ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 3 ΑΑΔ 190
18 Ιουνίου, 1992
[ΠΙΚΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα -Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 764).
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Ο ορισμός τον δημοσίου υπαλλήλου στο άρθρο 2 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 33/67 — Η επιφύλαξη του άρθρου 44(1)(α) του Ν. 33/67 σκοπεί στο μετριασμό των προνοιών του άρθρου, δεν πραγματεύεται τα προσόντα για προαγωγή, τα οποία καθορίζονται από το σχέδιο υπηρεσίας όπως προνοείται στο άρθρο 44(1) (β) τον Νόμου —Οι οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου της 21/1/1982 στο βαθμό και έκταση που προστατεύονται τα προσόντα για προαγωγή (μη προσοντούχος ο επί δοκιμασία υπάλληλος) αντιτίθενται στο άρθρο 44(1)(β) και είναι ultra vires.
Η παρούσα έφεση επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απόρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντ' αυτής στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης. Στην ουσία η έφεση περιοριζόταν στο αίτημα διαπίστωσης της καθ' υπέρβαση εξουσιοδότησης έκδοσης των οδηγιών του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21/1/1982 που απαγόρευαν την σύσταση για προαγωγή υπαλλήλου υπηρετούντος επί δοκιμασία κλπ. όπως ήταν και η περίπτωση της εφεσείουσας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου υπ' αρ. 33/67, "δημόσιος υπάλληλος" σημαίνει τον κατέχοντα δημοσίαν θέσιν είτε μονίμως είτε προσωρινώς είτε αναπληρωματικούς".
Τα Σχέδια Υπηρεσίας Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης προνοούν για υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού και δεν περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο τη φύση της υπηρεσίας.
2. Η επιφύλαξη του άρθρου 44(1 )(α) του Ν. 33/67 σκοπεί στο μετριασμό των προνοιών του και συγκεκριμένα στην παροχή εξουσίας σε ορισμένες περιπτώσεις για τη διενέργεια προαγωγής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενής θέσης. Το άρθρο 44(1)(α) δεν πραγματεύεται τα προσόντα για προαγωγή. Αυτά αποτελούν το θέμα του άρθρου 44(1)(β) που προβλέπει ότι τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή είναι εκείνα τα οποία καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας. Συνεπώς στο βαθμό και έκταση που οι υπό κρίση οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου πραγματεύονται τα προσόντα για προαγωγή, αυτές εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και κατ' αντίθεση προς το άρθρο 44(1) (β). Συνεπώς είναι ultra vires.
Έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Μαλαχτός, Δ.) που δόθηκε την 4ην Νοεμβρίου, 1987 (Αριθμός προσφυγής 245/82) με την οποία απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση εφεσίβλητων όπως διορίσουν στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Λογιστήριο, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της αιτήτριας -εφεσείουσας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Η εφεσείουσα παρουσιάσθη αυτοπροσώπως.
Λ. Κουρσουμπά (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου ο οποίος, κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσίβλητων όπως διορίσουν στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Λογιστήριο, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της αιτήτριας-εφεσείουσας, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24/4/1982, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Στις 13/2/1981 ο Γενικός Λογιστής σύστησε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την προαγωγή δώδεκα Λογιστικών Λειτουργών 3ης Τάξης στη συνδυασμένη θέση του Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης. Η αιτήτρια-εφεσείουσα ήταν μεταξύ των συστηθέντων.
Με την επιστολή του της 13/2/1981 ο Γενικός Λογιστής βεβαιώνει πως,
(α) οι συστηθέντες εκτέλεσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντα τους στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης,
(β) συμπλήρωσαν πενταετή περίοδο υπηρεσίας, όπως απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας και
(γ) ικανοποιούσαν όλες τις άλλες απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη συνεδρία της της 13/3/1982, αποφάσισε πως όλοι οι Λειτουργοί που είχαν συστηθεί από το Γενικό Λογιστή πληρούσαν τις προϋποθέσεις για προαγωγή στη συνδυασμένη θέση του Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης και τους προήγαγε από τις 15/3/1982, εκτός από την αιτήτρια-εφεσείουσα. Ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τους αναγκαίους όρους για προαγωγή, βασίστηκε πάνω στις γενικές οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδόθηκαν την 21/1/1982 και οι οποίες αναφέρουν επί λέξει:
"Ουδεμία σύστασις θα γίνεται δια προαγωγήν κατά την περίοδον της δοκιμασίας υπαλλήλου ή παρατάσεως αυτής, ως και κατά τα δύο πρώτα έτη της υπηρεσίας υπαλλήλου διορισθέντος υπό της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας προσωρινώς επί συμβάσει ή από μηνός εις μήνα ή επί αποσπάσει εις οργανικήν θέσιν."
Η αιτήτρια-εφεσείουσα κατά την περίοδο εκείνη υπηρετούσε ακόμα στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης επί δοκιμασία.
Η αιτήτρια-εφεσείουσα, η οποία παρουσιάσθη στο Δικαστήριο χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, υιοθέτησε τις γραπτές αγορεύσεις του πρώην δικηγόρου της κ. Αγγελίδη και εισηγήθηκε πως η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να εξαιρέσουν την υποψηφιότητά της για τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης, ήταν άκυρη και παράνομη γιατί βασίστηκε πάνω σε μιά απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία ήταν ultra vires.
Οι γενικές οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου που παράθεσα πιο πάνω, βασίστηκαν πάνω στις πρόνοιες του άρθρου 44(1)(α) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 33/ 67, το οποίο αναφέρει:
"44.-(1) Ουδείς δημόσιος υπάλληλος προάγεται εις άλλην θέσιν, εκτός εάν -
(α) υπάρχη κενή τοιαύτη θέσις:
Νοείται ότι εις την περίπτωσιν συνδεδυασμένων θέσεων, δυνατόν να γίνη προαγωγή από της κατωτέρας εις την ανωτέραν θέσιν ή τάξιν της τοιαύτης θέσεως ανεξαρτήτως του εάν υπάρχη ή μη κενή θέσις εις την ανωτέραν θέσιν ή τάξιν και συμφώνως προς γενικάς οδηγίας δοθείσας επί τούτω υπό του Υπουργικού Συμβουλίου."
Είναι εισήγηση της δικηγόρου των εφεσίβλητων πως η παράγραφος 44(1)(α) δίνει απεριόριστες εξουσίες στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έχει ευρεία ευχέρεια ώστε να δώσει οποιεσδήποτε γενικές οδηγίες θεωρήσει αναγκαίες για την πλήρωση θέσεων σε συνδυασμένες θέσεις.
Έχουμε εξετάσει τον ουσιαστικό αυτό λόγο έφεσης, που είναι και ο μοναδικός λόγος, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με τις οδηγίες που έδωσε ουσιαστικά άλλαζε τα Σχέδια Υπηρεσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου Περί Δημοσίας Υπηρεσίας 33/67,
""δημόσιος υπάλληλος" σημαίνει τον κατέχοντα δημοσίαν θέσιν είτε μονίμως είτε προσωρινώς είτε αναπληρωματικούς."
Τα Σχέδια Υπηρεσίας Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης προνοούν για υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού και δεν περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο τη φύση της υπηρεσίας.
Η επιφύλαξη του άρθρου 44(1)(α) του Ν. 33/67 σκοπεί στο μετριασμό των προνοιών του και συγκεκριμένα στην παροχή εξουσίας σε ορισμένες περιπτώσεις για τη διενέργεια προαγωγής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενής θέσης. Το άρθρο 44(1)(α) δεν πραγματεύεται τα προσόντα για προαγωγή. Αυτά αποτελούν το θέμα του άρθρου 44(1 )(β) που προβλέπει ότι τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή είναι εκείνα τα οποία καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας. Συνεπώς στο βαθμό και έκταση που οι υπό κρίση οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου πραγματεύονται τα προσόντα για προαγωγή, αυτές εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και κατ' αντίθεση προς το άρθρο 44(1 )(β). Συνεπώς είναι ultra vires.
Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε ex proprio motu να επιληφθεί του θέματος κατά πόσο η αιτήτρια-εφεσείουσα είχε έννομο συμφέρον στην προσφυγή αυτή και συγκεκριμένα, κατά πόσο αυτή είχε το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, δηλαδή συμπλήρωση πενταετούς περιόδου υπηρεσίας. Δεν θα εξετάσουμε το θέμα αυτό, το οποίο μπορεί να εξετασθεί όταν και εφόσον επανεξετασθεί η αίτηση της αιτήτριας-εφεσείουσας από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Για τους πιο πάνω λόγους έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να ανατραπεί και η επίδικη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να ακυρωθεί και ακυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.