ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 3 ΑΑΔ 204

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1531

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Μ. ΠΙΚΗ, Π., Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ,

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ. Δ.

 

Σωκράτης Σωκράτους

Εφεσείων

- ν. -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Εφεσιβλήτων

____________

30 Μαΐου, 1997

Για τον εφεσείοντα: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Τ. Πολυχρονίδου (κα), Δικηγόρος

της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο.

___________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την 1.9.1989 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η προκήρυξη της πλήρωσης της κενής μόνιμης θέσης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων, που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Υποβλήθηκαν συνολικά 39 αιτήσεις μεταξύ των οποίων του αιτητή-εφεσείοντος και του ενδιαφερόμενου μέρους. Μετά από σχετική διαδικασία ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της τμηματικής επιτροπής, με επιστολή ημερ. 25.4.1990, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή"), την έκθεση της τμηματικής επιτροπής με την οποία συστήνονταν προς επιλογή για διορισμό με αλφαβητική σειρά τέσσερις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλ΄ όχι όμως και ο αιτητής. Η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε συνέντευξη τους συστηθέντες υποψήφιους, αλλά στη συνέχεια, ύστερα από σχετικά διαβήματα του δικηγόρου του αιτητή και αφού ζητήθηκαν οι απόψεις του πρώην Διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων της Βουλής, αποφάσισε, αφού εξέτασε το θέμα σε δύο συνεδρίες, στις 9.10.1990 και 19.10.1990, να καλέσει σε συνέντευξη και τον αιτητή. Στη συνεδρία της ημερ. 19.10.1990 η Επιτροπή έλαβε γνώση επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερ. 16.5.1990, με την οποία διαβιβάστηκε αντίγραφο επιστολής του Προέδρου της Βουλής στον ίδιο ημερ. 11.5.1990, που αφορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. Μετά τις συνεντεύξεις των υποψηφίων η Επιτροπή στη συνεδρίαση της ημερ. 12.11.1990 αποφάσισε να προσφέρει στο ενδιαφερόμενο μέρος διορισμό στη θέση.

Η απόφαση της Επιτροπής προσβλήθηκε με προσφυγή για διάφορους λόγους και το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφασή του στις 14.2.1992 απέρριψε τόσο την προσφυγή του εφεσείοντος, όσο και παρόμοια προσφυγή άλλου προσώπου. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται είναι πολλοί. Προβάλλεται κατ΄ αρχήν ο ισχυρισμός ότι, άνκαι η επιστολή του Προέδρου της Βουλής συνιστά επέμβαση πολιτικού παράγοντα, το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Σύνταγμα και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η παράνομη ανάμειξη και ο επηρεασμός που άσκησε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής στην Επιτροπή για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Για πληρέστερη κατανόηση των γεγονότων θα πρέπει να γίνει αναφορά στο σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίασης της Επιτροπής ημερ. 19.10.1990:

" Η Επιτροπή έλαβε επίσης γνώση επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος επισύναψε αντίγραφο επιστολής του Προέδρου της Βουλής προς αυτόν σε σχέση με την απόδοση στην εργασία ενός υποψήφιου, ο οποίος υπηρετεί ως έκτακτος.

Η Επιτροπή προσέγγισε το θέμα υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας με ημερομηνία 22.5.84 για "μη ανάμιξη της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα διορισμών και προαγωγών", σημειώνοντας, ωστόσο, ότι στην προκείμενη περίπτωση ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και ότι εν πάση περιπτώσει η αναφορά του αφορούσε στην αξιολόγηση της εργασίας έκτακτου υπαλλήλου, ο οποίος είχε προσληφθεί για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Γραφείο του Προέδρου της Βουλής με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987."

Η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, διάκριση που πηγάζει από σειρά συνταγματικών διατάξεων που διαχωρίζουν το λειτουργικό πεδίο των φορέων της πολιτικής εξουσίας από εκείνο της διοικητικής λειτουργίας αναγνωρίστηκε από τη νομολογία επανειλημμένα. Η διάκριση σκιαγραφείται στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη, Α.Ε. 2137, ημερ. 21.5.1996. Στην απόφαση αυτή γίνεται αναφορά τόσο στις διατάξεις των ΄Αρθρων 179.2 και 146.1 του Συντάγματος που αντανακλούν τη διάκριση, όσο και στη φιλοσοφία και αναγκαιότητα της διάκρισης. Αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας. ΄Ηδη από πολύ παλιά (στην υπόθεση Charilaos Frangoulides (No.2) ν. The Republic (1966) 3 C.L.R. 676), σημειώθηκε ότι η διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων υπουργού και ανώτερων λειτουργών της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι τόσο σαφής, ώστε να μη χρειάζεται επεξήγηση. Στην ίδια απόφαση η αναγκαιότητα να κρατηθεί η δικαιοδοσία της Επιτροπής για διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις κλπ, εκτός της επήρρειας της πολιτικής στην οποία ανήκουν οι Υπουργοί, κρίθηκε σημαντική.

Ο διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διοίκησης, διαχωρισμός που απαντάται θεσμικά σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης της χώρας και ο οποίος θεσμοθετείται από το Σύνταγμα μας επισημάνθηκε και στην υπόθεση Παύλος Παύλου και ΄Αλλος ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και ΄Αλλου (1987) 1 C.L.R. 252. To Σύνταγμα απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του κράτους (βλ. Charilaos Frangoulides (No.2) ν. The Republic, ανωτέρω και Ρ.Ι.Κ. και ΄Αλλοι ν. Χρίστου Καραγιώργη και ΄Αλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, 179). Βέβαια η διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοίκησης, άνκαι θεωρείται ότι αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη με τέτοιο περιεχόμενο (βλέπε απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δημήτρη Κωνσταντινίδη, ανωτέρω). Σκοπός της πρόνοιας για τη δημιουργία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ενός ανεξάρτητου οργάνου υπεύθυνου για τις προαγωγές, διορισμούς, μεταθέσεις, πειθαρχική εξουσία κλπ των δημοσίων υπαλλήλων, είναι ακριβώς η ανάγκη εξασφάλισης της ανεπηρέαστης διοικητικής λειτουργίας μακριά από πολιτικές επιρροές και σκοπιμότητες. Η ανάγκη για τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία της Επιτροπής από τα πολιτικά όργανα της κυβέρνησης τονίστηκε και στην υπόθεση Τhe Cyprus Tourism Organization v. Agni Hadjidemetriou (1987) 3 C.L.R. 780, 785.

Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι η Επιτροπή προσήγγισε το θέμα σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη αναφορά του Προέδρου της Βουλής συνιστούσε αξιολόγηση της εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου που είχε προσληφθεί για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής. Κατ΄ αρχή θα πρέπει να πούμε ότι ο χαρακτηρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ως εκτάκτου υπαλλήλου δεν είναι ορθός. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν έκτακτος υπάλληλος. ΄Ηταν ένας από τους δύο υπαλλήλους που ο Πρόεδρος της Βουλής προσέλαβε, όπως είχε δικαίωμα με βάση τον Προϋπολογισμό του 1987, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο γραφείο του, για περίοδο που δεν θα υπερέβαινε τη δική του θητεία. 'Oμως ο χαρακτηρισμός της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους είναι επουσιώδης. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η επιστολή του Προέδρου της Βουλής χαρακτηρίστηκε ως αξιολόγηση της εργασίας υπάλληλου. Η σημασία του χαρακτηρισμού επισημάνθηκε προφανώς και από την ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων που προσπάθησε να διασκεδάσει την όλη εντύπωση ισχυριζόμενη ότι η επιστολή δεν αποτελεί αξιολόγηση. ΄Ομως εκείνο που παραμένει είναι ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν θεωρείται αξιολογών λειτουργός και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιολογήσει οποιονδήποτε υπάλληλο, έστω κι' αν αυτός ήταν απεσπασμένος στο γραφείο του για ειδικά καθήκοντα. Το παράνομο της αξιολόγησης από πρόσωπα άλλα από τα προνοούμενα από τη σχετική νομοθεσία επισημαίνεται όχι μόνο στην υπόθεση Frangoulides, ανωτέρω, αλλά και στη σχετική εγκύκλιο του Διευθυντή Τμήματος Προσωπικού ημερ. 26.3.1979. Στην υπόθεση Frangoulides ακριβώς κρίθηκε ότι η σύνταξη εμπιστευτικής έκθεσης υπάλληλου από τον αρμόδιο υπουργό συνιστούσε αξιολόγηση από αναρμόδιο πρόσωπο. Ως αποτέλεσμα η αξιολόγηση θεωρήθηκε παράνομη και η παρανομία αυτή οδήγησε τελικά την πράξη σε ακυρότητα. Ο λόγος αυτός από μόνος του, δηλαδή το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη της στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της από αναρμόδιο πρόσωπο, οδηγεί τη ληφθείσα απόφαση σε ακύρωση.

Το κύριο όμως θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο η επιστολή του Προέδρου της Βουλής συνιστά παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τους σκοπούς διάκρισης της πολιτικής εξουσίας και της διοικητικής λειτουργίας η θέση του Προέδρου της Βουλής συνιστά πολιτικό αξίωμα, αφού η έννοια του πολιτικού αξιώματος δεν εξαντλείται μόνο στα αξιώματα της εκτελεστικής εξουσίας. Θα πρέπει από την αρχή να διαχωρήσουμε ότι όταν αναφερόμαστε σε παρέμβαση δεν σημαίνει ότι θεωρούμε ότι ο Πρόεδρος της Βουλής είχε πρόθεση να παρέμβει και επηρεάσει το έργο της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος της Βουλής απέστειλε προς το Γενικό Διευθυντή της Βουλής τις εκτιμήσεις του αναφορικά με τις ικανότητες του συγκεκριμένου υπάλληλου, χωρίς να εισηγηθεί τη διαβίβαση των εκτιμήσεών του προς την Επιτροπή. Η παρέμβαση έχει ουσιαστικά υλοποιηθεί με την πράξη του Γενικού Διευθυντή της Βουλής να θέσει τη συγκεκριμένη επιστολή ενώπιον της Επιτροπής.

Η συγκεκριμένη επιστολή αναμφίβολα λήφθηκε υπ΄ όψη από την Επιτροπή κι΄ αυτό φαίνεται από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο σχετικό πρακτικό. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι προσήγγισε το όλο θέμα υπό το φως της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 22.5.1984 για μη ανάμειξη της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα διορισμών και προαγωγών, σημειώνοντας ωστόσο ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Πρόεδρος της Βουλής από τη μια δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αναφορά αφορούσε την αξιολόγηση της εργασίας εκτάκτου υπαλλήλου. Η χρήση της λέξης "ωστόσο" που την ερμηνεύουμε ότι σημαίνει "παρά ταύτα, παρ΄όλα αυτά, μολοντούτο, ουκ ήττον"(* ) υποδεικνύει ακριβώς το γεγονός ότι η Επιτροπή, παρά τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, έλαβε υπ΄ όψη το περιεχόμενο της συγκεκριμένης επιστολής, την οποία όμως δεν θεώρησε ως παρέμβαση αφού "ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα" και αφού "η αναφορά του αφορούσε στην αξιολόγηση της εργασίας υπαλλήλου". Θεωρούμε ότι το γεγονός της μη αναφοράς στο κείμενο της τελικής απόφασης της Επιτροπής για διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους της επιστολής του Προέδρου της Βουλής ως ενός των στοιχείων που έλαβε υπ΄ όψη, δεν αποδεικνύει ότι η επιστολή αυτή δεν ελήφθη υπ΄ όψη. Επισημαίνουμε ότι η λέξη "προσέγγισε" που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή απέρριψε ή δεν έλαβε υπ΄ όψη, αλλά αντίθετα ότι την έλαβε υπ΄ όψη μέσα στα πλαίσια που εξηγεί η συνέχεια του πρακτικού. Η έννοια του σχετικού αποσπάσματος είναι ακριβώς ότι η Επιτροπή άνκαι είχε κατά νου τη σχετική γνωμοδότηση που απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας, παρά ταύτα αποφάσισε να τη λάβει υπ΄ όψη για τους λόγους που εκτίθενται. ΄Οτι δηλαδή ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε οποιοδήποτε διάβημα και ότι η αναφορά αφορούσε την αξιολόγηση εκτάκτου υπαλλήλου. Συζητήσαμε ήδη το θέμα της αξιολόγησης. Θεωρούμε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν προέβη ο ίδιος σε διάβημα προς την Επιτροπή δεν επηρεάζει την όλη κατάσταση. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της απόφασης της Επιτροπής. Αν οποιαδήποτε ενέργεια προσώπου με πολιτικό αξίωμα έχει ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό της Επιτροπής, η απόφαση πάσχει. Στο κάτω κάτω ουσιαστικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε παρέμβασης πολιτικού προσώπου είναι η πληροφόρηση των μελών της Επιτροπής περί της ύπαρξης και εκδήλωσης του ενδιαφέροντος του συγκεκριμένου πολιτικού για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Απόδειξη του ότι η συγκεκριμένη επιστολή επηρέασε την Επιτροπή στην απόφασή της συνιστά και το γεγονός ότι ένα από τα απαιτούμενα στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα είναι και "η ικανότης εις την μετά σαφηνείας και ταχύτητος σύνταξιν εγγράφων, αναφορών, μνημονίων, επιστολών, εκθέσεων, κ.λ.π." προσόν το οποίο σε κανένα άλλο από τα ενώπιόν της Επιτροπής στοιχεία αναφέρεται ότι κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, πλην της συγκεκριμένης επιστολής του Προέδρου της Βουλής. Εξ άλλου ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής, η σύσταση του οποίου ελήφθη υπ΄ όψη, παραδέκτηκε στην Επιτροπή ότι με το ενδιαφερόμενο μέρος έμμεση μόνο επαφή είχε.

Η επιστολή του Προέδρου της Βουλής η οποία απευθυνόταν προς το Γενικό Διευθυντή της Βουλής και όχι στην ίδια την Επιτροπή, δεν αποτελούσε παρέμβαση στο έργο της Επιτροπής, μέχρις ότου τέθηκε από το Γενικό Διευθυντή ενώπιον των μελών της. Η ορθή τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει ο Γενικός Διευθυντής θα ήταν, αν ήθελε, να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της επιστολής για να σχηματίσει τη δική του γνώμη, την οποία στη συνέχεια θα είχε κάθε δικαίωμα να εκθέσει ενώπιον της Επιτροπής, χωρίς βέβαια οποιανδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής.

Ανακεφαλαιώνοντας καταλήγουμε ότι αν η επιστολή θεωρηθεί, όπως και θεωρήθηκε από την Επιτροπή, ως αξιολόγηση υπάλληλου, η απόφαση πάσχει γιατί βασίστηκε σε αξιολόγηση από αναρμόδιο όργανο. Αν δεν θεωρηθεί αξιολόγηση τότε συνιστά παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία, γεγονός που και πάλιν οδηγεί την απόφαση σε ακυρότητα.

Εν όψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι τόσο η πρωτόδικη απόφαση, όσο και η υπό εξέταση απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθούν. Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρούται. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο