ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Γεωργιάδου ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 4 ΑΑΔ 850
ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 408/2007, 28 Νοεμβρίου 2008
Αρχοντίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (1996) 4 ΑΑΔ 303
Παρέλλης Μιχάλης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1432
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 155/14, 17/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:C100
Ιωσήφ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1713
Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1009
Eυθυμίου Xριστάκης και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 992
Κεφάλα Σούζη, Κεντρικός Φορέας Ισότιμης ΚατανομήςΒαρών ν. (Αρ. 2) (2003) 3 ΑΑΔ 349
Πιλλά Κυριάκος Γ. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1048
Σπύρου Γιαλλουρίδη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθεση αρ. 906/95, 8 Ιανουαρίου, 1997
Σοφοκλή Ν. Σοφοκλέους ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 922/97., 14 Οκτωβρίου, 1998
Αμβροσίου Σταύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 613, ECLI:CY:AD:2015:C807
Αναστάσιου Γρηγορίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 229/99, 31 Ιουλίου 2000
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Kονιώτης Mενέλαος και Άλλος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1998) 4 ΑΑΔ 1071
Μακκουλή Ανδρούλα και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 782, ECLI:CY:AD:2017:C360
Γρηγορίου Αντώνης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 925
Xριστοφίδης Xριστόφορος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 121
Λουκά ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 2) (1996) 4 ΑΑΔ 1040
Παπαδόπουλος Hλίας και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1253
Μυτηλιναίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1641
Ευαγγέλου Ευάγγελος και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1739
Μυλωνάς ν. ΑΤΗΚ (1995) 4 ΑΑΔ 851
Χατζηχαραλάμπους Κλεόπας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 816
Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας ν. Mυροφόρας Aλεξάνδρου (1997) 3 ΑΑΔ 540
Σιαπιτής Χαράλαμπος ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 2228
Γρηγορίου Aναστάσιος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 4 ΑΑΔ 696
Θεοχαρίδης Χριστάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644
"Χ""Παναγή κ.ά." ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 3022
Τρύφωνος Χρίστος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 895
Ευαγόρα Βασιλείου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 796/98, 10 Μαρτίου, 2000
Παναγιωτάκης Γιάννος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 397, ECLI:CY:AD:2017:C136
Σ.Σωτηρίου ν. Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη, Αναθεωρητική έφεση αρ.2508, 15 Ιουνίου, 1998
Γιαλλουρίδης ν. ΚΟΤ (1997) 4 ΑΑΔ 12
Xριστοδουλίδης Iωάννης ν. Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας. (1995) 3 ΑΑΔ 158
Σωτηρίου Σ. και Άλλοι ν. Xαράλαμπου Kολοκοτρώνη και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 452
Γεώργιου Κωνσταντινίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 509/99, 6 Ιουνίου, 2000
Τηλεμάχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 3161
Παντζαρή Θέσπις ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 565
ΜΑΡΙΑ ΣΙΑΜΠΑΡΤΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , Υπόθεση Αρ. 417/2010, 4/10/2012
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υποθ. αρ.725/2008,
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χατζηβασιλείου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 1150
Xατζηνέστωρος Λέλλα και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 102
Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 744/98., 26 Μαΐου, 1999
Πάλας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 547
Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 4 ΑΑΔ 2600
Ευαγγέλου Ευάγγελος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1386/2007, 23 Δεκεμβρίου 2008
Πετρώνδας Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 507
(1993) 3 ΑΑΔ 153
28 Απριλίου, 1993
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
ν.
ΑΔΑΜΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1715,1723,1255,1261).
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Σχέδια υπηρεσίας — Ακαδημαϊκά προσόντα (Master Degree) που δεν καθορίζονταν ως απαραίτητα στα σχέδια υπηρεσίας — Ποιά η σημασία τους — Ποιός ο ουσιώδης χρόνος που ένας υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα για να θεωρείται νόμιμα υποψήφιος για θέση πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προαγωγές — Αξιολόγηση υποψηφίων — Εμπιστευτικές ή Υπηρεσιακές εκθέσεις — Ποιός ο σκοπός της αξιολόγησης — Αξιολόγηση λειτουργών με ψηλότερη θέση από άλλους λειτουργούς — Αρχές που εφαρμόζονται.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προαγωγές — Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας—Συνεντεύξεις υποψηφίων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προαγωγές —Σύσταση Προϊσταμένου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Επικύρωση προαγωγής υποψηφίου που κρίθηκε ως καλύτερος τόσον από τον Προϊστάμενο του Τμήματος όσον και την Επιτροπή, παρά την αρχαιότητα των ανθυποψηφίων του.
Λέξεις και Φράσεις — "Προσόν" — Στην έννοια του όρου δεν εμπίπτουν περιοριστικά οι τίτλοι σπουδών.
Οι αιτητές στις προσφυγές 861/88 και 884/88 (Α.Ε. 1715 και 1723) προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκου στην μόνιμη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού. Στις Α.Ε. 1715 και 1723, ο εφεσίβλητος - αιτητής στην προσφυγή 884/88 κατεχώρησε και αντέφεση για εξέταση από την Ολομέλεια όλων των ζητημάτων που ηγέρθηκαν αλλά δεν αποφασίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία.
Οι ίδιοι αιτητές στις προσφυγές 205/88 και 219/88 (Α.Ε. 1255 και 1261) προσβάλλουν επίσης άλλη απόφαση της Επιτροπής να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος Πανταζή στην ίδια θέση που καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Αναθεωρητικές Εφέσεις 1715 και 1723
Αναφορικά με τις πιο πάνω υποθέσεις η Επιτροπή είχε να επιλέξει ένα από τρεις υποψήφιους τους αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Επιτροπή αξιολόγησε τους δύο αιτητές - εφεσίβλητους ως σχεδόν πολύ καλό και καλό αντίστοιχα ενώ τον διορισθέντα Κυριάκου ως εξαίρετο. Αυτόν σύστησε και ο Πρώτος Κτηματολογικός Λειτουργός ως τον καταλληλότερο για διορισμό. Και οι τρεις λειτουργοί βαθμολογήθηκαν ως εξαίρετοι στις εμπιστευτικές εκθέσεις. To Master Degree το οποίο κατείχαν οι αιτητές - εφεσίβλητοι δεν καταλογιζόταν στα απαραίτητα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας ούτε αναφερόταν ως επιπρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα. Η Επιτροπή αποφάσισε να μην το λάβει υπόψη γιατί αποκτήθηκε από τους αιτητές μετά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων που απαιτούντο στα σχέδια υπηρεσίας και διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκου στην επίδικη θέση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής για πλάνη περί το δίκαιο αφού έκρινε ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα που δεν καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας ως απαραίτητα λαμβάνονται υπόψη για να προσθέσουν στην αξία του υποψηφίου η οποία εκτιμάται κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.
Άλλος πρωτόδικος Δικαστής στην εκδίκαση των προσφυγών 205/88 και 219/88 (Α.Ε. 1255 και 1261) προσέγγισε διαφορετικά το θέμα και συμφώνησε με την θέση της Επιτροπής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά από διεξοδική συζήτηση ενώπιόν της με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, εξέφρασε την άποψη ότι η ορθή νομικά θέση είναι αυτή που υιοθετήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή στις προσφυγές 861/88 και 884/ 88 (Α.Ε. 1715 και 1723) για τους εξής λόγους:
1. Για να είναι κάποιος νόμιμα υποψήφιος για θέση πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντα την πρώτη ουσιώδη ημερομηνία, που είναι η τελευταία ημερομηνία της περιόδου που ορίζεται στη δημοσίευση της κενής θέσης, κατά την οποία πρέπει να υποβληθούν οι αιτήσεις. Οποιαδήποτε άλλα προσόντα έχει ο υποψήφιος είτε αυτά είναι ακαδημαϊκά ή άλλα ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει ικανοτήτων του, προσμετρούν στην συνολική του αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων.
Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967, ο οποίος ισχύει στις κρινόμενες προσφυγές δεν περιέχει ειδική διάταξη για ρύθμιση του θέματος. Ειδικά ρητές πρόνοιες έχουν περιληφθεί τώρα στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (άρθρα 33(15) και 34(15)(α)), οι οποίες υιοθετούν πλήρως τις αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Στην έννοια του όρου "προσόν δεν εμπίπτουν περιοριστικά οι τίτλοι σπουδών αλλά και οι γενικές ιδιότητες που μετρούν στην αξιολόγηση όπως πνευματικές, σωματικές ή άλλες, ανάλογα με τη θέση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διεφώνησε όμως με την πρωτόδικη απόφαση για τους εξής λόγους:
1. Οι πρόνοιες του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 33/67, άρθρα 38 και 44 προβλέπουν πως υποψήφιοι για θέση πρώτου διορισμού ή προαγωγής πρέπει να κατέχουν τα προσόντα που καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας. Στην έννοια των προσόντων περιλαμβάνεται και το επίπεδο μόρφωσης και εκπαίδευσης όπως προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας. Στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου μετρά το σύνολο των προσόντων και η γενική αξία, όπου η θέση είναι προαγωγής και η αρχαιότητα. Τα ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας, λαμβάνονται γενικά υπόψη αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Στην παρούσα υπόθεση η απόδοση στις συνεντεύξεις του Κυριάκου κρίθηκε τόσο από την Επιτροπή όσο και τον Προϊστάμενο του Τμήματος ως η καλύτερη. Ο τελευταίος σύστησε επίσης για διορισμό τον Κυριάκου. Αυτή η προτίμηση συνάδει με τις εμπιστευτικές εκθέσεις στις οποίες ο διορισθείς βαθμολογήθηκε εξαίρετος όπως και οι δύο αιτητές - εφεσίβλητοι.
2. Επειδή η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και ταυτόχρονα ψηλά στην ιεραρχία οι συνεντεύξεις αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως αποτέλεσε η σύσταση του Κυριάκου από τον Διευθυντή και απόκλιση από τη σύσταση αυτή χρειάζεται επαρκή αιτιολογία.
4. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός του πρώτου αιτητή - εφεσίβλητου πως επειδή ένας λειτουργός υπηρετεί σε ψηλότερη θέση κρίνεται αυστηρότερα από κάποιο που είναι σε κατώτερη, για το λόγο ότι τα στοιχεία κρίσεως πηγάζουν από την επάρκεια του λειτουργού στην εκτέλεση των καθηκόντων του στη θέση που υπηρετεί.
Για τους πιο πάνω λόγους οι αναθεωρητικές εφέσεις 1715 και 1723 γίνονται αποδεκτές. Η αντέφεση απορρίπτεται.
Αναθεωρητικές Εφέσεις 1255 και 1261
Μετά την απόφαση στις Α.Ε. 1715 και 1723, το μόνο ζήτημα που είχε να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Πανταζή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις και αποφάνθηκε ότι:
Οι τρεις υποψήφιοι ήταν ίσοι στην αξία, ενώ οι εφεσείοντες υπερτερούσαν σε αρχαιότητα. Όμως ο προαχθείς κρίθηκε ως καλύτερος τόσο από τον Προϊστάμενο του Τμήματος όσο και την Επιτροπή με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της και που με κανένα τρόπο δεν αποδείκνυαν έκδηλη υπεροχή των εφεσειόντων, με την έννοια που έχει αποδοθεί στη φράση από την νομολογία μας.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1984) 3 ΑΛΛ. 577·
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας Απόφαση ημερ. 20.6.91.
Εφέσεις.
Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πογιατζής, Δ.) που δόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου, 1992 (Προσφ. αρ. 861/88 και 884/88) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των εφεσειόντων ημερομηνίας 2.9.88, να διορίσουν το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκου στη μόνιμη θέση ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού.
Π. Χ" Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για τους εφεσείοντες στην Α.Ε. 1715.
Κ. Ευσταθίου, για τον εφεσείοντα στην Α.Ε. 1723.
Αλ. Μαρκίδης, για τον εφεσίβλητο - αιτητή στην προσφυγή 861/88.
Χρ. Κινάνης, για τον εφεσίβλητο - αιτητή στην προσφυγή 884/88.
Αρ. Γεωργίου, για τον εφεσείοντα στην Α.Ε. 1255.
Χρ. Κινάνης, για τον εφεσείοντα στην Α.Ε. 1261.
Π. Χ'Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους εφεσίβλητους.
Α. Τιμόθη (κα) για Λ. Παπαφιλίππου, για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Cur. adv. vult.
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Τα δύο ζεύγη των αναθεωρητικών εφέσεων που σημειώνονται στον τίτλο με (Α) και (Β) συζητήθηκαν ξεχωριστά αλλά διαδοχικά. Το πιο σοβαρό νομικό ζήτημα που εγείρεται σ' αυτές είναι το ίδιο, γι' αυτό και θα εκδώσουμε κοινή απόφαση. Στις Α.Ε. 1715 και 1723 έχει καταχωριστεί και αντέφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου - αιτητή στην προσφυγή 884/88 Αριστείδου, με αίτημα την εξέταση από την Ολομέλεια όλων των ζητημάτων που ηγέρθηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία, και που ο συνάδελφος δεν αποφάσισε, γιατί με την ετυμηγορία του ακυρώνει την επίδικη απόφαση για το λόγο που προχωρούμε αμέσως να συζητήσουμε. Πρώτα όμως σε συντομία τα γεγονότα. Οι αιτητές στις προσφυγές 861/88 και 884/88 (Α.Ε. 1715 και 1723), Ανδρέου και Αριστείδου αντίστοιχα, προσβάλλουν την απόφαση της ΕΔΥ, που εδημοσιεύθη στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 2.9.88, να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκου στη μόνιμη θέση ανώτερου κτηματολογικού λειτουργού. Οι ίδιοι αιτητές στις προσφυγές 205/88 και 219/88 (Α.Ε.1255 και 1261) προσβάλλουν επίσης άλλην απόφαση της ΕΔΥ, που εδημοσιεύθη στις 26.2.88, να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος Πανταζή στην ίδια θέση, που καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η τελική κρίση όμως της Επιτροπής περιορίστηκε στους υποψήφιους που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.
Αναθεωρητικές Εφέσεις 1715 και 1723
Αναφορικά με τις πιο πάνω υποθέσεις η Τμηματική Επιτροπή σύστησε στην ΕΔΥ για τελική επιλογή και προαγωγή 3 υποψήφιους, τους αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθησαν συνεντεύξεις στην παρουσία του Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού ο οποίος και εξέφρασε τις απόψεις του, κρίνοντας πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε την καλύτερη απόδοση. Η ΕΔΥ αξιολόγησε τον Ανδρέου ως σχεδόν πολύ καλό, τον Αριστείδου πολύ καλό, ενώ τον διορισθέντα Κυριάκου εξαίρετο. Αυτόν σύστησε και ο Πρώτος Κτηματολογικός Λειτουργός ως τον καταλληλότερο για διορισμό. Για να συμπληρωθεί η εικόνα των στοιχείων αξιολόγησης των υποψηφίων σημειώνουμε πως και οι 3 βαθμολογούνται ως εξαίρετοι στις εμπιστευτικές εκθέσεις 1983-1987. Οι Αριστείδου και Ανδρέου όμως είναι κάτοχοι ενός Master's Degree σε θέματα συναφή με την επίδικη θέση. Το ακαδημαϊκό αυτό προσόν δεν καταλογίζεται στα απαραίτητα του σχεδίου υπηρεσίας ούτε αναφέρεται ως επιπρόσθετο ή πλεονέκτημα. Η ΕΔΥ αποφάσισε να μην το λάβει υπόψη γιατί αποκτήθηκε από τους αιτητές μετά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων, που απαιτούνται στο σχέδιο υπηρεσίας, που ήταν 10.5.86. Και τούτο, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην απόφασή της, μετά από γνωμάτευση της Γενικής Εισαγγελίας, που δεν είχε όμως κατατεθεί στο Δικαστήριο. Ο συνάδελφος που δίκασε πρωτόδικα τις προσφυγές, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία πάνω στο ειδικό αυτό ζήτημα, έκρινε πως η απόφαση της ΕΔΥ να μη λάβει υπόψη της το πιο πάνω αναφερόμενο ακαδημαϊκό προσόν ήταν νομικά εσφαλμένη. Γι' αυτό και ακύρωσε την επίδικη απόφαση θεωρώντας πως η ΕΔΥ επλανήθη περί το δίκαιο. Στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ο συνάδελφος αναφέρει πως σύμφωνα με τη νομολογία μας ακαδημαϊκά προσόντα που δεν καθορίζονται ως απαραίτητα στα σχέδια υπηρεσίας, ή θεωρούνται σ' αυτά ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται υπόψη για να προσθέσουν στο στοιχείο της αξίας κάποιου υποψήφιου, η οποία εκτιμάται και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.
Αντίθετη ήταν η προσέγγιση άλλου συνάδελφου, στην εκδίκαση των προσφυγών 205/88 και 219/88 (Α.Ε. 1255 και 1261), ο οποίος και συμφώνησε με τη θέση της ΕΔΥ πάνω στο ζήτημα. Το επίμαχο αυτό θέμα συζητήθηκε διεξοδικά ενώπιον μας με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία. Η γνώμη" μας είναι πως η ορθή νομικά θέση είναι αυτή που υιοθετεί ο πρωτόδικος δικαστής στις προσφυγές 861/88 και 884/88 (Α.Ε. 1715, 1723) για τους λόγους που εκθέτουμε αμέσως.
Είναι γνωστή η αρχή, που έχει υιοθετηθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 577, ότι η πρώτη ουσιώδης ημερομηνία κατά την οποία ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τα απαιτούμενα στα σχέδια υπηρεσίας προσόντα στην περίπτωση πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής, είναι η τελευταία ημερομηνία που ορίζεται στη δημοσίευση της θέσης κατά την οποία οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν. Εδώ είναι επιβεβλημένο να αναφέρουμε πως το ισχύον δίκαιο στις κρινόμενες προσφυγές ήταν ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1967, στον οποίο δεν υπήρχε ειδική διάταξη που να ρυθμίζει το ζήτημα. Ειδικά ρητές πρόνοιες έχουν περιληφθεί τώρα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, οι οποίες και υιοθετούν πλήρως τις αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Ιδέστε: άρθρα 33(15) και 34(15)(α). Επανερχόμαστε στην ουσία του νομικού σημείου. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα σύμφωνα με τα οποία κάποιος καθίσταται έγκυρος υποψήφιος για τη θέση. Δεν ισχύει όμως ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία των υποψηφίων, και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης. Αυτό εξάλλου γίνεται και στην πράξη, π.χ. στις συνεντεύξεις που γίνονται μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων και στις συστάσεις του διευθυντή, που αφορούν στην επαγγελματική επάρκεια των υποψηφίων που κρίνεται μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης. Πρέπει να επισημάνουμε επίσης πως στην έννοια "προσόν" δεν εμπίπτουν περιοριστικά οι τίτλοι σπουδών. Αυτή περικλείει τις γενικές ιδιότητες που μετρούν στην αξιολόγηση, όπως πνευματικές, σωματικές ή άλλες, ανάλογα βέβαια με τη θέση. Δυνατό κάποια παρεξήγηση να έχει προκύψει, και αναφερόμαστε μόνο στην ενώπιόν μας συζήτηση, για την ορθή ερμηνεία της λέξης "προσόν" λόγω της μετάφρασής της από το ελληνικό κείμενο του Νόμου στην αγγλική "qualifications", έννοια που στην Αγγλία αναφέρεται κυρίως στα ακαδημαϊκά προσόντα. Υπενθυμίζουμε πως τόσο ο καταργηθείς όσο και ο ισχύων περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος, όταν αναφέρονται στην κατοχή των "προσόντων" που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας μιας θέσης, σ' αυτά τα προσόντα περιλαμβάνονται όλες οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί κάποιος, περιλαμβανομένου βέβαια και του επιπέδου μόρφωσης, για να είναι νομικά έγκυρη η υποψηφιότητά του.
Συνοψίζοντας, η ορθή κατά τη γνώμη μας νομική προσέγγιση είναι η εξής: Για να είναι κάποιος νόμιμα υποψήφιος για θέση πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα την πρώτη ουσιώδη ημερομηνία, που είναι η τελευταία ημερομηνία της περιόδου που ορίζεται στη δημοσίευση της κενής θέσης, κατά την οποία οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν. Αυτά δε τα προσόντα είναι μόνο τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ως απαραίτητα ή καθορίζονται σε αυτά ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετα. Οποιαδήποτε άλλα προσόντα έχει ο υποψήφιος, είτε αυτά είναι ακαδημαϊκά ή άλλα ενδεικτικά του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει ικανοτήτων του, προσμετρούν στη συνολική του αξιολόγηση ως στοιχείο σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων.
Ο δικηγόρος όμως της εφεσείουσας, Κυπριακής Δημοκρατίας, μολονότι δέκτηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης των εφέσεων την πιο πάνω αρχή, εισηγήθηκε πως ο πρωτόδικος δικαστής δεν θα έπρεπε να ακυρώσει την επίδίκη διοικητική απόφαση. Η επιχειρηματολογία του ξεκινά από την αδιαμφισβήτητη αρχή της νομολογίας μας ότι ακαδημαϊκά προσόντα, που δεν καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας ως απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα ή ως επιπρόσθετα, έχουν περιθωριακή σημασία και επομένως η απόφαση της ΕΔΥ, ενόψει μάλιστα της υπεροχής του διορισθέντος στα υπόλοιπα πιο ουσιαστικά στοιχεία αξιολόγησης, δεν θα μεταβαλλόταν έστω και αν προσμετρούσε το ακαδημαϊκό αυτό προσόν υπέρ των Ανδρέου και Αριστείδου.
Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση λέγοντας πως δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να πιθανολογήσει ποία θα ήταν η απόφαση της ΕΔΥ αν ελάμβανε, ως ώφειλε, υπόψη το ακαδημαϊκό αυτό προσόν που είναι μάλιστα σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Μια τέτοια πιθανολόγηση θα υποκαθιστούσε την κρίση και διοικητική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου με αυτή του Δικαστηρίου, που περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας και στο κατά πόσο η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Πάνω σε αυτό το σκέλος της απόφασης, που οδήγησε και στην ακύρωση της επίδικης απόφασης, θα διαφωνήσουμε με τον πρωτόδικο συνάδελφο. Έχουμε τη γνώμη πως η πλάνη αυτή της ΕΔΥ περί το δίκαιο, που περιλαμβάνει βέβαια και τις νομολογιακές αρχές, δεν καθιστά την απόφασή της ακυρώσιμη. Η μείζων πρόταση δικαίου είναι οι πρόνοιες του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 33/67, άρθρα 38 και 44, που προβλέπουν πως υποψήφιοι για θέση πρώτου διορισμού ή προαγωγής πρέπει να κατέχουν τα προσόντα που καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας για τη συγκεκριμένη θέση. Στην έννοια των προσόντων, όπως επεξηγούμε πιο πάνω, περιλαμβάνεται και το επίπεδο μόρφωσης και εκπαίδευσης όπως προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας. Στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου μετρά το σύνολο των προσόντων και η γενική αξία, όπου η θέση είναι προαγωγής και η αρχαιότητα. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει υιοθετήσει ορισμένες γενικά αποδεκτές αρχές για να καταστεί η λειτουργία κρίσεως, όσο βέβαια είναι ανθρωπίνως δυνατό, ορθή και δίκαιη. Μια απ' αυτές ορίζει πως ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως τα απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται γενικά υπόψη, αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, άλλως έχουν περιθωριακή σημασία. Θα λέγαμε όμως πως η οποιαδήποτε σημασία τους υπολογίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. Στη συζητούμενη το επίδικο προσόν ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Όμως, η απόδοση στις συνεντεύξεις του διορισθέντος κρίθηκε τόσο από την ΕΔΥ όσο και τον προϊστάμενο του τμήματος ως η καλύτερη. Πρόσθετα, ο τελευταίος σύστησε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος. Η προτίμησή του αυτή συνάδει με τις εμπιστευτικές εκθέσεις του διορισθέντος, στις οποίες βαθμολογείται, όπως και οι δύο αιτητές-εφεσίβλητοι, εξαίρετος. Υπενθυμίζουμε εδώ πως η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και ταυτόχρονα ψηλά στην ιεραρχία. Οι συνεντεύξεις επομένως αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία μας. Η σύσταση του διευθυντή είναι ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως εφόσον ο Νόμος προνοεί πως η ΕΔΥ τη λαμβάνει δεόντως υπόψη. Το σημείο αυτό μας οδηγεί στη συναφή αρχή, ότι δηλαδή απόκλιση του διορίζοντος οργάνου από τη σύσταση του διευθυντή πρέπει να αιτιολογείται.
Με τα δεδομένα αυτά, που αφορούν στη συνολική αξία του διορισθέντος, δεν θα ήταν νομικά επιτρεπτό να διορίσει ή προάξει η Ε.Δ.Υ. άλλο πρόσωπο από το ενδιαφερόμενο μέρος, έστω και αν ελάμβανε υπόψη το Master's Degree των αιτητών. Ένα άλλο ζήτημα που ήγειρε ο δικηγόρος του αιτητή Ανδρέου είναι το εξής. Μολονότι ο διορισθείς και οι αιτητές βαθμολογούνται εξαίρετοι στις εμπιστευτικές εκθέσεις, οι δυο αιτητές υπηρετούσαν σε ψηλότερη θέση από το ενδιαφερόμενο μέρος. Το γεγονός αυτό αναφέρεται στην απόφαση της ΕΔΥ, και το σχολιάζει και ο προϊστάμενος του τμήματος. Οι δικηγόροι διατυπώνουν την άποψη πως, εφόσον η βαθμολόγηση των αιτητών ήταν αυστηρότερη, αυτό σημαίνει πως η εξαίρετη απόδοσή τους υπερέχει της επίσης εξαίρετης του διορισθέντος.
Η διαφορετική προσέγγιση στην αξιολόγηση λειτουργών, στην περίπτωση που γίνεται όταν κάποιος είναι σε ψηλότερη θέση, και σύμφωνα με την οποία θεωρείται πως βαθμολογήθηκε αυστηρότερα, κρίθηκε εσφαλμένη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 878 Χαραλαμπίδης και Κυπριακής Δημοκρατίας 20.6.91. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις, τώρα υπηρεσιακές, σκοπόν έχουν, μεταξύ άλλων, την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των λειτουργών για τη μελλοντική τους ανέλιξη, όπως προβλέπει ρητά ο Νόμος, αλλά ταυτόχρονα την επάνδρωση της δημόσιας υπηρεσίας από τους πιο ικανούς. Η αξιολόγηση στις εμπιστευτικές ή υπηρεσιακές εκθέσεις γίνεται για να σταθμιστεί η αποδοτικότητα και επάρκεια του λειτουργού στη συγκεκριμένη θέση που υπηρετεί και να κριθεί η δυνατότητα μελλοντικής του ανέλιξης. Τα στοιχεία κρίσεως πηγάζουν από την επάρκεια του λειτουργού στην εκτέλεση των καθηκόντων του στη θέση που υπηρετεί. Δεν μπορεί επομένως να υποστηριχθεί πως επειδή ένας υπηρετεί σε ψηλότερη θέση κρίνεται αυστηρότερα από κάποιο που είναι σε κατώτερη.
Αποτέλεσμα αυτών που λέγουμε πιο πάνω είναι πως οι εφέσεις στις Α.Ε. 1715 και 1723 γίνονται αποδεκτές. Η αντέφεση απορρίπτεται.
Α.Ε. 1255 και 1261
Μετά την ετυμηγορία μας στις Α.Ε. 1715 και 1723, το μόνο ζήτημα που υπολείπεται να ασχοληθούμε σ' αυτές τις εφέσεις είναι ο ισχυρισμός των δικηγόρων των εφεσειόντων πως υπερέχουν έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους Α. Πανταζή. Ο πρωτόδικος συνάδελφος ασχολείται σε έκταση με τη σύγκριση των υποψηφίων σε ξεχωριστά κεφάλαια της απόφασης του με αυτή τη σειρά (α): αξία, (β): προσόντα, (γ): αρχαιότητα. Συνοπτικά αναφέρουμε πως και οι 3 υποψήφιοι είναι ίσοι στην αξία, ενώ οι εφεσείοντες υπερτερούν σε αρχαιότητα. Στις συνεντεύξεις όμως ο προαχθείς κρίθηκε ως καλύτερος τόσο από τον προϊστάμενο του τμήματος όσο και την ΕΔΥ. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε αυτά που είπαμε πιο πάνω. Με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύεται έκδηλη υπεροχή των εφεσειόντων, με την έννοια που έχει αποδοθεί στη φράση από τη νομολογία μας και έχει επαναληφθεί εκατοντάδες φορές. Οι εφέσεις αυτές απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.