ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1991) 3 ΑΑΔ 493

19 Ιουλίου 1991

[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1005).

Ο Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος (Ν. 41/80) — Άρθρο 76 (1) — Αποκλειστικά αρμόδιος για την επίλυση κάθε αναφυόμενου ζητήματος αναφορικά με την υποχρέωση για ασφάλιση είναι ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων και μετά την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ο Υπουργός Απόφαση Διευθυντή για υπαγωγή προσώπου στις διατάξεις του νόμου είναι εκτελεστή διοικητική πράξη Δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο Υπόκειται σε Αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει των διατάξεων του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Διοικητική Πράξη — Εκτελεστή —Απόφαση για Ποινική δίωξη καθώς και πράξεις προπαρασκευαστικές της ποινικής δίωξης δεν συνιστούν εκτελεστές ή διοικητικές πράξεις με την έννοια που έχουν οι όροι στο άρθρο 146 του Συντάγματος — Δεν υπόκειται σε αναθεώρηση βάσει προσφυγής στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος — Ο λόγος έγκειται στο ότι οι πράξεις αυτές δεν είναι καθοριστικές δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επηρεαζομένων ως αποτέλεσμα της βούλησης της δημόσιας αρχής αλλά προπαρασκευαστικές πράξεις για την διαπίστωση ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.

Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον τους για την παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών για την εργοδότηση ξένων καλιτέχνιδων κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του νόμου, οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και με προσφυγή τους προσέβαλαν την απόφαση των αρμοδίων Αρχών, που υπέθεσαν ότι είχε προηγηθεί, για την ασφάλιση των ξένων καλιτέχνιδων.

Επειδή δε κατά την ακρόαση της προσφυγής διαπιστώθηκε ότι η υποτιθέμενη απόφαση των εφεσιβλήτων δεν είχε εκδοθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφυγή στρεφόταν κατά της απόφασης για την άσκηση ποινικής δίωξης, πράξη η οποία βρίσκεται έξω από το πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου που καθιερώνει το άρθρο 146 και για το λόγο αυτό απέρριψε την προσφυγή. Διαζευκτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως αν η ποινική δίωξη υποδήλωνε έκδοση απόφασης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, αυτή ήταν εύλογη ενόψει των προνοιών των σχετικών νομοθετικών διατάξεων.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να εκληφθεί ότι στρεφόταν εναντίον της απόφασης για τη δίωξη των εφεσειόντων γιατί είναι αναντίλεκτο ότι δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:

(1) Σύμφωνα με τον Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο (Ν. 41/80), η επίλυση οποιουδήποτε αναφυόμενου ζητήματος σε σχέση με την υποχρέωση για ασφάλιση εναποτίθεται στον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αργότερα στον Υπουργό. Κάθε απόφαση του Διευθυντή για την υπαγωγή προσώπου στις διατάξεις του νόμου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε δικαστική αναθεώρηση. Ο νόμος όμως 41/80 δεν καθιστά ως προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης την έκδοση διοικητικής απόφασης αναφορικά με την υποχρέωση για ασφάλιση. Ό,τι συνιστά αδίκημα είναι η παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών. Το ποινικό δικαστήριο όμως δεσμεύεται από τη σχετική απόφαση του Διευθυντή ως προς την υποχρέωση καταβολής εισφορών.

(2) Η απόφαση για ποινική δίωξη, καθώς και πράξεις προπαρασκευαστικές της δίωξης δεν συνιστούν εκτελεστές ή διοικητικές πράξεις με την έννοια που ενέχουν οι αντίστοιχοι όροι στο άρθρο 146. Ο λόγος έγκειται στο ότι αποφάσεις αυτής της κατηγορίας είναι πράξεις προπαρασκευαστικές για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.

(3) Η διαζευκτική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Εφόσον διαπιστώθηκε ότι δεν εκδόθηκε απόφαση, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ενώ στο βαθμό που η ποινική δίωξη έτεινε να τεκμηριώσει την ύπαρξη διοικητικής απόφασης αυτή ήταν εκ προοιμίου τρωτή λόγω τόσο παράλειψης καταγραφής της όσο και παντελούς έλλειψης αιτιολογίας.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 282/88, που δόθηκε στις 22.3.90)·

 Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ. και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα και άλλων (Πολιτική Έφεση Αρ. 7474, απόφαση ημερ. 28.2.91)·

Xenophontos v. The Republic, 2 R.S.C.C. 89.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδη, Δ.) που δόθηκε στις 17 Οκτωβρίου, 1989 (Αριθμός Προσφυγής 262/89) με την οποία η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων να κατατάξει τις ξένες καλιτέχνιδες που ασχολούνται σε κέντρα αναψυχής ως "μισθωτές" απορρίφθηκε.

Α.Σ. Αγγελίδης με Α. Θεοφίλου, για τους εφεσείοντες.

Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ : Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Δ. : Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες κέντρων αναψυχής όπου απασχολούνται ξένες καλιτέχνιδες. Στην απαίτηση της αρμόδιας Αρχής για την ασφάλιση των καλι-τέχνιδων, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση, διατυπώνοντας τη θέση ότι η απασχόληση των καλιτέχνιδων δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του νόμου, και, συγκεκριμένα, ότι δεν είναι "μισθωτοί". Οι αντιρρήσεις τους προβλήθηκαν, μέσο των επαγγελματικών τους οργανώσεων, και στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αίτημα την αναθεώρηση απόφασης για την κατάταξή τους ως μισθωτών με την έννοια που ενέχει ο όρος βάσει του άρθρου 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (βλ. Ν 41/80 και μεταγενέστερες τροποποιήσεις) (ο νόμος). Το άρθρο 76 (1) του νόμου εναποθέτει την επίλυση οποιουδήποτε αναφυόμενου ζητήματος αναφορικά με την υποχρέωση για ασφάλιση, και επακόλουθες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένης και της ταξινόμησης προσώπου ως "μισθωτού", στο Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και μεταγενέστερα στον Υπουργό αν ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή.

Από τα γεγονότα που εκτίθενται στην αίτηση, που όπως έχει διαφανεί είναι παραδεκτά, οι αιτητές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση ανατροπής απόφασης του Διευθυντή για την κατάταξη ξένων καλιτέχνιδων που απασχολούνται σε κέντρα αναψυχής ως "μισθωτών", μετά την έκδοση σχετικής απόφασης στο θέμα αναφορικά με συναδέλφους τους που προοιώνιζε την έκδοση ταυτόσημης απόφασης και στη δική τους περίπτωση. Ενόψει των επιπτώσεων της απόφασης, η επαγγελματική οργάνωση στην οποία ανήκουν οι εφεσείοντες διατύπωσε ενστάσεις εκ μέρους του συνόλου των μελών της στην κατάταξη των ξένων καλιτέχνιδων ως "μισθωτών" και αξίωσε την αναθεώρηση της σχετικής απόφασης. Και ενώ ο Υπουργός και οι αρμόδιοι του τμήματος ανέλαβαν να εξετάσουν το θέμα και να γνωστοποιήσουν στους ενδιαφερομένους, περιλαμβανομένων και των εφεσειόντων, την απόφασή τους, ασκήθηκε ποινική δίωξη από το Διευθυντή εναντίον τους για την παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών για την εργοδότηση των ξένων καλιτέχνιδων, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του νόμου.

Μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για την κατάταξη των καλιτέχνιδων ως "μισθωτών" και για το λόγο αυτό υποκείμενων σε ασφάλιση, βάσει του νόμου (άρθρο 3). Οι εφεσείοντες υπέθεσαν ότι προηγήθηκε απόφαση των αρμόδιων Αρχών για την ασφάλιση των ξένων καλιτέχνιδων, βάσει του νόμου, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 76 (1) που εναποθέτουν αρμοδιότητα στο Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την επίλυση του αναφυέντος θέματος, και εκείνων του άρθρου 77 που καθιστούν την απόφαση του Διευθυντή, για κάθε ζήτημα που προβλέπεται στο άρθρο 76 (1), τελεσίδικη σε κάθε δικαστική διαδικασία που περιλαμβάνει και την ποινική δίωξη. Ανάγοντας την υπόθεση αυτή σε υπαρκτό γεγονός, οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της απόφασης βάσει της οποίας οι ξένες κα-λιτέχνιδες που απασχολούσαν κατατάχθηκαν ως "μισθωτοί", και κατ' επέκταση πρόσωπα υποκείμενα σε ασφάλιση βάσει του νόμου. Η ενέργειά τους ήταν δικαιολογημένη έχοντας υπόψη αφενός το ιστορικό του θέματος και, αφετέρου, τον περιωρισμένο χρόνο για την άσκηση προσφυγής - 75 μέρες από την ημερομηνία που η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του επηρεαζομένου. Ακόμα σημαντικότερο, εύλογα μπορούσε να υποτεθεί ότι της ποινικής δίωξης προηγήθηκε απόφαση του Διευθυντή, βάσει του άρθρου 76 (1), ή του Υπουργού, βάσει του άρθρου 78, ενόψει της εναπόθεσης της αρμοδιότητας για την επίλυση οποιουδήποτε αναφυόμενου ζητήματος, σε σχέση με την υποχρέωση για ασφάλιση, στο Διευθυντή και αργότερα στον Υπουργό, και το δεσμευτικό της απόφασης για το ποινικό Δικαστήριο. Ο νόμος συναρτά την καταβολή εισφορών με την υποχρέωση για ασφάλιση, και καθιστά το Διευθυντή κριτή της ύπαρξης υποχρέωσης τουλάχιστο στην περίπτωση που η υποχρέωση αμφισβητείται. Κάθε απόφαση του Διευθυντή για την υπαγωγή προσώπου στις διατάξεις του νόμου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε δικαστική αναθεώρηση. Η εκτίμηση αυτή είναι συνέπεια των επιπτώσεων που ενέχει η απόφαση στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του επηρεαζομένου, οπόταν γεννάται αντίστοιχο δικαίωμα για την αναθεώρηση της απόφασης βάσει των διατάξεων του άρθρου 146.1 (βλ. μεταξύ άλλων, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 282/88 ημερ. 22.3.90)).

Βάσει του Κυπριακού Συντάγματος η αρμοδιότητα για αναθεώρηση εκτελεστής πράξης, απόφασης ή παράλειψης, ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ορίζει το άρθρο 146.1. Δεν παρέχεται παράλληλη αρμοδιότητα για την αναθεώρηση της σε οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο, περιλαμβανομένου και του ποινικού Δικαστηρίου. Η επενέργεια του άρθρου 146.1 στην απονομή της αστικής δικαιοσύνης, και κατ' αναλογία και της ποινικής δικαιοσύνης, και ο διαχωρισμός των αντίστοιχων τομέων δικαιοδοσιών, εξηγούνται σε έκταση στην Αγρόκτημα Λανίτη Ατό. και 4 άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλων (Πολιτική Έφεση Αρ. 7474 ημερ. 28.2.91). Ο νόμος (Ν 41/81) δεν καθιστά την έκδοση διοικητικής απόφασης, για την υποχρέωση για ασφάλιση, προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης. Ό,τι συνιστά αδίκημα είναι η παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών. Εξυπακούεται όμως από τη φύση της πράξης για τον καθορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών (εκτελεστή πράξη), και από τις διατάξεις του άρθρου 77, ότι η επίλυση οποιουδήποτε θέματος που αφορά τον προσδιορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών ανήκει αποκλειστικά στην αρμόδια διοικητική Αρχή (το Διευθυντή, και σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό), αποκλειομένου του ποινικού Δικαστηρίου το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή. Η διάκριση στην οποία προέβη ο νομοθέτης συνάδει με το διαχωρισμό τον οποίο θεμελιώνει το Σύνταγμα μεταξύ της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και των άλλων δικαστικών δικαιοδοσιών.

Κατά την ακρόαση της προσφυγής προέκυψε ότι η υπόθεση στην οποία εδράζεται η προσφυγή, δηλαδή ότι προηγήθηκε της ποινικής δίωξης απόφαση του Διευθυντή βάσει του άρθρου 76 (1), ή του Υπουργού βάσει του άρθρου 78, ήταν εσφαλμένη· γεγονός που κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε την προσφυγή ως στρεφόμενη εναντίον της απόφασης για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσειόντων, πράξη έξω από το πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου που καθιερώνει το άρθρο 146. Όπως η νομολογία έχει αναγνωρίσει από τα πρώτα στάδια της ανεξαρτησίας (Βλ. μεταξύ άλλων, Charilaos Xenophontos and the Republic (Minister of Interior), 2 R.S.C.C. 89) η απόφαση για ποινική δίωξη, καθώς και πράξεις προπαρασκευαστικές της δίωξης, δε συνιστούν εκτελεστές ή διοικητικές πράξεις με την έννοια που ενέχουν οι αντίστοιχοι όροι στο άρθρο 146, και επομένως εκφεύγουν από τον έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 146. Ο λόγος έγκειται στο ότι αποφάσεις αυτής της κατηγορίας δεν είναι καθοριστικές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επηρεαζομένων ως αποτέλεσμα της βούλησης δημόσιας αρχής, αλλά πράξεις προπαρασκευαστικές για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Η διερεύνηση εγκλημάτων και η δίωξη των παραβατών, και οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις πράξεις, είναι συνυφασμένες με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας η οποία έχει και την ευθύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των ανακριτικών Αρχών. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε ενώπιόν μιας ότι η προσφυγή δε μπορούσε να εκληφθεί ότι στρέφεται εναντίον της απόφασης για τη δίωξη των εφεσειόντων, η οποία, όπως μας ανέφερε, είναι αναντίλεκτο ότι δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου/Εξετάζοντας τις θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται, και τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούν, κρίνουμε σωστή την εισήγηση αυτή.

Διαζευκτικά, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αν η ποινική δίωξη υποδηλώνει απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, η απόφαση ήταν εύλογη ενόψει των προνοιών των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, και ιδιαίτερα των ορισμών των όρων "μισθωτός" και "ασφαλιστέα απασχόληση" που περιέχονται στο νόμο. Η προσέγγιση αυτή είναι εσφαλμένη. Εφόσο διαπιστώθηκε ότι δεν εκδόθηκε απόφαση, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ενώ στο βαθμό που η ποινική δίωξη έτεινε να τεκμηριώσει την ύπαρξη διοικητικής απόφασης, αυτή ήταν εκ προοιμίου τρωτή λόγω παράλειψης καταγραφής της, και ακόμα σημαντικότερο, παντελούς έλλειψης αιτιολογίας.

Η ανάλυση στην οποία έχουμε προβεί μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη της προσφυγής ήταν δικαιολογημένη. Όπως έχει εξηγηθεί, οι λόγοι για τους οποίους καταλήγουμε σ' αυτό το συμπέρασμα, είναι διαφορετικοί από εκείνους που παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση την οποίαν προσέβαλαν οι εφεσείοντες δεν ήταν υπαρκτή, διαπίστωση που κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Δε θα ασχοληθούμε με τις προεκτάσεις αυτής της απόφασης ούτε με τα κωλύματα τα οποία ενδεχομένως παρεμβάλλονται στην απόδειξη των κατηγοριών στις ποινικές υποθέσεις, ενόψει της απουσίας απόφασης του αρμόδιου οργάνου σε σχέση με την υποχρέωση των εφεσειόντων για την καταβολή εισφορών. Το θέμα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

Η έφεση απορρίπτεται. Κρίνεται όμως ορθό, παρά το αποτέλεσμα, να μη επιδικάσουμε έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων υπό το φως των λόγων που οδήγησαν στην επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο