ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B224
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.64/2023)
22 Ιουνίου 2023
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΔ]
ΑΝΔΡΕΑ ΑΠΕΡΓΗ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Ο. Οικονόμου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Αναστασίου (κα) Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών που του επιβλήθηκε, σε κάθε μια από δύο κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και που διατάχτηκε να συντρέχουν. Κατά τη συζήτηση της έφεσης, αυτή περιορίστηκε στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις ποινές, αφού έγινε αποδεχτό εκ μέρους του Εφεσείοντα ότι η φυλάκιση ήταν στην περίπτωση του η αρμόζουσα ποινή και δεν ήταν υπερβολική ως προς το ύψος της.
Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης είναι ότι ο Εφεσείων είναι αστυνομικός και είχε χρησιμοποιήσει την ιδιότητα του αυτή για να εξαπατήσει δύο πολίτες, αποσπώντας από τον ένα €950 και από τον άλλο €1.150, παριστάνοντας στον κάθε ένα, ψευδώς, ότι θα του εξασφάλιζε συγκεκριμένο αυτοκίνητο από δημοπρασία αυτοκινήτων που είχαν κατασχεθεί από την Αστυνομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε κατά πόσο θα μπορούσε να αναστείλει την έκτιση της ποινής φυλάκισης που είχε επιβάλει, υπό το φως όλων των συνθηκών της διάπραξης των αδικημάτων και των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα και αποφάνθηκε αρνητικά.
Παραπονείται λοιπόν ο Εφεσείων ότι η μη αναστολή της φυλάκισης έθετε την επιβληθείσα ποινή εκτός του πλαισίου που ορίζει η νομολογία (λόγος έφεσης 1). Γίνεται μνεία σε τρεις αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο που, κατά τον Εφεσείοντα διακρίνονταν ουσιωδώς από τη δική του περίπτωση.
Στην Andrei κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ.164/2022 και 165/2022, ημερ.23.1.2023, επαναλήφθηκε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν σε άλλες υποθέσεις είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής, εφόσον αναγνωρίζεται ότι η κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη. Εξυπηρετούν, ωστόσο, ώστε να υπάρχει, όσο το δυνατό, συνεπής και ομοιόμορφη αντιμετώπιση των παραβατών που είναι μια αναγνωρισμένη επιδίωξη (Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217, 218).
Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι επί του προκειμένου αβάσιμο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε λάβει καθοδήγηση από τις συγκεκριμένες αυθεντίες[1] ως προς το μέτρο της τιμωρίας, που δεν είναι αντικείμενο της έφεσης, για να καταδείξει την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται τέτοιου είδους αδικήματα και, σε κάθε περίπτωση, ορθά ανέφερε ότι η περίπτωση του Εφεσείοντα θα κρινόταν στη βάση των δικών της περιστατικών. Οι αυθεντίες που αναφέρθηκαν ήταν θεματικά σχετικές και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εντοπίσει τις διαφορετικές παραμέτρους που εμπεριείχαν, ως ζήτημα αρχής, μπορούσε να λάβει από αυτές καθοδήγηση. Και εφόσον η επιλογή του να επιβάλει ποινή φυλάκισης δεν προσβάλλεται, ούτε και ως προς το ύψος της, το παράπονο δεν έχει έρεισμα. Οι αυθεντίες αυτές δεν απετέλεσαν οδηγό για το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιμέρους κρίση του να μην αναστείλει την ποινή που είχε επιβάλει, γεγονός που εκθεμελιώνει την επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα.
Με το λόγο έφεσης 2 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες και συνθήκες». Υφίσταντο μετριαστικοί παράγοντες, τους οποίους έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ορθή τους διάσταση. Τους επαναλαμβάνει στο μέρος της απόφασης του όπου πραγματεύεται το ενδεχόμενο αναστολής της επιβληθείσας ποινής. Και επεκτείνεται, όπου αυτό επιβαλλόταν. Η παραδοχή είχε βαρύνουσα σημασία, αλλά δεν ήταν άμεση. Υπήρξε καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, αλλά μέρος της οφειλόταν στον ίδιο τον Εφεσείοντα. Αποζημιώθηκαν οι παραπονούμενοι, αλλά αυτό έγινε τέσσερα και πλέον χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, δύο περίπου μήνες πριν ο Εφεσείων παραδεχτεί τις κατηγορίες. Περαιτέρω, ο Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου και είχε στο παρελθόν δεχτεί συγχαρητήρια και επαίνους στα πλαίσια της ενάσκησης των καθηκόντων του και μετάλλιο τιμής όταν είχε σώσει δύο πρόσωπα από πνιγμό στη θάλασσα. Λήφθηκαν επίσης υπόψη και οι οικογενειακές του περιστάσεις. Ο Εφεσείων ήταν διαζευγμένος, πατέρας δύο παιδιών. Το ανήλικο, 15 χρόνων, διέμενε μαζί του, μαζί και με τους συνταξιούχους γονείς του. Όλες αυτές οι περιστάσεις αναφέρεται στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά πόσο επρόκειτο για σχήμα λόγου θα διαφανεί μέσα από την ποινή η οποία τελικά επιβλήθηκε.
Είναι απαραίτητο να προβούμε σε ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της εργοδότησης του Εφεσείοντα. Αναφέρεται στο λόγο έφεσης ότι θα ακολουθήσει πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Εφεσείοντα ώστε να αποφασίσει η Αστυνομία για την παραμονή του στη Δύναμη της, με αποτέλεσμα αυτός να αισθάνεται ότι θα τιμωρηθεί δεύτερη φορά για τα αδικήματα, και αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός αυτό.
Στην πρωτόδικη απόφαση εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι θα ακολουθούσε πειθαρχική δίωξη του Εφεσείοντα και μάλιστα με το ενδεχόμενο να απωλέσει την εργασία του. Η παράμετρος που συζητήθηκε με αναφορά στην επιλογή του είδους της αρμόζουσας ποινής, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και με αναφορά στο κατά πόσο η έκτιση της ποινής φυλάκισης που τελικά επιλέγηκε θα αναστελλόταν.
Μέλος της Αστυνομικής Δύναμης διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα εφόσον καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα από Δικαστήριο, εκτός από περιπτώσεις καταδίκης για μη σοβαρό τροχαίο αδίκημα, κατά την κρίση του Αστυνομικού Διευθυντή (οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989 έως 2017, Καν.8 και Πρώτος Πίνακας, παρ.20). Σημασία έχει η καταδίκη και όχι η ποινή που έχει επιβληθεί.
Στη Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424, 435, που αφορούσε παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και πυροβόλων όπλων από τον εφεσείοντα, στρατιωτικό, που έφερε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, σημειώθηκε με αναφορά στο αγγλικό σύγγραμμα Sentencing and Criminal Justice, A. Ashworth, έκδ. 2000, σελ.152, ότι «οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του αδικοπραγούντα, όπου τα αδικήματα είναι άσχετα με την εργασία του, είναι παράγων που μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντικός. Αλλά όπου το έγκλημα προκύπτει από την εργοδότηση του κατηγορούμενου και μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της θέσης εμπιστοσύνης, οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. (Δέστε και Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S.) 142)».
Η περίπτωση διαφέρει από περιπτώσεις που εντοπίζονται στη νομολογία[2] όπου η καταδίκη στρατιωτικών των βρετανικών βάσεων σε φυλάκιση αποφεύχθηκε αφού, μεταξύ άλλων, είχε ληφθεί υπόψη ότι καταδίκη σε φυλάκιση επαγόταν και την απόλυση τους από τις τάξεις του βρετανικού στρατού εκτός και αν για εξαιρετικούς λόγους οι στρατιωτικές αρχές αποφάσιζαν διαφορετικά. Ειδοποιός διαφορά ήταν και ότι επρόκειτο για αδικήματα που ήταν ασύνδετα με την υπηρεσία των καταδικασθέντων στρατιωτικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το αδίκημα ήταν σοβαρό[3] και όλως ιδιαιτέρως κάτω από τις περιστάσεις που είχε διαπραχθεί. Οι δύο πολίτες εξαπατήθηκαν από τον Εφεσείοντα τον οποίο η πολιτεία είχε επιφορτίσει με το καθήκον προστασίας του κοινωνικού συνόλου εντάσσοντας τον στην Αστυνομική Δύναμη. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομοθεσία,[4] ο Εφεσείων είχε καθήκον να εργάζεται προς την προαγωγή της αποστολής της Αστυνομίας, που περιλαμβάνει τη διατήρηση του νόμου και την πάταξη της παρανομίας. Άκρως, λοιπόν, επιβαρυντικό στοιχείο ήταν ότι ο Εφεσείων εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως αστυνομικός, παράμετρος που είχε αποφασιστική σημασία στην επιτυχία του παράνομου του σκοπού, αφού είναι την αστυνομική του ιδιότητα που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων για να καταστεί πειστικός και να αποσπάσει τα δύο ποσά. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «επινόησε μια ολόκληρη ιστορία και τις λεπτομέρειες της, προκειμένου να πείσει» και ενήργησε με προσχεδιασμό. Το ύψος της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, και που δεν είναι αντικείμενο της έφεσης, δεν πρέπει να δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων. Η διάπραξη αδικημάτων από φορείς εξουσίας εντεταλμένους στη διαφύλαξη της εφαρμογής του νόμου, κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τους θεσμούς. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για αδικήματα που εμπεριέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας και της εκμετάλλευσης της θέσης εξουσίας για την προαγωγή προσωπικού συμφέροντος. Έτσι ενήργησε ο Εφεσείων. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις.
Εξετάζοντας κατά πόσο θα έπρεπε να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους που όφειλε να λάβει υπόψη του και στην ορθή τους διάσταση. Έλαβε υπόψη του τη θέση αρχής ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου και του στοιχείου της αποτροπής τόσο για τον ίδιο το δράστη, όσο και για κάθε επίδοξο παραβάτη. Με αναφορά στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 939, ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής».
Κατέληξε ότι η τυχόν αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην επιτηδειότητα με την οποία είχε ενεργήσει ο Εφεσείων, επικαλούμενος δήθεν ενημέρωση που είχε ως εκ της ιδιότητας του ως αστυνομικός.
Πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει ή όχι την έκτιση ποινής φυλάκισης που έχει επιβάλει, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι αυτή ασκήθηκε εσφαλμένα ή το Δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποιν. Εφ. Αρ.78/2019, ημερ.15.10.2020, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Εφ. Αρ.92/2017 και 93/2017, ημερ.19.7.2019, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27). Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στη Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.9/2021, ημερ.29.7.2021, εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει περιθώριο που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε στον Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
[1] Χριστούδκιας ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 52, Καρανίκκη ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 118 και Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 505.
[2] Jenkinson and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 295, 298-9, Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, 338-9, Zak & others v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6, 10, και Yeates κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, 325-7.
[3] Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286.
[4] Άρθρο 6 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004.