ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 3 ΑΑΔ 15

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1491.

 

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΔΔ.

KANIKA HOTELS LTD., και άλλων,

Εφεσείο ντες-Αιτητές

-ν-

Συμβουλίου Αποχευτεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας,

Εφεσίβλητου-Καθ΄ ου η αίτηση.

- - -

 

Ημερομηνία: 17 Ιανουαρίου 1997.

Για τους εφεσείοντες: Π. Παύλου.

Για τον εφεσίβλητο: Ν. Ιωάννου (κα) εκ μέρους Γ. Αγαπίου.

- - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πικής, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Πικής, Π.: Οι εφεσείοντες 1 - 33 περιγράφονται στην προσφυγή ως «ιδιοκτήτες και/ή συνιδιοκτήτες και/ή διαχειριστές» ξενοδοχείων, οι εφεσείοντες 34 - 38, ως «ιδιοκτήτες και/ή διαχειριστές αδειούχων οργανωμένων διαμερισμάτων» και οι εφεσείοντες 39 ως «ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και αδειούχων οργανωμένων διαμερισμάτων». Τα ακίνητα τους ευρίσκονται στην περιοχή Λεμεσού-Αμαθούντας. Προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με διπλό αίτημα:

(α) Την ακύρωση των περί Αποχευτεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 99/91) γενικά, και ειδικά του Κανονισμού 32, και

(β) Την ακύρωση της πράξης ή απόφασης η οποία δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα 1, Κ.Δ.Π. 99/91, βάσει της οποίας επιβλήθηκαν στους αιτητές αποχετευτικά τέλη σε σχέση με τα ακίνητα τους (ξενοδοχεία και αδειούχα οργανωμένα διαμερίσματα), για το έτος 1991.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή απαράδεχτη. Έκρινε ότι το αντικείμενο της, ήταν πράξη νομοθετικού περιεχομένου μή υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του Άρθρου 146.

Στο πρώτο στάδιο της ακρόασης της έφεσης εξετάσαμε το παραδεχτό της προσφυγής. Αποφασίσαμε, (η ομόφωνη απόφαση δόθηκε από τον Αρτέμη Δ., στις 29.3.96), ότι το αντικείμενο της προσφυγής δεν περιορίζεται στη θεώρηση της εγκυρότητας των Κανονισμών, αλλά επεκτείνεται και στη φορολογία που επιβλήθηκε στους αιτητές βάσει των Κανονισμών, πράξη διοικητική υπαγόμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μόνο έμμεσα μπορεί να εξεταστεί η εγκυρότητα και συνταγματικότητα των Κανονισμών στην έκταση που αμφισβητείται η δικαιοδοτική βάση της υπό αναθεώρηση διοικητικής απόφασης. Στη συνέχεια εξετάσαμε, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, την ουσία της προσφυγής.

Οι αιτητές αμφισβητούν τη φορολογική απόφαση για δύο κυρίως λόγους: (α) Το έκνομο (ultra vires) των περί Αποχευτεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας Κανονισμών του 1991, και, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αυτοί δεν εκφεύγουν της νομοθετικής εξουσιοδότησης, (β) Την αντισυνταγματικότητα των Κανονισμών 32, 33, 34 στους οποίους εδράζεται η φορολογία, λόγω της αντίθεσης τους προς το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

Και τα δύο μέρη συμφωνούν ότι τα επιβληθέντα τέλη συνιστούν φορολογία. Διαφωνούν όμως ως προς το χαρακτήρα της. Η θέση των αιτητών είναι ότι πρόκειται περί φορολογίας ανταποδοτικού χαρακτήρα η οποία συσχετίζεται με τις υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται, οπόταν, δεν αφήνεται ευχέρεια για την επιβολή τέλους πριν τη σύνδεση με το αποχετευτικό σύστημα.

Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η φορολογία δεν ενέχει το χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους, αλλά φορολογικού μέτρου γενικού χαρακτήρα προς προαγωγή των σκοπών του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου, 1971 (Ν.1/71, όπως έχει τροποποιηθεί), που συνίσταται στην καθαριότητα της περιοχής, στην υγεία των κατοίκων και εξύψωση της ποιότητας της ζωής, της περιοχής που καλύπτεται από το αποχετευτικό σύστημα. Η επιβολή του προβλεπόμενου τέλους, υποστήριξαν, έχει όλα τα χαρακτηριστικά γενικού φορολογικού μέτρου ευρύτερης εμβέλειας, τα οποία εξειδικεύονται στην Constantinides v. E.A.C. (1982)3 C.L.R. 798.

Το συγκεκριμένο ζήτημα της φύσης της φορολογίας για τη δημιουργία και λειτουργία αποχετευτικού συστήματος είναι λυμένο από τη νομολογία, όπως υπέδειξαν οι καθ΄ ων η αίτηση, από την απόφαση της Ολομέλειας στη Loizou v. Sewage Board N'sia (1988)1 C.L.R. 122. Η διαπίστωση αυτή είναι ορθή. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη Loizou κατοπτρίζει τη θεώρηση του θέματος από το Δικαστήριο:

«Τhe rates in this case are plainly a tax. They are a compulsory exaction of money by a public authority for public purposes, enforceable by Law and is not a payment for services rendered.»

Συνεπώς, η θέση των εφεσειόντων ότι η εξουσιοδότηση η οποία παρέχεται από το άρθρο 30 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου, 1971 (Ν.1/71 όπως έχει τροποποιηθεί), για την επιβολή φορολογίας περιορίζεται σε τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα, είναι ανεδαφική. Το άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο παρέχει την εξουσία για την επιβολή του τέλους, όχι μόνο δεν συσχετίζει την εξουσία με την άμεση παροχή υπηρεσιών αποχέτευσης, αλλά ρητά την επεκτείνει και σε ιδιοκτήτες ή κατόχους ακινήτων, οι οποίοι προορίζονται να εξυπηρετηθούν ή να επωφεληθούν από την εγκατάσταση συστημάτων αποχέτευσης λυμάτων και ομβρίων υδάτων. Κατ΄ακολουθία, η επιβολή τέλους στους εφεσείοντες το 1991, μετά την έναρξη του έργου, αλλά πριν την ολοκλήρωση του συστήματος αποχέτευσης και της σύνδεσης των ακινήτων τους με το σύστημα, ήταν νομικά παραδεχτή στο πλαίσιο του Νόμου. Οι επίμαχοι Κανονισμοί του 1991, οι οποίοι εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Αποχευτεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας και οι οποίοι προβλέπουν την επιβολή τέλους πριν την ολοκλήρωση του έργου, ευρίσκονται εντός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου.

Η άλλη εισήγηση των αιτητών, που άπτεται της εγκυρότητας των Κανονισμών, αφορά το Παράρτημα 1. Είναι η εισήγηση τους ότι αυτό δεν αποτελεί μέρος των Κανονισμών, και ως εκ τούτου, η έκδοση του έγινε αντικανονικά, δηλαδή, χωρίς την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και της Βουλής. Προκύπτει από το κείμενο του Κανονισμού 33, όπως ορθά επεσήμαναν οι καθ΄ ων η αίτηση, ότι το Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των Κανονισμών. Όπως επισημάναμε στην απόφαση της 29ης Μαρτίου 1996, η παράγραφος 3 του Παραρτήματος διαχωρίζεται από το Κανονιστικό μέρος του. συνιστά, όπως έχουμε αποφασίσει, κοινοποίηση της επιβληθείσας φορολογίας.

Η διάκριση η οποία γίνεται στους Κανονισμούς μεταξύ ιδιοκτητών ξενοδοχείων και οργανωμένων διαμερισμάτων αφενός, και άλλων ακινήτων αφετέρου, έχει ως αφετηρία τις διατάξεις του άρθρου 30(β) του Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσία για τη διαφοροποίηση των τελών ανάλογα με τη φύση της ιδιοκτησίας. Επίμετρο της διάκρισης είναι οι εγγενείς διαφορές μεταξύ ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων αφενός, και άλλων μορφών ιδιοκτησίας, αφετέρου.

Σύμφωνα με τους αιτητές, η διάκριση η οποία γίνεται προσκρούει στην αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28(1) του Συντάγματος. Αντίθετη θέση εξέφρασαν οι καθ΄ ων η αίτηση. Η ύπαρξη ουσιαστικών διαφορών, μεταξύ των δύο κατηγοριών ακινήτων, ώστε να καθίσταται παραδεκτή η επιβολή διάφορου τέλους, αναγνωρίστηκε στη Philippa Estates Ltd., και άλλων, ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος Υπ. αρ. 85/93 κ.ά. - 22.1.1996. (Απόφαση Αρτεμίδη, Δ.). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφοροποίηση είναι όχι μόνο νομικά παραδεκτή, αλλά και δίκαιη ενόψει των εγγενών διαφορών μεταξύ των δύο κατηγοριών ιδιοκτησίας, σε σχέση με τη χρήση και ευεργετήματα από το αποχετευτικό σύστημα. Ο αριθμός των ενοίκων κατά τετραγωνικό μέτρο, ξενοδοχείων και τουριστικών καταλυμάτων είναι, σε σύγκριση με άλλα ακίνητα, πολύ μεγαλύτερος. ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η χρήση των αποχετευτικών εγκαταστάσεων.

Η τελευταία πτυχή των ενστάσεων των εφεσειόντων στη φορολογία αφορά την εξουσία για την επιβολή τέλους, όχι μόνο στους ιδιοκτήτες, αλλά και στους κατόχους των ακινήτων.

Πρώτο, δεν διατυπώνεται οποιοδήποτε παράπονο από τους εφεσείοντες, ως λόγος ακύρωσης της απόφασης, για το λόγο ότι είναι κάτοχοι και όχι ιδιοκτήτες. Στην προσφυγή, γίνεται αναφορά σ΄αυτούς χωρίς διάκριση, ως ιδιοκτήτες ή ως διαχειριστές ή/και κατόχους των ακινήτων. Σημειωτέον, σύμφωνα με τον Κανονισμό 36, τέλος επιβάλλεται στον κάτοχο ακινήτου μόνο, εφόσον δεν μπορεί να ανευρεθεί ο ιδιοκτήτης.

Δεύτερο, ο ίδιος ο νόμος συναρτά την εξουσία για την επιβολή της φορολογίας, με την ωφέλεια η οποία προκύπτει ή μπορεί να προκύψει από το αποχευτευτικό σύστημα Τα ευεργετήματα του αποχετευτικού συστήματος εκτείνονται και στους κατόχους των ακινήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. εξαιρουμένων των εξόδων τα οποία καλύπτονται από τη διαταγή η οποία περιέχεται στην απόφαση της 29ης Μαρτίου 1996.

Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο