ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1982) 3 CLR 698

1982 April 8

 

8η Απριλίου, 1982

[ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Δ.]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 146 TOΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΜΙΘΥΛΛΟΣ,

Αιτητής,

κατά

 

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτησις.

 

(Υπόθεσις υπ' αρ. 174/76)·

Δημόσιοι Υπάλληλοι—Πειθαρχικά Αδικήματα—Κατά πόσον αθωωθέντος υπό Ποινικού Δικαστηρίον του κατηγορηθέντος δημοσίου υπαλλήλου κωλύεται το Πειθαρχικόν Δικαστήριον να τιμωρήση πειθαρχικώς τον υπάλληλον εις τας αυτάς κατηγορίας.

Αρχή της βεβαιότητας τον δικαίου και της δικαιοσύνης—Απαραίτητον χαρακτηριστικόν Κράτους δικαίου.

Ο αιτητής, ο οποίος ήτο μέλος της Αστυνομικής Δυνάμεως Κύπρου, ευρέθη ένοχος υπό Ποινικού Δικαστηρίου διά διάπραξιν διαφόρων αδικημάτων κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων του. Ο αιτητής εφεσίβαλε την καταδικαστικήν απόφασιν του Ποινικού Δικαστηρίου εις το Ανώτατον Δικαστήριον το οποίον έκρινεν ότι το Ποινικόν Δικαστήριον δεν ήδύνατο κατ' ασφαλή τρόπον να βασισθή επί του αποδεικτικού υλικού επί του οποίου εβασίσθη διά να θεμελιώση την καταδικαστικήν ετυμηγορίαν του, επειδή μεταξύ άλλων, οι μάρτυρες κατηγορίας έτυχαν κακής μεταχειρίσεως υπό αστυνομικών οργάνων προτού προβούν εις καταθέσεις ενοχοποιητικάς διά τους κατηγορουμένους· και κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι θα ήτο προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εάν ακυρωνόταν η καταδικαστική απόφασις.

Μετά την απόφασιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο αιτητής ευρέθη ένοχος υπό Πειθαρχικού Δικαστηρίου διά διάπραξιν των αδικημάτων της αμέλειας καθήκοντος και αναρμόστου συμπεριφοράς, τα δε γεγονότα της ποινικής υποθέσεως ήσαν τα αυτά ως και εις την πειθαρχικήν υπόθεσιν.

Κατόπιν προσφυγής του αιτητού κατά της αποφάσεως του Πειθαρχικού Δικαστηρίου:

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΚΡΙΝΕΝ ΟΤΙ:

Όσον αφορά την επίδρασιν ην ασκεί επί της πειθαρχικής δίκης το δεδικασμένον εκ ποινικών αποφάσεων αι ακόλουθοι αρχαί προκύπτουν εκ της νομολογίας:

Ότι ο Ποινικός Δικαστής περιβάλλεται υπό πλειόνων εγγυήσεων ή ο πειθαρχικός· (2) Εφ' όσον ο Ποινικός Δικαστής δεχθή την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν ωρισμένων πραγματικών περιστατικών, ο Πειθαρχικός Δικαστής οφείλει να δεχθή την τοιαύτην κρίσιν όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον των περιστατικών τούτων (3) Καίτοι ο Πειθαρχικός Δικαστής οφείλει να δεχθή την κρίσιν του Ποινικού Δικαστού όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον ωρισμένων πραγματικών περιστατικών δεν δεσμεύεται όπως υπαγάγη ή μη υπαγάγη τα αυτά περιστατικά εις την έννοιαν του πειθαρχικού αδικήματος· (4) Ουχί απλώς η απαλλαγή αλλά και η αθώωσις υπό του Ποινικού Δικαστού δεν αποκλείει την πειθαρχικήν δίωξιν διά το επί του αυτού πραγματικού περιστατικού στηριζόμενον αδίκημα· (5) Ο Πειθαρχικός Δικαστής δίναται να εκτιμήση κατ' ιδίαν κρίσιν τας προσκομισθείσας αποδείξεις· (6) Αθώωσις λόγω αμφιβολιών δεν αποτελεί δεδικασμένον και δεν θεωρείται νομικόν κώλυμα διά την επιβολήν ποινής.

Εφ' όσον δε εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν τίθεται θέμα εκτιμήσεως των προσκομισθεισών αποδείξεων ως ή αρχή (5)· και εφ' όσον ή πειθαρχική καταδίκη εθεμελιώθη επί του αυτού αποδεικτικού υλικού ως ή ποινική τοιαύτη· και εφ' όσον το Ανώτατον Δικαστήριον, το οποίον ουχί μόνον περιβάλλεται υπό πλειόνων εγγυήσεων ή το Πειθαρχικόν Δικαστήριον, αλλά και το οποίον δυνάμει του Συντάγματος κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να κρίνη και να αποφασίζη τελεσιδίκως επί πάσης ποινικής εφέσεως οιουδήποτε Ποινικού Δικαστηρίου, έκρινεν ως ανωτέρω ανεφέρθη, δύναται κατά την γνώμην του Δικαστηρίου τούτου να εξαχθή το ασφαλές συμπέρασμα ότι η κρίσις αύτη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισοδυναμεί με την ανυπαρξίαν των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων εθεμελιώθη καταδικαστική ετυμηγορία του Ποινικού Δικαστηρίου, και ούτω ο Πειθαρχικός Δικαστής ώφειλε, συμφώνως της αρχής (2) ανωτέρω, να δεχθή την τοιαύτην κρίσιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως η επίδικος απόφασις του Πειθαρχικού Δικαστηρίου κρίνεται ως ούσα αντίθετος προς τον νόμον εντός της εννοίας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και ως γενομένη καθ' υπέρβασιν και κατάχρησιν εξουσίας, και ως εκ τούτου ακυρούται.

(2) Αλλά υπάρχει και έτερος λόγος διά τον οποίον η επίδικος απόφασις δέον όπως ακυρωθή. Διά την διατήρησιν κράτους δικαίου ο συνταγματικός νομοθέτης ώρισε το Ανώτατον Δικαστήριον ως θεματοφύλακα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου. Και είναι ως εκ τούτου το Ανώτατον Δικαστήριον ουχί απλώς εν Ποινικόν Δικαστήριον αλλά ο πλέον πειστικός, αυθεντικός, έγκυρος και ταύτοχρόνως τελεσίδικος Δικαστής (Arbiter) απάσης καταστάσεως αφορώσης εις τα ως άνω δικαιώματα· και εφ' όσον επί του αποδεικτικού υλικού επί τη βάσει του οποίου ο πολίτης εστερήθη της ελευθερίας αυτού, η οποία διασφαλίζεται υπό του άρθρου 11 του Συντάγματος, το Ανώτατον Δικαστήριον απεφάνθη ως ανωτέρω, το Δικαστήριον τούτο έχει την γνώμην ότι, βάσει της αρχής της βεβαιότητος του δικαίου και της δικαιοσύνης (principle of certainty of the Law and Justice) ή οποία είναι απαραίτητον χαρακτηριστικόν κράτους δικαίου (essential feature of the rule of Law) (ίδε απόφασιν εις την υπόθεσιν Παυλίδη εναντίον Της Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 217 εις σελίδα 230), ο πολίτης εδικαιούτο να αναμένη από το πειθαρχικόν όργανον σεβασμόν προς την εν προκειμένω ετυμηγορίαν του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας.

Προσβαλλομένη απόφασις ηκυρώθη.

Υποθέσεις παρατεθείσαι:

Εφταψούμης και άλλοι εναντίον Της Αστυνομίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 149·

Παυλίδης εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 217 εις σελ. 230.

Προσφυγή.

Προσφυγή κατά της αποφάσεως των καθ' ων η αίτησις όπως επικυρώσωσι την εις εξαναγκασμόν παραίτησιν του αιτητού εκ της Αστυνομικής Δυνάμεως Κύπρου.

Ε. Ευσταθίου, διά τον αιτητήν.

Γλ. Χατζηπέτρου, διά τους καθ' ων η αίτησις.

ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Δ.: Ο αιτητής Κωνσταντίνος Γ. Μίθυλλος ήτο μέλος της Αστυνομικής Δυνάμεως Κύπρου από δεκαεξατίας και πλέον. Την 26 Φεβρουαρίου, 1975, κατεχωρήθη εναντίον του αιτητού η πειθαρχική υπόθεσις 4/75 διά της οποίας ούτος εκατηγορείτο διά αμέλειαν καθήκοντος και ανάρμοστον συμπεριφοράν. Η ανωτέρω υπόθεσις εξεδικάσθη την 30 Μαρτίου, 1975, και επεβλήθη εις τον κατηγορούμενον η συνολική ποινή προστίμου εκ £15 διά τας ανωτέρω κατηγορίας. Την 7 Απριλίου, 1975, ο Αστυνομικός Διευθυντής επαρχίας Λάρνακος αφού ανεθεώρησε την ανωτέρω υπόθεσιν επέβαλεν εις τον αιτητήν ποινήν υποχρεωτικής αφυπηρετήσεως και/ή εξαναγκασμόν προς παραίτησιν. Εκ παραλλήλου προς την ανωτέρω πειθαρχικήν διαδικασίαν την 28 Μαρτίου, 1975, ήρξατο ποινική δίωξις εναντίον του αιτητού ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος εις την υπ' αρ. 1111 /75 ποινικήν υπόθεσιν, της οποίας τα γεγονότα ήσαν ταυτόσημα με την ανωτέρω πειθαρχικήν υπόθεσιν. Ο αιτητής αντιμετώπιζε 14 συνολικώς κατηγορίας, η υπόθεσις δε εξεδικάσθη από τις 28 Μαρτίου, 1975, μέχρι τις 27 Ιουνίου, 1975, επεβλήθη δε εις τον αιτητήν ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών ευρεθέντος ενόχου εις δύο κατηγορίας, αθωωθείς και απαλλαγείς εις τας υπολοίπους κατηγορίας. Δεν χωρεί καμμίαν αμφιβολίαν ότι τα γεγονότα της ποινικής ταύτης υποθέσεως ήσαν τα αυτά ως και εις την πειθαρχικήν υπόθεσιν εναντίον του.

Την 28 Ιουνίου, 1975, ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφασιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος εις την υπ' αρ. 3636 Ποινικήν Έφεσιν. Το Ανώτατον Δικαστήριον εξεδίκασε την ανωτέρω έφεσιν (εις υπόθεσιν Εφταψούμη και Άλλου εναντίον Της Αστυνομίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 149), αθώωσε τον αιτητήν εις τας τρεις κατηγορίας και διέταξε επανεκδίκασιν των άλλων κατηγοριών ότε και ηθωώθη υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος. Την 14 Απριλίου, 1975, ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφασιν του Πειθαρχικού Δικαστηρίου της Αστυνομίας η δε έφεσις ανεβάλλετο μέχρι της αποπερατώσεως της εκδικάσεως της Ποινικής Εφέσεως υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Την 29 Απριλίου, 1976, εξεδικάσθη η πειθαρχική έφεσις και επεκυρώθη η καταδίκη του αιτητού εις εξαναγκασμόν εις παραίτησιν.

Την 13 Ιουλίου, 1976, ο αιτητής κατεχώρησε την παρούσαν προσφυγήν και εξαιτείτο την ακόλουθον θεραπείαν: (α) Δήλωσιν του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφασις των καθ' ων η αίτησις όπως επικυρώσωσι την εις εξαναγκασμόν και παραίτησιν του αιτητού εκ της Αστυνομικής Δυνάμεως Κύπρου γενομένη την 29 Απριλίου, 1976, και/ή απόφασις των καθ' ων η αίτησις όπως εξαναγκάσωσι και παραιτήσωσι τον αιτητήν υπό ημερομηνίαν 7 Απριλίου, 1975, και/ή απόφασις όπως ο αιτητής εξαναγκασθή εις παραίτησιν είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή εστερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή ότι η απόφασις αύτη θα έδει όπως μη ελαμβάνετο· (β) Εξοδα.

Η παρούσα προσφυγή βασίζεται επί των ακολούθων νομικών σημείων: (α) Η απόφασις των καθ' ων η αίτησις είναι παράνομος και ελήφθη κατά κατάχρησιν και/ή καθ' υπέρβασιν εξουσίας. (β) Οι καθ' ων η αίτησις ενήργησαν τελούντες εν πλάνη περί τα πράγματα και/ή εστηρίχθησαν επί πεπλανημένης βάσεως. (γ) Οι καθ' ων η αίτησις ενήργησαν τελούντες εν νομική και/ή πραγματική πλάνη. (δ) Οι καθ' ων η αίτησις παρηρμήνευσαν και/ή εσφαλμένως εφήρμοσαν τας αρχάς του δικαίου επί αναθεωρήσεως αποφάσεως και/ή κατ' έφεσιν και/ή εξέτασιν κατ' εκδίκασιν πειθαρχικών υποθέσεων. (ε) Οι καθ' ων η αίτησις παρεβίασαν τας παραδεδειγμένας αρχάς Φυσικής Δικαιοσύνης, (στ) Οι καθ' ων η αίτησις παρέβησαν τους Αστυνομικούς κανονισμούς. (ζ) Ή απόφασις εξεδόθη κατ' αντίθεσιν των Αρχών του Δεδικασμένου κατ' αντίθεσιν προς την απόφασιν του Ανωτέρου Δικαστηρίου εις την απόφασιν (1975) 2 Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου σελίς 149. (η) Η απόφασις ήτο αντίθετος προς το Σύνταγμα και/ή απετέλεσε προϊόν αυθαιρεσίας και/ή δεν εδικαιολογείτο από την ενώπιον του πειθαρχικού Δικαστηρίου μαρτυρίαν. (θ) Η απόφασις δεν εστηρίζετο και/ή δεν εδικαιολογείτο από την μαρτυρίαν και/ή ήτο προτόν αυθαιρέτου και/ή κακής εκτιμήσεως της μαρτυρίας. (ι) Γενικώς η απόφασις ήτο όλως παράνομος και τελείως αδικαιολόγητος.

Αντιθέτως την 9 Οκτωβρίου, 1976, ο συνήγορος της Δημοκρατίας κ. Ν. Χαραλάμπους ισχυρίσθη ότι η προσβαλλομένη απόφασις ελήφθη νομίμως κατόπιν επαρκούς ερεύνης και ορθής εκτιμήσεως απάντων των σχετικών στοιχείων της υποθέσεως υπό του καθ' ου η αίτησις. Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένστασις έχουν ως ακολούθως: (1) Ο αιτητής ενεγράφη εις την Αστυνομίαν την 10 Νοεμβρίου, 1959, και εστάθμευε εις τον Αστυνομικόν Σταθμόν Λάρνακος. (2) Μετά την Τουρκικήν εισβολήν κατέστη πρόδηλος ή επιθυμία της Τουρκικής ηγεσίας όπως οι Τ/Κ οι παραμείναντες εις τον ελεύθερον χώρον της Δημοκρατίας μετακινηθώσι εις τας Τονρκοκρατουμένας περιοχάς. Προς παρεμπόδισιν τούτων εδόθησαν οδηγίαι υπό του Αρχηγού Αστυνομίας όπως ανεγερθούν οδοφράγματα τα όποια να επανδρούνται υπό Αστυνομικών και στρατιωτών προς παρεμπόδισιν των Τ/Κ να μετακινηθούν εις τον βορράν και προς έλεγχον παντός διερχομένου οχήματος. (3) Την 22 Φεβρουαρίου, 1975, ο αιτητής ομού μετά του Αστυφύλακος Αρ. 3811 Χ. Ανδρέου και δύο στρατιωτών ονόματι Αναστάσιος Χ" Τοφής και Αντώνης Πάμπουλλος ανέλαβον υπηρεσίαν εις το οδόφραγμα το οποίον ευρίσκεται επί της κυρίας οδού Λάρνακος—Δεκέλείας διά τον άλλωθι σκοπόν. (4) Κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του αιτητού και μεταξύ της 0230-0245 ώρ. της 22 Φεβρουαρίου, 1975, εις το εν λόγω οδόφραγμα ούτος επέτρεψε εις το όχημα BQ 146 οδηγούμενον υπό του Ανδρέα Παντελή Σιεμπή και μεταφέρων Τ/Κ να διέλθη του οδοφράγματος άνευ του νενομισμένου ελέγχου. Ή πράξις αύτη του αιτητού έδωσε αφορμή εις τους δύο προαναφερθέντας στρατιώτας να αντιδράσουν ως αποτέλεσμα δε της αντιδράσεως αυτής ή απόπειρα δύο άλλων οχημάτων οδηγούμενα υπό δύο Τ/Κ να διέλθουν την ιδίαν στιγμήν του οδοφράγματος απέτυχε. Οι οδηγοί των εν λόγω οχημάτων ήσαν οι Κιαμήλ Χουσεΐν εκ Πύλας και Οσμάν Μεχμέτ εκ Λάρνακος. Αμφότερα τα οχήματα ωδηγήθησαν εις τον Αστυνομικόν Σταθμόν δι' έρευναν. (5) Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακος αφού έλαβε γνώσιν των γεγονότων έδωσε οδηγίας όπως διερευνηθή πειθαρχική υπόθεσις εναντίον του αιτητού εις την παρούσαν υπόθεσιν. Η διερεύνησις της υποθέσεως ανετέθη εις τον Υπαστυνόμον I. Φράγκον. Ούτος διηρεύνησε ταύτην και την 25 Φεβρουαρίου, 1975, προέβη εις αναφοράν προς τον Αστυνομικόν Διευθυντήν Λάρνακος. Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακος δυνάμει του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών ητοίμασε το Πειθαρχικόν Έντυπον και διώρισε τον Ανώτερον Υπαστυνόμον Ξ. Ρόπαλην να εκδικάση την πειθαρχικήν υπόθεσιν δυνάμει του Κανονισμού 14(2) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών. Ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Ξ. Ρόπαλης ώρισε την υπόθεσιν διά την 26 Φεβρουαρίου, 1975, και ήκουσε μαρτυρίαν την 1 Μαρτίου, 1975, 20 Μαρτίου, 1975, 21 Μαρτίου, 1975, και 27 Μαρτίου, 1975. Την 31 Μαρτίου, 1975, ο Προεδρεύων Αξιωματικός εξέδωσε την απόφασιν του και επέβαλε πρόστιμον £10 διά την πρώτην κατηγορίαν και £5 πρόστιμον διά την δευτέραν κατηγορίαν. (6) Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακος ενασκών τας εξουσίας του δυνάμει του Κανονισμού 18(4) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών αναθεώρησε την υπόθεσιν και αφού ήκουσε τον αιτητήν μετέτρεψε την ποινήν εις "έξαναγκασμόν προς παραίτησιν". (7) Ο αιτητής την 14 Απριλίου, 1975, εφεσίβαλε την πειθαρχικήν υπόθεσιν εις την οποίαν κατεδικάσθη εις "έξαναγκασμόν προς παραίτησιν" ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας. Η έφεσις ηκούσθη μεταξύ της 13 Νοεμβρίου, 1975, και 29 Απριλίου, 1976, υπό του Υπαρχηγού της Αστυνομίας ο οποίος επεκύρωσε την απόφασιν περί "έξαναγκασμού προς παραίτησιν" του αιτητού.

Την 13 Δεκεμβρίου, 1976, ο συνήγορος του αιτητού κ. Ε. Ευσταθίου περαιτέρω παρέθεσε τους εξής νομικούς λόγους: (α, δ, ζ) Το πειθαρχικόν Εφετείον της Αστυνομίας, θα έδει βάσει της ενώπιον του μαρτυρίας, να αθωώση τον αιτητήν, ως απεφάνθη επί των ιδίων γεγονότων το Ανώτατον Δικαστήριον εις την υπόθεσιν Εφταψούμη και Άλλου εναντίον Της Αστυνομίας (1975) 2 Α.Α.Δ. σελίς 149 καταπατήσαν τοιουτοτρόπως την αρχήν του δεδικασμένου, (β, γ, θ, στ) Η απόφασις του Πειθαρχικού Εφετείου δεν εδικαιολογείτο εν όψει της προσαχθείσης μαρτυρίας και των περιστάσεων της υποθέσεως, καθ' ότι η επ' αυτού αποδεχθείσα μαρτυρία, εθεωρήθη ως αναξιόπιστος και ανασφαλής υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου εις την υπόθεσιν Εφταψούμη και Άλλου εναντίον Της Αστυνομίας (1975) 2 Α.Α.Δ. σελίς 149. (ε, η) Διά τους άνωθι εκτεθέντας εν παραγράφοις 1 και 2 λόγους, η απόφασις των καθ' ων η αίτησις να επικυρώσωσι την εις εξαναγκασμόν και παραίτησιν του αιτητού, αποτελεί παράβασιν της Αρχής της Φυσικής Δικαιοσύνης και του Συντάγματος καθ' ότι το Πειθαρχικόν Δικαστήριον παρεβίασε την αρχήν ότι εν τη διαγνώσει υποθέσεως τινος δέον όπως εξετάζεται ουχί μόνον η μαρτυρία ήτις προσεκομίσθη υπό της κατηγορούσης αρχής, αλλά, και ή μαρτυρία και κατάθεσις του αιτητού και των μαρτύρων του. Το πειθαρχικόν Εφετείον παρανόμως εξέλαβε και/ή έλαβε υπ' όψιν ότι συντρέχουν προϋποθέσεις και/ή στοιχεία θεμελιούντα πειθαρχικόν αδίκημα εναντίον του αιτητού, καθ' ότι απεδέχθη την ύπαρξιν γεγονότων ως αποδειχθέντων και/ή υπαρχόντων όπου τούτο δεν συνέβαινε, ως απότέλεσμα δε τούτου, ήτο να εκδοθή καταδικαστική απόφασις εναντίον του αιτητού.

Την 10 Ιανουαρίου, 1977, ο κ. Κούτρας υπέβαλε παράκλησιν διά τον ορισμόν της ακροάσεως της υποθέσεως και η υπόθεσις ωρίσθη διά την 6 Απριλίου, 1977. Την 2 Απριλίου, 1977, και οι δύο συνήγοροι υπέβαλαν γραπτήν κοινήν παράκλησιν διά την αναβολήν της ακροάσεως της υποθέσεως η οποία ωρίσθη διά την 6 Απριλίου, 1977, λόγω διαβημάτων του αιτητού προς επαναπρόσληψίν του, το αποτέλεσμα των οποίων δεν ήτο μέχρι τότε γνωστόν. Η υπόθεσις ωρίσθη διά μνείαν διά την 4 Ιουνίου, 1977 και εν συνεχεία ωρίσθη την 20 Ιανουαρίου, 1978, διά ακρόασιν. Την 20 Ιανουαρίου, 1978, λόγω δυσκολιών του συνηγόρου της Δημοκρατίας η υπόθεσις ανεβλήθη και πάλιν και ωρίσθη διά την 5 Ιουνίου, 1978.

Ο συνήγορος της Πολιτείας κ. Χατζηπέτρου ισχυρίσθη ότι ουδεμία παραβίασις εγένετο των αστυνομικών κανονισμών και ουδείς ενήργησε καθ' υπέρβασιν εξουσίας, αλλά αντιθέτως (α) ετηρήθησαν αι παραδεδειγμέναι αρχαί της φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω ισχυρίσθη (β) ότι τα γεγονότα της πειθαρχικής υποθέσεως είναι τα ίδια με της ποινικής και ως εκ τούτου το πειθαρχικόν όργανον δεν εδεσμεύετο εκ της αποφάσεως του Ποινικού Δικαστηρίου· (γ) ότι όσον αφορά την επίδρασιν την οποίαν ασκεί επί της πειθαρχικής δίκης το δεδικασμένο εκ ποινικών αποφάσεων, το Συμβούλιον Επικρατείας έκρινεν ότι εφ' όσον ο ποινικός Δικαστής περιβαλλόμενος υπό πλειόνων εγγυήσεων ή ο Πειθαρχικός εδέχθη την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ο Πειθαρχικός Δικαστής οφείλει να δεχθή την τοιαύτην ύπαρξιν όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον των περιστατικών τούτων χωρίς όμως να δεσμεύεται όπως υπαγάγη ή μη υπαγάγη τα αυτά περιστατικά εις την έννοιαν του πειθαρχικού αδικήματος. Ίδε επίσης τα Πορίσματα Νομολογίας 19291959 σελίδα 364· και εις το "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον" υπό Η. Κυριακοπούλου Τόμος Γ Έκδοσις 4 σελίδα 281 όπου αναφέρονται τα εξής:

"Ο κανών του ποινικού δικαίου non bis in idem— καθ' ον ουδείς επιτρέπεται να διωχθή εκ νέου διά την αυτήν αξιόποινον πράξιν, δι' ην εξεδόθη ήδη τελεσίδικος απόφασις ή απαλλακτικόν βούλευμα—δεν ισχύει, τουλάχιστον απολύτως, εν τω πειθαρχικώ δικαίω. Ούτως, ανεγνωρίσθη μεν, ότι διά το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα δεν επιτρέπεται ούτε εκ δευτέρου δίωξις, ούτε η επιβολή παρά του αυτού οργάνου και δευτέρας ποινής[1]. Αλλά, εάν ο ιεραρχικώς προϊστάμενος κρίνη ανεπαρκή την επιβληθείσαν ποινήν, δικαιούται να επιβάλη και ετέραν πειθαρχικήν ποινήν[2].

Η εκκρεμότης της ποινικής κατηγορίας δεν κωλύει την πειθαρχικήν δίωξιν, ήτις είναι ανεξάρτητος εκείνης[3]: 'η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος πάσης άλλης δίκης' (άρθ. 138 παράγραφος 1)· εννοείται δε κυρίως της ποινικής, ουχ ήττον όμως και της αστικής. Η ποινική καταδίκη άρα δεν κωλύει την υστέραν επιβολήν πειθαρχικής ποινής διά την αυτήν πράξιν[4]. Αλλ' εάν προηγήθη τελεσίδικος απόφασις του ποινικού δικαστηρίου περί της αυτής πράξεως, δι' ην ενεργείται πειθαρχική δίωξις, τα 'πραγματικά γεγονότα', ων τυχόν η ύπαρξις ή η ανυπαρξία διεπιστώθη διά της ποινικής αποφάσεως, οφείλει ή πειθαρχική αρχή να δεχθή ως ταύτα εβεβαιώθησαν εν τη ποινική δίκη (άρθ. 138 παράγραφος 3 εδ. α'). Πρόκειται περί επενεργείας βεβαιώσεως (βλ. ανωτ παράγραφος 20, 4, β)[5]. Κατ' ακολουθίαν, ο υπό του ποινικού δικαστηρίου καταδικασθείς υπάλληλος δεν δύναται να θεωρηθή παρά του πειθαρχικού δικαστού, ότι δεν διέπραξε την αυτήν πράξιν· αλλά και εν τη αντιθέτω περιπτώσει, ο αθωωθείς υπάλληλος παρά του ποινικού δικαστηρίου διά την αποδοθείσαν αυτώ πράξιν, δεν δύναται να χαρακτηρισθή ένοχος ταύτης υπό του πειθαρχικού δικαστού[6]. Ούτω διασφαλίζεται η ενότης εν τη απονομή της δικαιοσύνης".

Θα ήτο χρήσιμον να προσθέσω ότι εις την έφεσιν της πειθαρχικής υποθέσεως ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας Παύλος Ζ. Στόκκος εις την απόφασιν του αναφέρει τα εξής:

"Ευρίσκω ότι οι λόγοι απαλλαγής των κατηγορουμένων υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου διά τα ποινικά αδικήματα δεν συντρέχουν διά την παρούσαν Υπόθεσιν.

Οι ισχυρισμοί των μαρτύρων κατηγορίας της ποινικής Υποθέσεως περί σωματικών βασάνων, ψυχικών πειθαναγκασμόν, απειλών διαπομπεύσεως κλπ. δεν ισχύουν διά την παρούσαν υπόθεσιν, διότι ουδείς των μαρτύρων κατηγορίας της παρούσης πειθαρχικής Υποθέσεως ισχυρίσθη τοιούτον τι, πλην του Οσμάν Μεχμέτ εξ Αγγλισίδων όστις ισχυρίσθη ότι εκακοποιήθη, χωρίς όμως να αποδειχθή ότι πράγματι ούτος εκακοποιήθη. Εν πάση όμως περιπτώσει ο μάρτυς ούτος εκηρύχθη εχθρικός υπό της κατηγορούσης αρχής και εις την απόφασιν μου δεν θα λάβω υπ' όψιν την μαρτυρίαν του.

Ευρίσκω ότι ουδείς λόγος υπάρχει διά να επέμβω εις την απόφασιν του Κατωτέρου Πειθαρχικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα ευρήματά του διά την αξιοπιστίαν των μαρτύρων κατηγορίας. Εις την απόφασίν του το Κατώτερον Πειθαρχικόν Δικαστήριον αναφέρει ότι επίστεψε τους μάρτυρας κατηγορίας. Είναι φυσικόν ότι διά να καταδικάση τους κατηγορουμένους σημαίνει ότι δεν επίστεψε τούτους.

Έγινεν εισήγησις υπό της υπερασπίσεως ότι το Ανώτατον Δικαστήριον δεν απεδέχθη την μαρτυρίαν των μαρτύρων κατηγορίας στρατιωτών Αντώνη Πάμπουλου και Αναστασίου Χ"Τοφή. Ουδαμού όμως εις την απόφασιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου φαίνεται τοιούτον τι. Τουναντίον οι μάρτυρες τούτοι έγιναν πιστευτοί και υπό του εκδικάζοντος την Ποινικήν υπόθεσιν Ποινικού Δικαστηρίου.

Ευρίσκω ότι η απόφασις του Κατωτέρου Πειθαρχικού Δικαστηρίου ήτο καθ' όλα εύλογος και δικαιολογημένη, εν όψει της ενώπιόν του μαρτυρίας.

Οι λόγοι της εφέσεως δεν ευσταθούν και διά τούτο η Έφεσις απορρίπτεται και δυνάμει των εξουσιών δι' ων περιβέβλημαι συμφώνως του κανονισμού 21 (ε) των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών επικυρώνω την καταδίκην και ποινήν ως αύτη αναθεωρήθη υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος".

Δεν χωρεί καμμίαν αμφιβολίαν ότι κατά την ακροαματικήν διαδικασίαν τα αρμόδια Δικαστήρια τα επιληφθέντα των υποθέσεων απήλλαξαν και αθώωσαν τους δύο κατηγορουμένους, (ατυχώς ο εις εξ αυτών ονόματι Ανδρέας Στυλιανού Εφταψούμη εν τω μεταξύ απεβίωσε). Παρ' όλον, επαναλαμβάνω, ότι εις την πειθαρχικήν υπόθεσιν εναντίον του αιτητού Μίθυλλου ή υπεράσπισις παραπονείται ότι η αστυνομική αρχή της Δημοκρατίας ενήργησε παρανόμως και κατά τρόπον ισοδυναμούντα με υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας, και ενώ τα γεγονότα των πειθαρχικών υποθέσεων εναντίον του αιτητού είναι τα ίδια και αποτελούν την έκθεσιν των γεγονότων εις πειθαρχικάς υποθέσεις εναντίον του διά τας οποίας ο αιτητής εδικάσθη υπό του αρμοδίου Δικαστηρίου και ηθωώθη, εν τούτοις ενώ το τοιούτον θα έπρεπε να αποτελέση δεδικασμένον διά τας υποθέσεις αυτάς δεν ελήφθη καθόλου υπ' όψιν και ο κατ' έφεσιν ενεργών Υπαρχηγός της Αστυνομίας επεκύρωσε τας αποφάσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και απέλυσε τον αιτητήν από την εργασίαν του.

Θα ήτο χρήσιμον επίσης να προσθέσω ότι κατ' έφεσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το Ανώτατον Δικαστήριον ηθώωσε τον αιτητήν εις όλας τας κατηγορίας πλην μίας διά την οποίαν διέταξε επανεξέτασιν. Περαιτέρω εδικάσθησαν επίσης υπό του κ. Πική, Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, και αθωώθησαν χωρίς να εφεσιβληθή η απόφασις. Θα ήτο όμως παράλειψις να μην αναφέρω ότι ως αποτέλεσμα, εις όλας τας εναντίον του κατηγορίας αι οποίαι εβασίζοντο επί των αυτών πραγματικών γεγονότων, τα ίδια γεγονότα αφορούσαν και τας πειθαρχικάς υποθέσεις εναντίον του. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Τριανταφυλλίδης εκδίδων την απόφασιν του Εφετείου εις την υπόθεσιν Ανδρέα Στυλιανού Εφταψούμη και Κώστα Γαβριήλ Μίθυλλου εναντίον Της Αστυνομίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 149 παρετήρησε τα ακόλουθα εις τας σελίδας 156, 157 και 158:

"As the trial Judge has wrongly treated what he foundto be false testimony of the appellants as amounting tocorroboration of the evidence against them of theaccomplice Siempis (see Vouniotis v. The Republic, reportedin this Part at p. 34, at p. 50 et seq.) and as the evidenceof Siempis and of the aforesaid other prosecution witness,even if technically in law admissible in evidence, couldnot be safely relied on, because they had been illtreatedby the police before making to them statements implicatingthe appellants, we have reached the conclusion that, inthe interests of the proper administration of justice, wehave to set aside the convictions on counts 4 and 14.....

We might not have been prepared to interfere, on appeal, with the decision of the trial judge to act on the uncorroborated evidence of this accomplice, had it not been for the fact that, in evaluating his evidence, the judge was obviously influenced in believing him—(as can be derived from his judgment)—by the consideration that the credibility of the appellants had, in his opinion, been demolished, for reasons which, as he put it, were to be stated by him later on in his judgment; and the main such reasons appear to be the reasons for which he disbelieved the appellants when comparing their evidence with that of the aforementioned prosecution witness Siempis; in this connection the trial judge observed that the credibility of the appellants was inextricably related to the credibility of Siempis.

Having already held that it was not safe for the trial judge to treat the evidence of witness Siempis as reliable, we are bound to reach the conclusion that a fundamental consideration which did influence the trial judge in deciding to act on the uncorroborated evidence of the accomplice Mikis, and convict the appellants on count 3, was an erroneous one. As we cannot and should not speculate as to whether or not, had he not been influenced as above, the trial judge would still have treated the uncorroborated evidence of the accomplice Mikis as reliable—and we express no opinion at all in this respect as to what he could or should have done—we do not think that we can uphold the conviction of the appellants on count 3".

Ως εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το μοναδικόν νομικόν σημείον επί του οποίου καλείται το Δικαστήριον να αποφασίση είναι κατά πόσον αθωωθέντος υπό Ποινικού Δικαστηρίου του κατηγορηθέντος δημοσίου υπαλλήλου κωλύεται το Πειθαρχικόν Δικαστήριον να τιμωρήθη πειθαρχικώς τον υπάλληλον εις τας αυτάς κατηγορίας.

Περίληψιν της σχετικής επί του σημείου τούτου νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος ευρίσκομεν εις την σελίδα 364 των Πορισμάτων Νομολογίας του συμβουλίου Επικρατείας 1959 η οποία έχει ως ακολούθως:

" Όσον αφορά την επίδρασιν ην ασκεί επί της πειθαρχικής δίκης το δεδικασμένον εκ ποινικών αποφάσεων, το Συμβούλιον της Επικρατείας έκρινεν, ότι εφ' όσον ο ποινικός δικαστής, περιβαλλόμενος υπό πλειόνων εγγυήσεων, ή ο πειθαρχικός, εδέχθη την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν ωρισμένων πραγματικών περιστατικών, ο πειθαρχικός δικαστής οφείλει να δεχθή την τοιαύτην κρίσιν όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον των περιστατικών τούτων, χωρίς όμως να δεσμεύηται όπως υπαγάγη ή μη υπαγάγη τα αυτά περιστατικά εις την έννοιαν του πειθαρχικού αδικήματος: 125 (29), 1066 (37), 2388 (53), 1654 (57). (Ταύτα αποτελούν πλέον και θετικόν δίκαιον δυνάμει του άρθρου 138 παράγραφος 3 του Υπαλ. Κωδικός). Κατ' ακολουθίαν τούτων ουχί απλώς η απαλλαγή, αλλά και η αθώωσις υπό του ποινικού δικαστού δεν αποκλείει την πειθαρχικήν δίωξιν διά το επί του αυτού πραγματικού περιστατικού στηριζόμενον πειθαρχικόν αδίκημα, του πειθαρχικού δικαστού εκτιμώντος κατ' ιδίαν κρίσιν τας προσκομισθείσας αποδείξεις: 876 (37) 1337 (54), 1381 (54). Κατά μείζονα δε λόγον αθώωσις υπαλλήλου υπό του ποινικού δικαστηρίου, χωρήσασα λόγω αμφιβολιών, δεν αποτελεί δεδικασμένον, ουδέ θεωρείται οπωσδήποτε νομικόν κώλυμα διά την επιβολήν πειθαρχικής ποινής: 488 (31), 876 (37), 2046 (1950). Οπωσδήποτε δε δεν παραβιάζεται υπό πειθαρχικής καταδικαστικής αποφάσεως το εξ αθωωτικού βουλεύματος δεδικασμένον, εφ' όσον τούτο δεν αποφαίνεται κατηγορηματικώς περί της υπάρξεως ή μη ωρισμένων πραγματικών περιστατικών: 2462 (52) ουδέ παρακωλύεται εκ τοιούτου βουλεύματος η εκ μέρους του πειθαρχικού δικαστού διάφορος εκτίμησις του αποδεικτικού υλικού: 1642 (53)".

Εκ του ως άνω αποσπάσματος σαφώς προκύπτουν, μεταξύ άλλων, αι ακόλουθοι αρχαί: (1) Ότι ο Ποινικός Δικαστής περιβάλλεται υπό πλειόνων εγγυήσεων ή ο πειθαρχικός· (2) Εφ' όσον ο Ποινικός Δικαστής δεχθή την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν ωρισμένων πραγματικών περιστατικών, ο Πειθαρχικός Δικαστής οφείλει να δεχθή την τοιαύτην κρίσιν όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον των περιστατικών τούτων (3) Καίτοι ο Πειθαρχικός Δικαστής οφείλει να δεχθή την κρίσιν του Ποινικού Δικαστού όσον αφορά το αντικειμενικώς υπόστατον ωρισμένων πραγματικών περιστατικών δεν δεσμεύεται όπως υπαγάγη ή μη υπαγάγη τα αυτά περιστατικά εις την έννοιαν του πειθαρχικού αδικήματος· (4) Ουχί απλώς ή απαλλαγή αλλά και η αθώωσις υπό του Ποινικού Δικαστού δεν αποκλείει την πειθαρχικήν δίωξιν διά το επί του αυτού πραγματικού περιστατικού στηριζόμενον αδίκημα· (5) Ο Πειθαρχικός Δικαστής δύναται να εκτιμήση κατ' ιδίαν κρίσιν τας προσκομισθείσας αποδείξεις· (6) Αθώωσις λόγω αμφιβολιών δεν αποτελεί δεδικασμένον και δεν θεωρείται νομικόν κώλυμα διά την επιβολήν ποινής.

Επομένως, επί τη βάσει των ανωτέρω αρχών δύναται να λεχθή ότι η επίδρασις, την οποίαν ασκεί επί της πειθαρχικής δίκης το δεδικασμένον εκ ποινικής αποφάσεως, εξαρτάται κατά μέγα μέρος επί των λόγων επί των οποίων εθεμελιώθη η αθωωτική απόφασις του Ποινικού Δικαστηρίου.

Ως προκύπτει εκ του ανωτέρου αποσπάσματος της αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Ανώτατον Δικαστήριον έκρινεν ότι το Ποινικόν Δικαστήριον δεν ηδύνατο κατ' ασφαλή τρόπον να βασισθή επί του αποδεικτικού υλικού επί του οποίου εβασίσθη διά να θεμελιώση την καταδικαστικήν ετυμηγορίαν του, επειδή μεταξύ άλλων, οι μάρτυρες κατηγορίας έτυχαν κακής μεταχειρίσεως υπό αστυνομικών οργάνων προτού προβούν εις καταθέσεις ενοχοποιητικάς διά τους κατηγορουμένους· και το Ανώτατον Δικαστήριον κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι θα ήτο προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εάν ακυρωνόταν ή καταδικαστική απόφασις.

Εφ' όσον δε εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν τίθεται θέμα εκτιμήσεως των προσκομισθεισών αποδείξεων ως η αρχή (5)· και εφ' όσον η πειθαρχική καταδίκη εθεμελιώθη επί του αυτού αποδεικτικού υλικού ως η ποινική τοιαύτη· και εφ' όσον το Ανώτατον Δικαστήριον, το οποίον ουχί μόνον περιβάλλεται υπό πλειόνων εγγυήσεων ή το Πειθαρχικόν Δικαστήριον, αλλά και το οποίον δυνάμει του Συντάγματος κέκτηνται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να κρίνη και να αποφασίζη τελεσιδίκως επί πάσης ποινικής εφέσεως οιουδήποτε Ποινικού Δικαστηρίου, έκρινεν ως ανωτέρω ανεφέρθη, δύναται κατά την γνώμην μου να εξαχθή το ασφαλές συμπέρασμα ότι η κρίσις αύτη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισοδυναμεί με την ανυπαρξίαν των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων εθεμελιώθη καταδικαστική ετυμηγορία του Ποινικού Δικαστηρίου, και ούτω ο Πειθαρχικός Δικαστής ώφειλε, συμφώνως της αρχής (2) ανωτέρω, να δεχθή την τοιαύτην κρίσιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως η επίδικος απόφασις του Πειθαρχικού Δικαστηρίου κρίνεται ως ούσα αντίθετος προς τον νόμον εντός της εννοίας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και ως γενομένη καθ' υπέρβασιν και κατάχρησιν εξουσίας, και ως εκ τούτου ακυρούται.

Αλλά υπάρχει και έτερος λόγος διά τον οποίον η επίδικος απόφασις δέον όπως ακυρωθή. Διά την διατήρησιν κράτους δικαίου ο συνταγματικός νομοθέτης ώρισε το Ανώτατον Δικαστήριον ως θεματοφύλακα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου. Και είναι ως εκ τούτου το Ανώτατον Δικαστήριον ουχί απλώς εν Ποινικόν Δικαστήριον αλλά ο πλέον πειστικός, αυθεντικός, έγκυρος και ταυτοχρόνως τελεσίδικος Δικαστής (Arbiter) απάσης καταστάσεως αφορώσης εις τα ως άνω δικαιώματα· και εφ' όσον επί του αποδεικτικού υλικού επί τη βάσει του οποίου ο πολίτης εστερήθη της ελευθερίας αυτού, η οποία διασφαλίζεται υπό του άρθρου 11 του Συντάγματος, το Ανώτατον Δικαστήριον απεφάνθη ως ανωτέρω, έχω την γνώμην ότι, βάσει της αρχής της βεβαιότητος του δικαίου και της δικαιοσύνης (principle of certainty of the Law and Justice) η οποία είναι απαραίτητον χαρακτηριστικόν κράτους δικαίου (essential feature of the rule of Law) (ίδε απόφασίν μου εις την υπόθεσιν Παυλίδη εναντίον της Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 217 εις σελίδα 230), ο πολίτης εδικαιούτο να αναμένη από το πειθαρχικόν όργανον σεβασμόν προς την εν προκειμένω ετυμηγορίαν του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας.

Διά όλους τους λόγους τους οποίους έχω αναφέρει, και υπό το φως των αυθεντιών τας οποίας έχω παραθέσει, κηρύττω την προσβαλλομένην απόφασιν ή την πράξιν εν όλω άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος.

Προσβαλλομένη απόφασις ηκυρώθη.

This is an English translation of the judgment in Greek appearing at pp. 698-712 ante.

Public Officers—Disciplinary offences—Acquittal of Public Officer by Criminal Court—Whether Disciplinary Court prevented from punishing him disciplinarily in respect of the same charges.

Certainty of the Law of Justice—Principle of—An essential feature of the rule of law.

The applicant, who was a member of the Police Force, was tried by a Criminal Court and found guilty of offences committed in the course of his duty as a policeman. He appealed against his conviction to the Supreme Court which held that the Criminal Court could not safely rely on the evidence on which it based the conviction because, inter alia, the prosecution witnesses were ill-treated by police organs before making statements implicating the accused; and arrived at the conclusion that it would have been in the interest of the proper administration of justice if the conviction were set aside.

Following the decision of the Supreme Court the applicant was convicted by a Disciplinary Court of the offences of neglect of duty and unbecoming conduct. The facts of the Criminal Case were similar to those of the disciplinary one.

Upon a recourse against the decision of the Disciplinary Court:

Held, that with regard to the influence exercised on the disciplinary trial by the res judicata of criminal decisions the following principles emanate from case-law:

That the criminal judge is vested with more safeguards than the disciplinary judge; (2) that when the criminal judge accepts the existence or non-existence of certain facts, the disciplinary judge has to accept such decision regarding the objective existence of these facts; (3) that though the disciplinary judge has to accept the decision of the criminal judge regarding the objective existence of certain facts he is not bound to classify or not these facts within the notion of the disciplinary offence; (4) that not merely the discharge but the acquittal by the criminal judge does not exclude the disciplinary prosecution in respect of the offence based on the same facts; (5) that the disciplinary judge can make his own assessment of the evidence; (6) that acquittal due to doubts does not constitute a res judicata and is not considered as a legal impediment for the imposition of punishment.

(2)That since in the instant case there does not arise a question of assessment of the evidence adduced according to principle 5 above; that since the disciplinary conviction was founded on the same evidence as the criminal; and that since the Supreme Court which is vested with more safeguards than the disciplinary court and which also under the Constitution is vested with exclusive jurisdiction to decide finally and conclusively on every criminal appeal from any criminal court, has decided as abovementioned, in the opinion of this Court, the safe conclusion can be drawn that the decision of the Supreme Court amounts to a non-existence of the facts on which the conviction of the Criminal Court was founded and so the Disciplinary Judge ought, in accordance with principle 2 above, to accept the decision of the Supreme Court. Therefore, the sub judice decision of the disciplinary court is contrary to law within the meaning of Article 146.1 of the Constitution and as made in excess and abuse of power and is declared null and void accordingly.

Held, further, that there is another reason for which the sub judice decision must be annulled. For sustaining the rule of law the constitutional draftsman has appointed the Supreme Court as the trustee of the fundamental rights and freedoms of the subject. And the Supreme Court is, therefore, not simply a criminal court, but the most credible authentic and valid, and at the same time final arbiter of all situations relating to these rights; and since on the evidence on the basis of which the citizen was deprived of his liberty, which is safeguarded by Article 11 of the Constitution, the Supreme Court has decided as above, I am of opinion, on the basis of the principle of certainty of the law and justice which is an essential feature of the rule of law (see the judgment of this Court in the case Pavlides v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 217 at p. 230) that the citizen was entitled to expect from the disciplinary organ respect for the decision of the Supreme Court of the State.

Sub judice decision annulled.

Cases referredto:

Eftapsoumis and Anotherv. Police (1975) 2 C.L.R. 149;

Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217 at p. 230.

Recourse.

Recourse against the decision of the respondents confirming applicant's requirement to resign from the Police Force of Cyprus.

E.Efstathiou, for the applicant.

Gl.HadjiPetrou, for the respondents.

Cur.adv. vult.

HADJIANASTASSIOU J. read the following judgment. The applicant, Constantinos G. Mithillos, has been a member of the Police Force of Cyprus for the last 16 years past. On the 26th February, 1975, there was filed against the applicant, disciplinary case No. 4/75 by means of which he was charged for neglect of duty and unbecoming conduct.The above case was tried on 30th March, 1975, and there was imposed on the accused a total fine of £15 in respect of both the above charges. On the 7th April, 1975, the Divisional Police Commander of Larnaca, having reviewed the above case, imposed on the applicant the punishment of compulsory retirement and/or requirement to resign. Parallel to the above disciplinary proceedings, on the 28th March, 1975, there started a criminal prosecution against the applicant before the District Court of Larnaca in Criminal Case No. 1111/75 the facts of which were identical to the above disciplinary case. Applicant was facing a total of 14 counts, the case was heard from the 28th March, 1975 to the 27th June, 1975, and there was imposed on the applicant a sentence of 8 months' imprisonment having been found guilty on two counts and acquitted and discharged on the remaining counts. There is no doubt that the facts of this criminal case were the same as those of the disciplinary case against him.

On June 28, 1975, the applicant appealed against the decision of the District Court of Larnaca by means of Criminal Appeal No 3636. The Supreme Court heard the above appeal (see Eftapsoumis and Another v. The Police, (1975) 2 C.L.R. 149), and acquitted the applicant of the three counts and ordered a re-hearing of the remaining counts when applicant was acquitted by the District Court of Larnaca.

On the 14th April, 1975, applicant appealed against the decision of the Police Disciplinary Tribunal and the appeal was adjourned until the completion of the hearing of the Criminal Appeal by the Supreme Court. On the 26th April, 1976, the disciplinary appeal was heard and the conviction and sentence of the applicant requiring him to retire was confirmed.

On the 13th July, 1976, applicant filed the present recourse praying for the following relief: (a) A declaration of the Honourable Court that the decision of the respondents to confirm his requirement to resign from the Police Force of Cyprus made on the 29th April, 1976 and/or the decision of the respondents to require applicant to resign and to retire him, dated 7th April, 1975 and/or the decision that applicant be required to resign is null and void and/or illegal and/or devoid of any legal effect and/or the decision ought not to have been taken; (b) costs.

This recourse is based on the following grounds of law; (a) the decision of the respondents is illegal and was taken in abuse and/or excess of powers; (b) the respondents acted under a misconception of fact and/or they relied on a misconceived basis; (c) the respondents acted under a misconception of law and/or fact; (d) the respondents misinterpreted and/or wrongly applied the principles of law relating to a review of a decision and/or on appeal and/or review of disciplinary cases; (e) the respondents infringed the accepted principles of natural justice; (f) the respondents contravened the Police Regulations; (g) the sub judice decision was taken in a manner contrary to the principles of res judicata and contrary to the decision of the Supreme Court, which is reported in (1975) 2 C.L.R. p. 149; (h) the sub judice decision was contrary to the Constitution and/or was the product of arbitrariness and/or was not warranted having regard to the evidence before the disciplinary tribunal; (i) the sub judice decision was not based and/or was not warranted having regard to the evidence and/or was the product of arbitrariness and/or wrong assessment of evidence; (j) generally, the sub judice decision was illegal and entirely unwarranted.

On the contrary, on the 9th October, 1976, counsel of the Republic, Mr. N. Charalambous contended that the sub judice decision was lawfully taken after a due inquiry and a proper evaluation of all the relevant material relating to the case of the respondent. The facts relied upon in opposition are the following:- (1) The applicant was registered in the police force on the 10th November, 1959 and was stationed at Larnaca Police Station; (2) after the Turkish invasion there became apparent the desire of the Turkish leadership that the Turkish Cypriots who remained in the free area of the Republic, do move in the Turkish occupied areas. In order to prevent them there were given instructions by the Chief of Police for the construction of road blocks to be manned by policemen and soldiers so as to prevent the Turkish Cypriots from moving to the north and for the control of every vehicle; (3) on the 22nd February, 1975, applicant together with P.C. No. 3811 Ch. Andreou and two soldiers named Anastassios HjiTofis and Antonios Pamboulos, were on duty on the road block which is found on the main Larnaca Dhekelia road for the above purpose;(4) in the course of the exercise of his duties by the applicant and between 0230-0245 hrs of the 22nd February, 1975, and whilst at the said road block, applicant permitted vehicle No. BQ 146, which was driven by one Andreas Panteli Siembi and carrying Turkish-Cypriots, to pass through the road block without the due inspection. This act of the applicant made the two abovementioned soldiers to react and as a result of this reaction the attempt of two other vehicles which were driven by two Turkish Cypriots to pass through the road block at the same moment was unsuccessful. The drivers of the two other vehicles were Kiamil Houssein of Pyla and Osman Mehmet of Larnaca. Both the vehicles were taken to the police station for inquiries; (5) the Divisional Police Commander of Larnaca, after being informed of these facts, gave instructions for a disciplinary investigation to be commenced against the applicant in this case. The investigation of the case was undertaken by Inspector I. Frangos. He investigated the case and on the 25th February, 1975, he reported to the Police Divisional Commander Larnaca. The Divisional Police Commander Larnaca, acting under regulation 10 of the Police (Discipline) Regulations prepared the disciplinary file and appointed Chief Superintendent X. Robalis to try the disciplinary case under regulation 14(2) of the Police (Discipline) Regulations. Chief Superintendent X. Robalis fixed the case for hearing on the 26th February, 1975, and heard evidence on the 1st March, 1975,20th March, 1975, 21st March, 1975, and 27th March, 1975. On the 31st March, 1975, the Presiding Officer delivered his judgment and imposed a fine of £10 in respect of the first count and £5 in respect of the second count; (6) the Divisional Police Commander, Larnaca, exercising his powers under regulation 18(4) of the Police (Discipline) Regulations, reviewed the case, and having heard the applicant, altered the sentence to "requirement to resign"; (7) applicant, on the 14th April, 1975, appealed against the disciplinary case, by virtue of which he was sentenced to "requirement to resign", before the Chief of Police. The appeal was heard between the 13th November, 1975, and 29th April, 1976 by the Deputy Chief of Police who confirmed the decision of "requirement to resign".

On the 13th December, 1976, counsel for the applicant, Mr. E. Efstathiou, submitted further the following grounds of law. (a, d, f). The Disciplinary Appeal Court of the Police, ought, on the basis of the evidence before it, to have acquitted the applicant as was decided on the same facts by the Supreme Court in the case of Eftapsoumis and Another v. The Police, (1975) 2 C.L.R. 149, having thus infringed the principle of res judicata (b, c, θ, στ). The decision of the Disciplinary Appeal Court was not warranted having regard to the evidence adduced and the circumstances of the case because the evidence accepted by it was considered as unreliable and unsafe by the Supreme Court in the case of Eftapsoumis and Another v. The Police, (1975) 2 C.L.R. p. 149 (e, n). For the reasons stated in the above paragraphs 1 & 2, the decision of the respondents to confirm the requirement of applicant to resign constitutes a contravention of the principles of natural justice and of the Constitution, because the Disciplinary Court acted contrary to the principle that in considering a case there should be examined not only the evidence adduced by the prosecution, but also the evidence and statement of the applicant and his witnesses. The Disciplinary Court of Appeal illegally considered and/or took into consideration that there exist the prerequisites and/or material establishing a disciplinary offence against the applicant, because it accepted the existence of facts as proved and/or existing, where this did not exist, and as a result thereof applicant was convicted.

On the 10th January, 1977, Mr. Koutras applied to fix a date for the hearing of the case, and the case was fixed for the 6th April, 1977. On the 2nd April, 1977, both counsel submitted a common written application for the adjournment of the hearing of the case which was fixed for the 6th April due to certain steps taken by the applicant for re-appointment and the result of which was not known until then. The case was fixed for mention on the 4th June, 1977, and it was later fixed for the 20th January, 1978 for hearing. On the 20th January, 1978, due to difficulties encountered by counsel for the Republic, the case was adjourned again and was fixed for the 5th June, 1978.

Counsel for the Republic, Mr. HjiPetrou alleged that there was no contravention of the Police Regulations and nobody acted in excess of power, but on the contrary, (a) all accepted principles of natural justice were complied with. Furthermore, he contended (b) that the facts of the disciplinary case were the same with those of the criminal case, and in view of this, the disciplinary organ was not bound by the decision of the criminal Court; (c) with regard to the influence that the res judicata of a criminal case can exercise on a disciplinary trial, the Council of State decided that since the criminal judge who is vested with more safeguards than the disciplinary judge, accepted the existence or non-existence of certain facts, the disciplinary judge has to accept such existence regarding the objective existence of these facts without being bound to classify or not classify such facts within the meaning of the disciplinary offence. See also Conclusions from the Jurisprudence of the Greek Council of State, 1929-59 p. 364 and Greek Administrative Law by Kyriakopoullos, Vol. C, 4th edn. p. 281 where the following are stated:-

"The rule of criminal law non bis in idem—according to which no-one is allowed to be prosecuted afresh for the same criminal act in respect of which there had already been issued a final judgment or a judgment of acquittal—does not apply at least, absolutely, in disciplinary law. So, though it was recognized, that for the same disciplinary offence it is neither permissible to prosecute one for the second time, nor to impose a punishment for the second time by the same organ, but if the hierarchically superior organ considers that the sentence imposed is insufficient, it is entitled to impose another disciplinary punishment.

The pendency of the criminal charge does not prevent the disciplinary prosecution which is an independent one; the disciplinary trial is self-contained, and independent of any other trial (Art. 138 paragraph 1); and it is mainly meant the criminal and not the civil. The criminal conviction therefore does not prevent the subsequent imposition of disciplinary punishment for the same act. But if there had preceded a final judgment of the criminal court concerning the same act for which there is taking place a disciplinary prosecution, the facts whose existence or non-existence has been ascertained by the criminal case, have to be accepted by the Disciplinary Organ as ascertained in the criminal trial. (Art. 138 para. 3(a)). This is an act of ascertainment (see above paragraph 20, 4, b). Consequently, the officer who has been convicted by the criminal Court cannot be considered by the disciplinary judge that he has not committed the same act; but even in the contrary case, the officer who has been acquitted by the criminal charge for the act attributed to him, he cannot be considered as guilty of it by the disciplinary judge. So there is safeguarded unity in the administrationof justice".

It would have been useful to add that in the disciplinary appeal the Deputy Chief of Police, Pavlos Z. Stokkos in his judgment states the following:-

"I find that the reasons of acquittal of the accused by the Supreme Court in respect of the criminal offences do not exist in the present case.

The allegations of the witnesses for the prosecution in the criminal case about ill-treatment and psychological pressure and threats of exposure etc. do not exist in the present case because none of the witnesses for the prosecution of the present disciplinary case has made such an allegation, besides Osman Mehmet of Anglisides, who alleged that he was ill-treated, but there was no proof that he was in fact ill-treated. In any case, this witness was declared as hostile by the prosecution and in my judgment I will not take into consideration his evidence.

I find that there is no reason to interfere with the decision of the Disciplinary Court below regarding its findings as to the credibility of the witnesses for the prosecution. In its decision, the Disciplinary Court below states that it believed the witnesses for the prosecution. It is natural that as it has convicted the accused, this means that it did not believe their evidence.

The defence submitted that the Supreme Court has not accepted the evidence of prosecution witnesses, soldiers Antonis Pamboulou and Anastassios HjiTofi. But nowhere in the decision of the Supreme Court there appears such a thing. On the contrary, these witnesses were believed also by the Criminal Court which tried the case in the first instance.

I find that the decision of the Disciplinary Court below was in all respects reasonable and warranted in view of the evidence adduced.

The grounds of appeal do not stand and for these reasons the appeal is dismissed and by virtue of the powers vested in me by regulation 21(e) of the Police (Discipline) Regulations, I confirm the conviction and sentence as same was reviewed by the District Court of Larnaca".

There is no doubt that in the course of the hearing, the competent Courts which took cognizance of the cases, acquitted and discharged the two accused (unfortunately one of them named Andreas Stylianou Eftapsoumis has in the meantime passed away). Though, I repeat, in the disciplinary case against Mithillos the defence complains that the Police Authority of the Republic acted unlawfully and in a way amounting to abuse or excess of power, and whilst the facts of the disciplinary cases against the applicant are the same and constitute the statement of facts in disciplinary cases against him in respect of which applicant was tried by the competent court and was acquitted, nevertheless, though such a course should have constituted a res judicata it was not taken into consideration at all in respect of these cases, and the Deputy Chief of Police acting on appeal confirmed the decisions of the Disciplinary Court below and dismissed the applicant from his work.

It would have been useful to add that on appeal before the Supreme Court, the Supreme Court acquitted the applicant in respect of all counts except one for which he ordered a retrial. Further they were tried also by Mr. Pikis, President District Court, Larnaca, and they were acquitted and there was no appeal against the acquittal. It would have been an omission not to state that as a result, in all the charges against him which were based on the same facts the same facts related to the disciplinary cases against him. The President of the Supreme Court, Mr. Justice Triantafyllides, delivering the Judgment of the Supreme Court in the case Andreas StylianouEftapsoumi and Costas Gavriel Mithillos v.The Police, (1975) 2 C.L.R. 149, observed the following at pp. 156, 157, 158:-

"As the trial Judge has wrongly treated what he found to be false testimony of the appellants as amounting to corroboration of the evidence against them of the accomplice Siempis (see Vouniotis v. The Republic, reported in this Part at p. 34, at p. 50 et seq.) and as the evidence of Siempis and of the aforesaid other prosecution witness, even if technically in law admissible in evidence, could not be safely relied on, because they had been illtreated by the police before making to them statements implicating the appellants, we have reached the conclusion that, in the interests of the proper administration of justice, we have to set aside the convictions on counts 4 and 14...

We might not have been prepared to interfere, on appeal, with the decision of the trial judge to act on the uncorroborated evidence of this accomplice, had it not been for the fact that, in evaluating his evidence, the judge was obviously influenced in believing him—(as can be derived from his judgment)—by the consideration that the credibility of the appellants had, in his opinion, been demolished, for reasons which, as he put it, were to be stated by him later on in his judgment; and the main such reasons appear to be the reasons for which he disbelieved the appellants when comparing their evidence with that of the aforementioned prosecution witness Siempis; in this connection the trial judge observed that the credibility of the appellants was inextricably related to the credibility of Siempis.

Having already held that it was not safe for the trial judge to treat the evidence of witness Siempis as reliable, we are bound to reach the conclusion that a fundamental consideration which did influence the trial judge in deciding to act on the uncorroborated evidence of the accomplice Mikis, and convict the appellants on count 3, was an erroneous one. As we cannot and should not speculate as to whether or not, had he not been influenced as above, the trial judge would still have treated the uncorroborated evidence of the accomplice Mikis as reliable—and we express no opinion at all in this respect as to what he could or should have done—we do not think that we can uphold the conviction of the appellants on count 3".

In view of the above, it is clear that the sole question of law on which the Court is called upon to decide is whether upon the acquittal by the Criminal Court of the Public Officer, the DisciplinaryCourt is prevented from punishing him disciplinary in respect of the same charges.

A summary of the case law of the Greek Council of State on this subject may be found at p. 364 of the Conclusions from the Jurisprudence of the Greek Council of State, 1959 which runsasfollows:

"Regarding the influence exercised on the disciplinary trial by the res judicata of criminal decisions, the Council of State has decided that since the criminal Judge who is vested with more safeguards than the disciplinary judge accepted the existence or non-existence of certain facts, a disciplinary judge has to accept such decision regarding the objective existence of these facts without however being bound to classify or not such facts within the notion of the disciplinary offence: 125 (29), 1066 (37), 2388 (53), 1654 (57). (These constitute by now positive law as well under s.138 paragraph 3 of the Officers Code). As a result of this, not simply the discharge but the acquittal by the criminal judge does not exclude the disciplinary prosecution in respect of the disciplinary offence based on the same facts, the disciplinary judge making his own assessment of the evidence: 876 (37), 1337 (54), 1381 (54). And the acquittal of an officer by a criminal court, due to doubts, does not constitute res judicata nor is it deemed a legal impediment for the imposition of a disciplinary punishment: 488 (31), 876 (37), 2046 (1950). And in any case, it is not contravened by a disciplinary conviction the res judicata emanating from an acquittal since it docs not decide categorically about the existence or non-existence of certain facts: 2642 (54) nor is there impeded from such a decision the different assessment by the disciplinary judge of the evidence adduced: 1642 (53)."

From the above extract there emerge clearly, amongst others, the following principles: that the criminal judge is vested with more safeguards than the disciplinary judge; (2) when the criminal judge accepts the existence or non-existence of certain facts, the disciplinary judge has to accept such decision regarding the objective existence of these facts; (3) though the disciplinary judge has to accept the decision of the criminal judge regarding the objective existence of certain facts he is not bound to classify or not these facts within the notion of the disciplinary offence; (4) not merely the discharge but the acquittal by the criminal judge does not exclude the disciplinary prosecution in respect of the offence based on the same facts; (5) the disciplinary judge can make his own assessment of the evidence; (6) acquittal due to doubts does not constitute a res judicata and is not considered as a legal impediment for the imposition of punishment.

Therefore, on the basis of the above principles, it can be said that the influence which is exercised on the disciplinary trial by the res judicata of a criminal case depends to a great extent on the reasons on which the judgment of acquittal of the criminalcourtwasfounded.

As it emerges from the above extract of the judgment of the Supreme Court, the Supreme Court decided that the criminal court could not safely rely on the evidence on which it based the conviction because, inter alia, the prosecution witnesses were ill-treated by police organs before making statements implicating the accused; and the Supreme Court arrived at the conclusion that it would have been in the interest of the proper administration of justice if the conviction was set aside.

And since in the instant case there does not arise a question of assessment of the evidence adduced according to principle 5 above; and since the disciplinary conviction was founded on the same evidence as the criminal; and since the Supreme Court which is vested with more safeguards than the disciplinary court and which also under the Constitution is vested with exclusive jurisdiction to decide finally and conclusively on every criminal appeal from any criminal court, has decided as above mentioned, in my opinion, the safe conclusion can be drawn that the decision of the Supreme Court amounts to a non-existence of the facts on which the conviction of the Criminal Court was founded and so the Disciplinary Judge ought, in accordance with principle 2 above, to accept the decision of the Supreme Court. Therefore, the sub judice decision of the disciplinary court is contrary to law within the meaning of Article 146.1 of the Constitution and as made in excess and abuse of power and is declared null and void accordingly.

But there is another reason for which the sub judice decision must be annulled. For sustaining the rule of law the constitutional draftsman has appointed the Supreme Court as the trustee of the fundamental rights and freedoms of the subject. And the Supreme Court is, therefore, not simply a criminal court, but the most credible authentic and valid, and at the same time final arbiter of all situations relating to these rights; and since on the evidence on the basis of which the citizen was deprived of his liberty, which is safeguarded by Article 11 of the Constitution, the Supreme Court has decided as above, I am of opinion, on the basis of the principle of certainty of the law and justice which is an essential feature of the rule of law (see my judgment in the case Pavlides v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 217 at p. 230) that the citizen was entitled to expect from the disciplinary organ respect for the decision of the Supreme Court of the State.

For all the reasons I have mentioned, and in the light of the authorities I have stated, I declare the sub judice decision or act null and void and devoid of any effect.

Sub judice decision annulled.



[1] Σ.Ε. 600/1932, 501, 576/1933, 431/1934.

[2] Σ.Ε. 802/1933, 262, 320/1939. Βλ. και κατ. υπό 10, α.

[3] Σ.Ε. 173, 975/1936, 862/1938, 148, 261/1939 κ.ά.π. Α.Π. 104/1905,

Θέμις ΙΓ, σ. 490, 161/1915, αυτ. ΚΓ, σ. 574.

[4] Σ.Ε. 295/1933, 705/1934. Α.Π. 39/1905, θέμις ΙΓ, σ. 628.

[5] Πρβλ. Σ.Ε. 125/1929, 1/1937, 2388/1953, 1554/1959.

[6] βλ. παραδείγματα Σ.Ε. 381/1939, 497/1940, 789/1954.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο