ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 3 ΑΑΔ 368
11 Σεπτεμβρίου, 1992
[ΠΙΚΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΑΡΡΕΡΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,
Εφεσίβλητου
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 970)
Εμπορικά Σήματα — Πρωταρχικός σκοπός τον σήματος — Προέλευση — Διακριτικότητα — Η διακριτικότητα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη, "εγγενής" — Η εγγενής διακριτικότητα σήματος είναι θέμα πραγματικό που ανάγεται στην κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
Ο περί Εμπορικών Σημάτων Νόμος, Κεφ. 268 — Άρθρο 11, εδάφιο 3 (β) —Περιεχόμενο, ερμηνεία.
Εμπορικά Σήματα — Εγγραφή — Μητρώα Α και Β — Η διαφορά προϋποθέσεων εγγραφής, μεταξύ των δύο, λεπτή, — Ανάλυση, θεωρία, νομολογία.
Η έφεση στρεφόταν κατά πρωτόδικης απόφασης, απορριπτικής της προσφυγής των εφεσειόντων εναντίον της απορρίψεως αιτήματος τους περί εγγραφής σήματος από τον εφεσίβλητο, λόγω έλλειψης διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων και κινδύνου συγχύσεως, απόρριψη που κρίθηκε πρωτοδίκως ως διενεργηθείσα εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας ταυ εφεσίβλητου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1) Ο πρωταρχικός σκοπός του εμπορικού σήματος είναι η επισήμανση της προέλευσης των εμπορευμάτων τα οποία σηματοδοτεί. Η διακριτικότητα του σήματος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την εγγραφή του. Κανένας δεν μπορεί να οικειοποιηθεί, για την παρουσίαση των προϊόντων του, έμβλημα το οποίο δεν ενέχει το στοιχείο αυτό. Η διακριτικότητα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη-πρέπει να επισφραγίζεται από το ίδιο το σήμα. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνεται από τη λέξη "inherently" (εγγενώς). Κατά πόσο συγκεκριμένο σήμα είναι αρκούντος διακριτέο ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί εγγενώς διακριτέο είναι θέμα πραγματικό το οποίο ανάγεται στην χρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
2) Το άρθρο 11 του νόμου και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του εδαφίου 3 (β) παρέχουν ευχέρεια για την εγγραφή σήματος στο Μέρος Α και όπου στερείται το στοιχείο της εγγενούς διακριτικότητας, εφόσον καταδεικνύεται, με την προσαγωγή της απαραίτητης μαρτυρίας, ότι λόγω της χρήσης του ή οποιωνδήποτε άλλων συνθηκών, το σήμα είναι δεόντως διακριτέο. Η χρήση του σήματος και ο ισχυρός συσχετισμός του με ορισμένα εμπορεύματα, μπορεί να καταστήσει μη εγγενώς διακριτέο σήμα ικανό να διακρίνει τα εμπορεύματα των αιτητών και επομένως εγγράψιμο ως διακριτέο.
3) Στην προκείμενη περίπτωση ο Έφορος σωστά διαπίστωσε ότι δεν είχε προσαχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία που να συσχετίζει τη διακριτικότητα του σήματος με την χρήση του. Η συνάφεια μεταξύ χρήσης και διακριτικότητας αποτελεί συμπληρωματικό κριτήριο για εγγραφή στο Μέρος Α του μητρώου εμπορικών σημάτων. Το πρωταρχικό κριτήριο είναι η εγγενής διακριτικότητα του σήματος. Σ' αυτή την υπόθεση ο Έφορος παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο τα σήματα είναι αφεαυτών προσαρμοσμένα να διακρίνουν τα εμπορεύματα που θα φέρουν το έμβλημα. Η διαφορά μεταξύ των προϋποθέσεων για εγγραφή στο Μέρος Α και Β του μητρώου είναι λεπτή. Σε οριακές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί η χρήση σήματος το οποίο δεν είναι εγγενώς διακριτέο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μη χρησιμοποιηθέντα σήματα τα οποία ευρίσκονται στο μεταίχμιο της διακριτικότητας ή σε εν χρήσει σήματα για τα οποία η μαρτυρία δεν είναι καθοριστική για εγγραφή στο Μέρος Α του μητρώου. Εγγραφή στο Μέρος Β του μητρώου συνιστά διαζευκτική μέθοδο εγγραφής οποτεδήποτε καταδεικνύεται ότι το σήμα μπορεί να διακρίνει τα εμπορεύματα του αιτητή λόγω της κτήσης δευτερευούσης σημασίας, απόρροια της χρήσης του σήματος, η οποία κρίνεται ότι αντισταθμίζει την έλλειψη εγγενούς διακριτικότητας.
Έφεση επιτυγχάνει με έξοδα
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Plough Inc v. Republic (1985) 3 CLR, 1687·
Plough Inc v. Republic (1988) 3 CLR, 145·
Curzon Tobacco v. Republic (1979) 3 CLR, 151 ·
Beecham Group v. Republic (1982) 3 CLR, 622·
Morris v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 CLR 732·
Effems A.G. v. Republic (1985) 3 CLR, 793·
Societe Nationale v. Reg. Trade Marks (1987) 3 CLR, 1420·
Philip Moiils Inco v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1029·
Aristoc Ltd v. Rysta Ltd [1945] 62 R.P. C, 65
"Tarzan" Trade Mark [1970]R.P.C. (No. 15)p.450·
"Weldmesh" Trade Maik (Registration) [1965] R.P.C. (No.18) 590.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδης, Δ) που δόθηκε στις 15 Ιουλίου 1989 (Υπόθεση αρ. 321/82) (1989) 3 ΑΛΑ με την οποία απέρριψε προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου να απορρίψει αίτηση των, για την εγγραφή τριών εγχρώμων ετικεττών με κυκλικές και γραμμικές παραστάσεις τόσο στο Μέρος Α, όσο και στο Μέρος Β του μητρώου εμπορικών σημάτων.
Γ. Νίκολαίδης, για τους εφεσείοντες
Στ. Ιωαννίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τον εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ : Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Πική.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Έφορος απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων, βιομηχάνων τσιγάρων, για την εγγραφή τριών εγχρώμων ετικεττών με κυκλικές και γραμμικές παραστάσεις τόσο στο Μέρος Α, όσο και στο Μέρος Β του μητρώου εμπορικών σημάτων. Η εγγραφή κρίθηκε ενστά-σιμη διότι,
(α) Τα προτεινόμενα σήματα στερούνται " ... παντός διακριτικού χαρακτήρος", και
(β) παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 13 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 268. Οι λόγοι για τους οποίους ο 'Εφορος Εμπορικών Σημάτων κατάληξε σ' αυτή την απόφαση παρέχονται στους "λόγους της απόφασης" (grounds of decision) που δόθηκαν μετά από αίτηση των εφεσειόντων.
Σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης, τα σήματα δεν είναι εγγραψιμα, (1) στο Μέρος Α του μητρώου διότι δεν κατέστησαν διακριτέα (distinctive) στην Κύπρο βάσει του άρθρου 11(1)(ε) του Κεφ. 268, (2) στο Μέρος Β του μητρώου για τους Ιδιους λόγους που καθιστούν αδύνατη την εγγραφή τους στο Μέρος Α, και (3) επειδή προσκρούουν στις πρόνοιες του άρθρου 13 του ίδιου νόμου λόγω υπαρκτού κινδύνου πρόκλησης σύγχισης στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευση των εμπορευμάτων τα οποία θα έφεραν το σήμα. Δεν διευκρινίζεται ούτε παρέχονται εξηγήσεις για τη φύση της σύγχισης που θα προκαλείτο ή τα εμπορεύματα τρίτων με τα οποία τα εμπορεύματα που θα έφεραν το σήμα θα ήταν πιθανό να συγχισθούν.
Στην απόφαση του Εφόρου επεξηγείται ότι η εγγραφή των σημάτων στην Αγγλία συνιστά επουσιώδη παράγοντα δευτερευούσης σημασίας, που δεν μετέβαλε τα δεδομένα για την εγγραψιμότητα των σημάτων. Η μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί ενώπιον του Εφόρου αναφερόταν στο ιστορικό της εγγραφής των σημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο και όχι στους λόγους που έτειναν να τα καταστήσουν διακριτέα.
Η προσφυγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε. Στην απόφαση του δικαστηρίου επισημαίνεται ότι ορθά κρίθηκε ότι η εγγραφή των σημάτων στην Αγγλία δεν ήταν αφεαυτής καθοριστική για τη διακριτικότητα των σημάτων και ότι στην απουσία των λόγων για τους οποίους τα σήματα κρίθηκαν εγγράψιμα στην Αγγλία, η εγγραφή τους αφεαυτής συνιστούσε επουσιώδη παράγοντα. Στην απόφαση παρατίθεται σειρά κυπριακών αποφάσεων που στοιχειοθετούν ότι η εγγραφή εμπορικού σήματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφόρου και ότι εφόσον η εξουσία αυτή ασκείται μέσα στα πλαίσια που καθορίζει ο νόμος και σύμφωνα με τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση με την απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώθηκε ότι η απόφαση του Εφόρου λήφθηκε μετά από διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, ορθής καθοδήγησης ως προς τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση της εξουσίας και αιτιολογείται με τρόπο περιεκτικό που την καθιστά απρόσβλητη.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και κατ' επέκταση το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφόρου. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η αίτηση για εγγραφή κρίθηκε μέσα σε εσφαλμένο πλαίσιο, ότι η απόφαση είναι πλημμελής λόγω εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης ως προς τα κριτήρια εγγραφής τόσο στο Μέρος Α όσο και στο Μέρος Β του μητρώου, και τέλος ότι η διαπίστωση ότι η εγγραφή των σημάτων είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει σύγχιση στο κοινό είναι αναιτιολόγητη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προτεινόμενων σημάτων, ο χρωματισμός τους και η διακριτικότητα που τους προσδίδει παραγνωρίστηκαν ολοσχερώς, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες. Οι αρχές που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της διακριτικότητας προτεινόμενων για εγγραφή σημάτων συνοψίζονται στον KERLY'S LAW OF TRADE MARKS AND TRADE NAMES, 12th Ed., para. 8-43,8-57, 8-60,8-69,8-76,8-77.
Ο κ. Νικολαΐδης αναγνώρισε ότι δεν προσάχθηκε μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει συνάφεια λόγω χρήσης μεταξύ των σημάτων και εμπορευμάτων των εφεσειόντων σε βαθμό που να τα συνταυτίζει με αυτά και να πληρώνει κενά στην εγγενή διακριτικότητά τους. Υπέβαλε όμως ότι η Έφορος παραγνώρισε παντελώς τις πρόνοιες του άρθρου 11 (3) (α) που καθιστούν προτεινόμενο σήμα εγγράψιμο εφόσον είναι εγγενώς διακριτέο (inherently adapted to distinguish). Επεσήμανε επίσης ότι παρόλο που η διαφορά μεταξύ των προνοιών του άρθρου 11 και 12 για τις προϋποθέσεις εγγραφής στα αντίστοιχα Μέρη Α και Β είναι οριακής σημασίας αυτή είναι υπαρκτή, όπως υποδηλώνεται από τις λέξεις "adapted to distinguish" (προσαρμοσμένο να διακρίνει) στην περίπτωση του άρθρου 11, και "capable of distinguishing" (ικανό να διακρίνει) στο άρθρο 12. Τέλος, εισηγήθηκε ότι η σύγχιση η οποία μπορεί να προκληθεί σε μέλη του καταναλωτικού κοινού προσδιορίζεται από τον Έφορο αόριστα χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο, φύση ή χαρακτήρα της, ή εξειδίκευση των προϊόντων ως προς την προέλευση των οποίων είναι ενδεχόμενο να προκληθεί σύγχιση.
Στην απάντησή της η κα. Ιωαννίδου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και κατ' επέκταση της απόφασης του Εφόρου. Η διακριτικότητα του σήματος είναι απαραίτητη για εγγραφή τόσο βάσει του άρθρου 11, στο Μέρος Α όσο και βάσει του άρθρου 12 στο Μέρος Β του μητρώου. Όπως τονίστηκε στην απόφαση Plough Inc v. Republic (1985) 3 C.L.R., 1687, και επιβεβαιώθηκε κατ' έφεση στην Plough Inc v. Republic (1988) 3 C.L.R., 145, η διακριτικότητα του σήματος είναι το κυριαρχικό στοιχείο για εγγραφή τόσο στο Μέρος Α, όσο και στο Μέρος Β του μητρώου εμπορικών σημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, επεσήμανε η κα. Ιωαννίδου, η μη διακριτικότητα των σημάτων καταρρίπτει το βάθρο για την εγγραφή τους, όπως σωστά διαπίστωσε ο 'Εφορος, τόσο βάσει του άρθρου 11 όσο και του άρθρου 12. Στην αγόρευση της έκαμε εκτεταμένη αναφορά σε κυπριακές και αγγλικές αποφάσεις που τείνουν να διαφωτίσουν ως προς τα κριτήρια για τον καθορισμό της διακριτικότητας του σήματος όσο και τις αρχές που κατοπτρίζουν τις διαφορές μεταξύ του άρθρου 11 και 12 του νόμου. (Βλ. τις κυπριακές αποφάσεις Curzon Tobacco v. Republic (1979) 3 C.L.R. 151, Beecham Group v. Republic (1982) 3 C.L.R. 622, Mollis v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 C.L.R. 732, Effems AG. v. Republic(1985) 3 C.L.R. 793, Plough Inc. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1687, Plough Inc. v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 145), Societe Nationale v. Reg. Trade Marks (1987) 3 C.L.R., 1420, και Philip Morris Inco v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ.).
Ο πρωταρχικός σκοπός του εμπορικού σήματος είναι η επισήμανση της προέλευσης των εμπορευμάτων τα οποία σηματοδοτεί. (Βλ. Aristoc Ltd v. Rysta Ltd, [945] 62 R.P.C., 65). Η διακριτικότητα του σήματος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την εγγραφή του.
Κανένας δεν μπορεί να οικειοποιηθεί, για την παρουσίαση των προϊόντων του, έμβλημα το οποίο δεν ενέχει το στοιχείο αυτό. Η διακριτικότητα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη· πρέπει να επισφραγίζεται από το ίδιο το σήμα. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνεται από τη λέξη "inherently" (εγγενώς). Κατά πόσο συγκεκριμένο σήμα είναι αρκούντος διακριτέο ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί εγγενώς διακριτέο είναι θέμα πραγματικό το οποίο ανάγεται στην κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής. (Βλ. 'Tarzan" Trade Mark [1970] R.P.C. (No. 15), p. 450).
To άρθρο 11 του νόμου και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του εδαφίου 3 (β) παρέχουν ευχέρεια για την εγγραφή σήματος στο Μέρος Α και όπου στερείται το στοιχείο της εγγενούς διακριτικότητας εφόσον καταδεικνύεται, με την προσαγωγή της απαραίτητης μαρτυρίας, ότι λόγω της χρήσης του ή οποιωνδήποτε άλλων συνθηκών το σήμα είναι δεόντως διακριτέο. Όπως επεξηγείται στον Kerly, η χρήση του σήματος και ο ισχυρός συσχετισμός του με ορισμένα εμπορεύματα, μπορεί να καταστήσει μη εγγενώς διακριτέο σήμα ικανό να διακρίνει τα εμπορεύματα των αιτητών και επομένως εγγράψιμο ως διακριτέο. (KERLY'S LAW OF TRADE MARKS AND TRADE NAMES, 12th Ed, para. 8-41).
Στην προκείμενη περίπτωση ο Έφορος σωστά διαπίστωσε ότι δεν είχε προσαχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία που να συσχετίζει τη διακριτικότητα του σήματος με την χρήση του. Η συνάφεια μεταξύ χρήσης και διακριτικότητας αποτελεί συμπληρωματικό κριτήριο για εγγραφή στο Μέρος Α του μητρώου εμπορικών σημάτων. Το πρωταρχικό κριτήριο είναι η εγγενής διακριτικότητα του σήματος. Σ' αυτή την υπόθεση ο Έφορος παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο τα σήματα είναι αφεαυτών προσαρμοσμένα να διακρίνουν τα εμπορεύματα που θα φέρουν το έμβλημα. Η διαφορά μεταξύ των προϋποθέσεων για εγγραφή στο Μέρος Α και Β του μητρώου είναι λεπτή. Όπως αναφέρεται στον Kerly (ανωτέρω), para. 8-76, σε οριακές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί η χρήση σήματος το οποίο δεν είναι εγγενώς διακριτέο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μη χρησιμοποιηθέντα σήματα τα οποία ευρίσκονται στο μεταίχμιο της διακριτικότητας ή εν χρήσει σήματα για τα οποία η μαρτυρία δεν είναι καθοριστική για εγγραφή στο Μέρος Α του μητρώου. Στην "Weldmesh" Trade Mark (Registration) [1965] R.P.C. (No.18) 590, επεξηγείται ότι εγγραφή στο Μέρος Β του μητρώου συνιστά διαζευκτική μέθοδο εγγραφής οποτεδήποτε καταδεικνύεται ότι το σήμα μπορεί να διακρίνει τα εμπορεύματα του αιτητή λόγω της κτήσης δευτερευούσης σημασίας, απόρροια της χρήσης του σήματος, η οποία κρίνεται ότι αντισταθμίζει την έλλειψη εγγενούς διακριτικότητας.
Σ' αυτή την περίπτωση δεν προσάχθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να επιμαρτυρεί την κτήση οποιασδήποτε δευτερεύουσας σημασίας του σήματος, συνεπώς η τύχη του αιτήματος για εγγραφή στο Μέρος Β του μητρώου ήταν αλληλένδετη με την διακριτικότητα του σήματος και τη δυνατότητα εγγραφής στο Μέρος Α. Συνεπώς, ορθά κρίθηκε ότι η εγγραφή του σήματος στα δύο Μέρη του μητρώου συναρτόταν με την διακριτικότητα του σήματος. Ο Έφορος όμως, όπως έχουμε υποδείξει, παρέλειψε να διερευνήσει την εγγενή διακριτικότητα των σημάτων, και επομένως η απόφαση του είναι τρωτή τόσο όσον αφορά το Μέρος Α, όσο και το Μέρος Β του μητρώου. Τέλος, η διαπίστωση ότι το σήμα προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 13 του Κεφ. 268 στερείται αιτιολογίας. Οι λόγοι για τους οποίους θα προκαλείτο σύγχιση δεν αναφέρονται, ούτε προσδιορίζεται το πεδίο εμπορικής δραστηριότητας στο οποίο είναι ενδεχόμενο να προκληθεί σύγχιση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η απόφαση του Εφόρου ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του άρθρου 146.4 (β).
Έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.