών του Εργαστηρίου Αιματολογίας κλπ. Τα μαθήματα έλαβαν χώρα από την 1 Φεβρουαρίου μέχρι 31 Μαρτίου 1990. Με αυτό πιστοποιείται ότι η αιτήτρια είναι ικανή να κάνει όλες τις τρέχουσες εξετάσεις του Εργαστηρίου Αιματολογίας.
Στην πιο πάνω αίτηση της αιτήτριας, το Συμβούλιο απάντησε με επιστολή του 10 Δεκεμβρίου 1990, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται ότι το Συμβούλιο Κλινικών Εργαστηρίων αποφάσισε, αφού μελέτησε με προσοχή την αίτηση της, "να μην την εγκρίνει, ενόψει του ότι δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 7 του νόμου ειδικά προσόντα".
Το άρθρο 7(1) του Νόμου προβλέπει:
"7.-(1) Παν Κλινικόν Εργαστήριον διευθύνεται υπό Διευθυντού όστις δέον όπως ικανοποιή το Συμβούλιον ότι:
(α) ........................... .................................................. ................
(β) ........................... .................................................. .................
(γ) ........................... .................................................... ................
(δ) ........................... .................................................. ..................
(ε) ........................... .................................................. ..................
(στ) έχει τετραετή υπηρεσίαν εις ανεγνωρισμένον κατά την κρίσιν του Συμβουλίου δια τον σκοπόν αυτόν Κλινικόν Εργαστήριον μετά την επιτυχίαν εις επισήμους εξετάσεις οιουδήποτε αρμοδίου σώματος, ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών, ή
(ζ) ........................... .
............................... ....................................(η) ........................... .................................................. ..................
Νοείται ότι πας όστις κατά την ημερομηνίαν δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας ενήργει καλή τη πίστει και προσωπικώς ως Διευθυντής Κλινικού Εργαστηρίου θα δύναται, ανεξαρτήτως των άλλων προνοιών του παρόντος Νόμου, να διευθύνη κλινικόν εργαστήριον, νοουμένου ότι θα ικανοποιήση τους υπό του Συμβουλίου τεθησομένους επί σκοπώ διασφαλίσεως ευλόγως αποδεκτού επιπέδου εργασίας όρους εντός καθορισθησομένης υπ΄αυτού προθεσμίας."
Οι Κανονισμοί που προνοούνται στο Νόμο δεν εκδόθηκαν.
Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, είναι ότι η εφεσείουσα έπρεπε να θεωρηθεί προσοντούχος και καθ΄όλα ικανή για άδεια λειτουργίας κλινικού εργαστηρίου, ενόψει της υπηρεσίας της σε αναγνωρισμένο για τους σκοπούς του εδαφίου (στ) του άρθρου 7(1) του Νόμου εργαστηρίου, και ότι θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί η παράγραφος αυτή. Δηλαδή να θεωρηθεί ότι το εργαστήριο του κ. Τύμβιου ήταν αναγνωρισμένο, παρόλο που αυτό δεν αναγνωρίστηκε λόγω της μη έκδοσης των Κανονισμών.
Ο κ. Ευσταθίου επίσης, αναφέρθηκε σε ολιγοπώλιο κλινικών εργαστηρίων λόγω της μη αναγνώρισης οποιουδήποτε εργαστηρίου ελλείψει Κανονισμών, σε δυσμενή διάκριση που προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας και της καλής πίστης και σε παραβίαση του άρθρου 25 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος και κατάληξε ότι η διοίκηση με βάση το Ν. 132/88, ήταν υπόχρεη να εκδώσει κανονισμούς και να προκαλέσει εξετάσεις για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας γιατί θεώρησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εδικαιολογείτο από το γεγονός ότι το εργαστήριο του κ. Τύμβιου δεν έχει αναγνωρισθεί κάτω από τη σχετική διάταξη του Νόμου. Το γεγονός δε ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν αναγνωρίσει κανένα από τα κλινικά εργαστήρια τα υφιστάμενα στην Κύπρο, ούτε και εκείνα που λειτουργούν στα νοσοκομεία και δεδομένου ότι και τα μέλη του Συμβουλίου είναι όλοι Διευθυντές Κλινικών Εργαστηρίων και αναγνωρίζονται ως τέτοιοι δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 7(1) του Νόμου, δεν αλλοιώνει την κατάσταση στην υπό εξέταση υπόθεση και δεν μπορεί να λεχθεί ότι προσβάλλει την αρχή της χρηστής Διοίκησης, την αρχή της αμεροληψίας και ότι δημιουργεί μια κατάσταση ολιγοπωλίου προς όφελος των μελών του Συμβουλίου.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Πέραν τούτου, επιθυμούμε να προσθέσουμε πως το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 ΑΑΔ 553, είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το θέμα, αν μπορεί να υποχρεωθεί η Διοίκηση στην έκδοση κανονιστικής πράξης προβλεπομένης από το Νόμο.
Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσίβλητοι ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Στις 29.12.89 υπέβαλαν δήλωση εισοδήματος για το έτος 1988. Στις 30.3.90 ο Έφορος τους απέστειλε αρχική φορολογία για το έτος 1988 στην οποία το υπόλοιπο του οφειλομένου φόρου προσδιοριζόταν σε ΛΚ6.655,83. Στις 1
1.4.90, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση για το λόγο ότι δεν έγινε συμψηφισμός των ζημιών εταιρειών που ανήκουν στο ίδιο συγκρότημα με αυτούς. Η ένσταση απορρίφθηκε από τον Έφορο. Ο λόγος της απόρριψης ήταν η μη έγκριση των Κανονισμών για καθορισμό των προϋποθέσεων και όρων για συμψηφισμό των ζημιών εταιρειών που ανήκουν στο ίδιο συγκρότημα, σύμφωνα με το εδάφιο 5 του άρθρου 15 του Νόμου.Το εδάφιο 5 του άρθρου 15 του Νόμου προβλέπει τα εξής:
"(5) Υπό τοιαύτας προϋποθέσεις και καθ΄ην διαδικασίαν ήθελον καθορισθή δια Κανονισμών εκδοθησομένων μέχρι την 31ην Ιανουαρίου 1989 δυνάμει του παρόντος Νόμου, εις περιπτώσεις ιθυνούσης και εξηρτημένων αυτής εταιρειών, ως αύται ήθελον καθορισθή, δύναται να γίνη αποδεκτός ο συμψηφισμός ζημιών οιασδήποτε ή οιωνδήποτε εκ τούτων εταιρείας ή εταιρειών μετά του φορολογητέου εισοδήματος του αυτού έτους ετέρας ή ετέρων εκ τούτων εταιρείας ή εταιρειών."
Το Δικαστήριο στην απόφαση του, ανάφερε τα ακόλουθα στις σελ. 557 και 558:
"Εξετάσαμε με πολλή προσοχή το εδάφιο (5). Δε δημιουργεί δικαίωμα. Δεν καθορίζονται οι προϋποθέσεις, δεν καθορίζονται οι ιθύνουσες και οι εξαρτημένες εταιρείες οι οποίες θα είχαν την ωφέλεια της έκπτωσης, ούτε καθορίζεται η διαδικασία.
Η κανονιστική πράξη είναι νομοθεσία με εξουσιοδότηση, η οποία θέτει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου και είναι σύνηθες φαινόμενο στον τρόπο της νομοθεσίας.
Κατά κανόνα η διοίκηση δεν υποχρεούται να κάμει χρήση της εξουσιοδότησης."
Ακολούθως αναφέρθηκε σε αυθεντίες που δεν κρίνουμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε και καταλήγει στη σελ. 560 ως εξής:
"Συνοψίζοντας, το Άρθρο 15(5) δε δημιουργεί συγκεκριμένο δικαίωμα στους εφεσίβλητους. Ο νομοθέτης άφησε ουσιώδη στοιχεία να ρυθμιστούν με δευτερογενή νομοθεσία.
Η χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο Νόμος βρίσκεται στην ευχέρεια της Διοίκησης. Η σχετική νομοθετική πρόνοια δεν είναι επικρατέστερη από την ελευθερία της Διοίκησης για έκδοση της κανονιστικής πράξης. Δεν συντρέχουν εξαιρετικές προϋποθέσεις."
Υιοθετούμε την υπόθεση Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (ανωτέρω), και επαναλαμβάνουμε τα ίδια και στην παρούσα υπόθεση, όπου η χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο Νόμος, βρίσκεται και στην περίπτωση αυτή στην ευχέρεια της διοίκησης. Η σχετική πρόνοια του εδαφίου (στ) δεν είναι επικρατέστερη από την ελευθερία της διοίκησης για έκδοση της κανονιστικής πράξης και δεν συντρέχουν εξαιρετικές προϋποθέσεις.
Κατά συνέπεια, οι εισηγήσεις του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Πρωτοδίκως έγινε αναφορά και σε εξήγηση που δόθηκε αναφορικά με τη μη έκδοση Κανονισμών. Ενώπιον μας δε, κατά την ακρόαση, συζητήθηκε η δυνατότητα πρόσδοσης σημασίας σε αυτά, αφού μάλιστα δεν αιτιολογήθηκε με τέτοιο τρόπο η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν δικαιολογείται να μας απασχολήσει αυτή η πτυχή. Η πρωτόδικη απόφαση επικύρωσε ως νόμιμη την αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση και δεν υπάρχει λάθος σε αυτό. Δεν αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης η εξήγηση που είχε δοθεί και,
πάντως, ούτε και λόγος έφεσης διατυπώθηκε σε σχέση με τέτοιο θέμα.Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π